Τι είναι η Δημοκρατία στην πιο απλή αριθμητική της εκδοχή; Ενα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Τα κέρδη του ενός, έτσι όπως ποσοτικοποιούνται στις κάλπες, ισοδυναμούν με τις απώλειες του άλλου. Κάποιος κερδίζει, κάποιος χάνει. Κάποιος κυβερνά και κάποιος αντιπολιτεύεται μέχρι τον επόμενο γύρο του παιχνιδιού.

Εθισμένο σε αυτή τη θεωρία που στην πράξη επιβεβαιώθηκε ως μεταπολιτευτική παράδοση, το πολιτικό σύστημα δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στις πιο περίπλοκες εκδοχές του παιχνιδιού. Την περασμένη δεκαετία, όταν κέρδη και απώλειες απλώθηκαν σε περισσότερους παίκτες του συστήματος, προέκυψε η παράδοξη συμμαχία μιας ριζοσπαστικής Αριστεράς με μια ψεκασμένη Δεξιά. Αλλά και η «διόρθωση», έτσι απότομα όπως αποτυπώθηκε στους εκλογικούς συσχετισμούς των εκλογών που ακολούθησαν, διαβάστηκε ως «ηγεμονία του ενός» και ερμηνεύτηκε περίπου ως «δημοκρατικός κίνδυνος»: τι σόι δημοκρατικό σύστημα είναι αυτό όπου κάποιος «τα παίρνει όλα»; Είναι η Δημοκρατία μας ένα Teetotum που γυρνάει σαν τη σβούρα;

Μπορεί και να είναι. Η σβούρα της Δημοκρατίας, τουλάχιστον δημοσκοπικά, προσγειώνεται εδώ και καιρό στην εντολή «βάλτε όλοι». Οι απώλειες για τους παίκτες είναι περίπου οριζόντιες, χάνει μια κυβέρνηση στην οποία χρεώνονται πολλά, μα και μια αντιπολίτευση στην οποία δεν πιστώνεται τίποτε. Το σύστημα, τώρα, πάσχει από μια δημοκρατική παραζάλη, κάθε κίνηση τακτικής στο στρίψιμο της σβούρας, όσο προσεκτική ή υπολογισμένη και αν είναι, καταλήγει ξανά και ξανά στην ίδια εντολή του Teetotum: «Βάλτε όλοι».

Δεν είναι μόνο αυτή η επανάληψη που εξηγεί την περιρρέουσα αμηχανία. Είναι και πως το παιχνίδι των συσχετισμών συνδέεται τώρα με μια εθνική τραγωδία. Και ενώ οι περισσότεροι εναποθέτουν στην κυβέρνηση το βάρος της «συγκάλυψης», σχεδόν κανένας δεν αναγνωρίζει στην αντιπολίτευση τον ρόλο της «αποκάλυψης». Τι σημαίνει αυτό; Πως η σβούρα δεν προσγειώνεται στην ίδια εντολή από ένα καπρίτσιο της τύχης. Δεν είναι μια εξωπραγματική και πέρα από κάθε λογική ανατροπή του νόμου των πιθανοτήτων αυτό που συμβαίνει. Στο Teetotum αποτυπώνεται απλώς ένα έλλειμμα εμπιστοσύνης που ξεκινά από τα κόμματα και απλώνεται σχεδόν σε όλους τους θεσμούς της Δημοκρατίας.

Αγγίζει και τον θεσμό που ακόμη και στις πιο ομαλές από τις δημοκρατικές συνθήκες, όπως θα ήταν μια περίοδος δημοκρατικής ανίας, δεν παύει να χρειάζεται τη μεγαλύτερη δυνατή προστασία. Να όμως που και η Δικαιοσύνη δεν έμεινε απρόσβλητη απέναντι στο έλλειμμα εμπιστοσύνης. «Κάνουν οι δικαστές ό,τι μπορούν για τη διερεύνηση του σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη;» ρωτούν οι δημοσκόποι. «Οχι» απαντούν οι περισσότεροι.

Μπορεί αυτή η πρόσληψη της κοινής γνώμης, ότι δίκαιο στην τραγωδία δεν θα αποδοθεί ποτέ πραγματικά, να αδικεί τη Δικαιοσύνη. Εξηγεί πάντως το μούδιασμα γύρω από τη σύσταση της προανακριτικής επιτροπής στη Βουλή. Ποτέ άλλοτε ο δικαιοδοτικός μανδύας δεν ήταν τόσο βαρύς για τη νομοθετική εξουσία. Πότε άλλοτε δεν είχε τόσο λίγο νόημα να εξελιχθεί η ανακριτική διαδικασία σε μια κομματικά υστερόβουλη κλωτσοπατινάδα όπως εκείνες που συνόδευσαν κάθε υποψία και κάθε διερεύνηση υπαρκτών και ανύπαρκτων σκανδάλων στη μεταπολιτευτική ιστορία.

Ο κίνδυνος να εκτραπεί η διαδικασία εντός της αιθούσης σε μια τηλε-εισαγγελική φλυαρία έξω από αυτήν, αντίθετη με τους κανόνες του ανακριτικού έργου, είναι υπαρκτός – οι μεταπολιτευτικές έξεις δεν αλλάζουν εύκολα. Διακρίνεται πάντως μια κάποια προσοχή ή μια αντίληψη πως αυτή τη φορά δεν αρκεί κανείς να αρπάξει τον ρόλο, θα πρέπει και να τον υποδυθεί σοβαρά ή τουλάχιστον με ένα κάποιο αίσθημα δικανικής ευθύνης.

Γιατί; Επειδή το Teetotum της Δημοκρατίας θα εξακολουθήσει να γυρίζει. Μόνο που το στοίχημα τώρα είναι να αλλάξει η εντολή, κάποιος επιτέλους να χάσει και κάποιος να κερδίσει. Ο λόγος είναι προφανής. Ακόμη περισσότερο από το στρίψιμο της σβούρας, η Δημοκρατία απειλείται από το στρίψιμο της βίδας.