Οταν ξεκίνησε αυτή η ιστορία στην πλατεία Συντάγματος με τον πατέρα που ζητούσε «δικαίωση» μέσω της εκταφής των οστών του παιδιού του, θεώρησα ότι όλο αυτό, ειδικά μετά την αρχικά αρνητική στάση της πολιτείας, έχει στοιχεία από την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Την τραγωδία όπου η ομώνυμη ηρωίδα συγκρούεται με τον βασιλιά Κρέοντα της Θήβας, ο οποίος της απαγορεύει να θρηνήσει και να θάψει με τις τιμές που του αξίζουν τον αδελφό της Πολυνείκη επειδή τον θεωρεί προδότη. Η Αντιγόνη αψηφά την αλαζονεία του Κρέοντα και παραδίδει το νεκρό σώμα του αδελφού της στους θεούς. Είναι η νίκη των άγραφων θεϊκών νόμων απέναντι στους θεσμικούς κανόνες της πολιτείας.

Θεώρησα λοιπόν ότι η άρνηση των Αρχών να αποδεχθούν το αίτημα του πατέρα συνιστούσε αδιαφορία απαράδεκτη, στα όρια της κυνικότητας, από τη στιγμή που εκείνος ζητούσε την εκταφή του παιδιού του προκειμένου να πιστοποιηθεί ποια ήταν η αιτία που έχασε τη ζωή του. Με ζητούμενο αν οφειλόταν στο περίφημο «παράνομο φορτίο» και δη το ξυλόλιο, το οποίο υποτίθεται ότι μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία.

Απέναντι σε ένα αίτημα, έστω παράταιρο, όπως αυτό, τι παρακολουθούσαμε επί ημέρες; Τον υπουργό Δικαιοσύνης να επιχειρεί, με την ένταση που διακρίνει τον λόγο του, να κλείσει άρον-άρον το θέμα, την ηγεσία της Δικαιοσύνης να υποδύεται τον Πόντιο Πιλάτο και τον κυβερνητικό προπαγανδιστικό μηχανισμό να «σπέρνει» παντού θεωρίες συνωμοσίας. Με κυρίαρχη μία: αυτή που ήθελε τον πατέρα που έθεσε το αίτημα της εκταφής να επιχειρεί στην πραγματικότητα να καθυστερήσει την έναρξη της δίκης για τα Τέμπη. Ή, ακόμη χειρότερα, ότι προσπαθεί να επαναφέρει από την πίσω πόρτα τα Τέμπη για έναν δεύτερο, τελικό, γύρο!

Για το ποιος έχει όφελος να μην ξεκινήσει η πολυαναμενόμενη δίκη ή να επανεγκατασταθεί στην κεντρική πολιτική σκηνή, με νέα ένταση, το δυστύχημα των Τεμπών δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συνωστίζονται πολλοί και διάφοροι. Κόμματα, πολιτικοί και πολίτες (επί του παρόντος) που βλέπουν το δυστύχημα ως εφαλτήριο για μια πολιτική καριέρα. Αλλά αυτή είναι μιας άλλης τάξεως συζήτηση…

Αυτό που έχει σημασία είναι ότι και η άλλη πλευρά, αυτή των συγγενών, τροφοδότησε τις θεωρίες συνωμοσίας. Τις ενίσχυσε, ας πούμε, όταν ακολούθησε αντίστοιχο αίτημα για εκταφή σορού από δεύτερο πατέρα και κορυφώθηκαν εν συνέχεια, προχθές, με την υποβολή αιτήματος εκταφής και από την κυρία Καρυστιανού για την κόρη της.

Υπήρξε μία κλιμάκωση, είναι εμφανές. Και ένας σχεδιασμός ίσως. Να δεχθώ επίσης ότι αν ζητείται τώρα η εκταφή των παιδιών, όταν ο φάκελος της υπόθεσης έχει κλείσει, και δεν ζητήθηκε στα δυόμισι χρόνια που η υπόθεση ήταν ανοιχτή, δημιουργούνται υπόνοιες για τη σκοπιμότητα των αιτημάτων. Ενδεχομένως και μια επιβεβαίωση των θεωριών περί «κεντρικού σχεδιασμού».

Ομως η ουσία είναι ότι ακόμη και αν οι γονείς αυτοί έχουν «δεύτερες» σκέψεις, το αίτημά τους είναι αποκλειστικό τους δικαίωμα. Ζήτησαν την εκταφή του παιδιού τους και ουδείς σύγχρονος «Κρέων» μπορεί να τους το απαγορεύσει. Εχουν δικαίωμα στην αλήθεια.

Επειτα, είναι ο άγραφος θεϊκός νόμος. Που επιτάσσει σεβασμό, με το κεφάλι κάτω, στις ζωές που χάθηκαν. Αν, τώρα, γονείς θέλουν να μεταχειριστούν με τον τρόπο που έχουν επιλέξει και για τους λόγους που εκείνοι γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα ό,τι απέμεινε από τα παιδιά τους, ας γίνει κατανοητό επίσης ότι δεν υφίσταται ανθρώπινος νόμος να τους σταθεί εμπόδιο. Τελεία και παύλα.

Η κυβέρνηση μετέθεσε εξαρχής το πρόβλημα στη Δικαιοσύνη. Η Δικαιοσύνη, μετά από αρκετές παλινωδίες, αποτέλεσμα του «ξεψειρίσματος» στο οποίο επιδίδεται κάθε φορά που δεν θέλει να πιάσει μια καυτή πατάτα, αποφάσισε, ύστερα από 10ήμερο και πλέον, να δώσει λύση στο πρόβλημα. Εστω και αργά, είναι καλοδεχούμενη η απόφαση, ειδικά για μια ιστορία που διέθετε όλα εκείνα τα εκρηκτικά χαρακτηριστικά να διολισθήσει η χώρα σε φάση ανάλογη του περασμένου Φεβρουαρίου. Οταν Πρωθυπουργός, υπουργοί, κόμματα, Τύπος «χόρευαν» τον πυρρίχιο της αστάθειας γύρω από την «πυρόσφαιρα» των Τεμπών.

Δεν χρειαζόταν άλλωστε πολύ. Οποιος πέρασε ένα βράδυ από την πλατεία Συντάγματος το αντελήφθη. Προσωπικά το μόνο που δεν καταλαβαίνω είναι πραγματικά το γιατί η κυβέρνηση τηρούσε έως τώρα αυτή τη στάση. Τι είχε να φοβάται από τις εκταφές; Διαθέτει δέκα τουλάχιστον γνωματεύσεις πανεπιστημίων, φορέων, ειδικών που καταρρίπτουν τη θεωρία για το ξυλόλιο. Θα μπορούσε εξαρχής να συγκατανεύσει στο αίτημα του απεργού και να τελειώνει με αυτό το αγκάθι. Δεν το έκανε όμως, διότι, όπως συχνά της συμβαίνει, την καταλαμβάνει το σύνδρομο του «Κρέοντος»…

* Αναγκαία διευκρίνιση: το άρθρο γράφτηκε πριν από την παρέμβαση του Ευ. Βενιζέλου με τις αναφορές στον Κρέοντα.