Δημοσιεύθηκε την περασμένη Παρασκευή (5/12/2025), χωρίς τυμπανοκρουσίες, η πολυαναμενόμενη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας της δεύτερης κυβέρνησης Τραμπ. Το ιστορικό αυτό κείμενο, που κωδικοποιεί τη φιλοσοφία της αμερικανικής κυβέρνησης για το πώς βλέπει τον κόσμο και τις σχέσεις των ΗΠΑ με εχθρούς και φίλους, προκάλεσε αμέσως σεισμό.

Η νέα στρατηγική είναι ριζοσπαστική στον βαθμό που διαφοροποιείται εντυπωσιακά από τη στρατηγική που ακολούθησαν όλες οι αμερικανικές κυβερνήσεις από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αποδομεί πλήρως τη «φιλελεύθερη μεταπολεμική τάξη» (rule-based order) και τον ρόλο του παγκόσμιου σταθεροποιητή, τον οποίο οι ΗΠΑ είχαν επιφυλάξει για τον εαυτό τους επί οκτώ δεκαετίες.

Η σκληρότερη κριτική δεν επιφυλάσσεται στους γεωπολιτικούς ανταγωνιστές των ΗΠΑ, αλλά στους ευρωπαίους συμμάχους τους, οι οποίοι κατηγορούνται για πολιτική, οικονομική και πολιτιστική παρακμή. Διαβάζοντας «ανάμεσα στις γραμμές», μπορεί κανείς εύκολα να συμπεράνει ότι η κυβέρνηση Τραμπ έχει ως στρατηγικό στόχο την αποσύνθεση της ΕΕ και την αλλαγή ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που δεν συμμερίζονται τις ιδεολογικές της προτιμήσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί ευρωπαίοι ηγέτες και αναλυτές, σε κατάσταση σοκ, εξέφρασαν τον αποτροπιασμό τους για την απροκάλυπτη επίθεση που διχάζει τη Δύση και υπονομεύει το ΝΑΤΟ.

Ομως οι Ευρωπαίοι δεν θα έπρεπε να αιφνιδιαστούν: τα βασικά αυτά στοιχεία προαναγγέλλονταν στο μανιφέστο Project 2025, ενώ τα ίδια επιχειρήματα είχε διατυπώσει ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς στο Συνέδριο για την Ασφάλεια του Μονάχου τον Φεβρουάριο.

Παρά τους πολεμικούς τόνους – προφανώς και για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης – και την άκομψη προσπάθεια αγιογράφησης του προέδρου Τραμπ, το κείμενο της νέας Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας είναι συνεκτικό και παρουσιάζει μια διακριτή φιλοσοφία για τη θέση των ΗΠΑ στο διεθνές σύστημα, τις απειλές που αντιμετωπίζουν, τα διαθέσιμα μέσα και τον τρόπο χρήσης τους για την επίτευξη ιεραρχημένων στόχων. Η κεντρική έννοια της νέας στρατηγικής είναι η «αυτοσυγκράτηση» (restraint) και η «μη επέμβαση», εκτός εάν διακυβεύονται ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι βασικές κατευθύνσεις της νέας στρατηγικής – με τον αντίστοιχο σχολιασμό – μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

l Η διεθνής τάξη χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό, αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν σημαντικά διαρθρωτικά πλεονεκτήματα – υπό την προϋπόθεση ότι θα εγκαταλείψουν λανθασμένες πολιτικές που δεν απέδωσαν στο παρελθόν. Ετσι, οι ΗΠΑ δηλώνουν ότι δεν θα παίζουν πλέον «τον ρόλο του γίγαντα Ατλαντα που σηκώνει στις πλάτες του τον πλανήτη». (Αυτό σηματοδοτεί το τέλος του ρόλου του «παγκόσμιου χωροφύλακα».)

l Για να αξιοποιήσουν αυτά τα δομικά πλεονεκτήματα οι ΗΠΑ πρέπει να διαφυλάξουν τους πόρους τους, να αναζωογονήσουν τη βιομηχανική τους βάση και να παρέχουν πρόσβαση στην τεράστια αμερικανική αγορά μόνο όταν αυτό εξυπηρετεί τα στενά αμερικανικά συμφέροντα. (Πρόκειται για ρητή απόρριψη της εποχής των «free-riders», είτε βρίσκονται στην Ευρώπη είτε στην Απω Ανατολή· φίλοι και αντίπαλοι θα αντιμετωπίζουν περιορισμούς και δασμούς.)

l Η Κίνα παραμένει η σοβαρότερη απειλή για τις ΗΠΑ επιδιώκοντας τον έλεγχο περιοχών κρίσιμων για τα αμερικανικά συμφέροντα. (Η Κίνα και λιγότερο η Ρωσία εμφανίζονται εμμέσως στη νέα στρατηγική, αλλά – σε αντίθεση με τη στρατηγική της πρώτης κυβέρνησης Τραμπ – δεν κατονομάζονται ρητά. Η Ουάσιγκτον κρατά χαμηλούς τόνους έναντι Πεκίνου και Μόσχας, για να διατηρήσει περιθώρια διαπραγμάτευσης.)

l Εφόσον οι ΗΠΑ αποφύγουν τη σύγκρουση με αυτές τις δύο πυρηνικές δυνάμεις, τα αμερικανικά οικονομικά και τεχνολογικά πλεονεκτήματα θα τους δώσουν μακροχρόνια το προβάδισμα και θα θέσουν τα θεμέλια για μελλοντική ευημερία. (Είναι σαφής η έμφαση στο εμπόριο και στη μείωση στρατηγικών δεσμεύσεων και γεωπολιτικών ανταγωνισμών, σε αντίθεση με τη στρατηγική προηγούμενων κυβερνήσεων.)

l Το Δυτικό Ημισφαίριο έχει καταστεί ασταθές, γεγονός που απειλεί τα θεμέλια της αμερικανικής ισχύος. Οι αντίπαλοι των ΗΠΑ εκμεταλλεύονται αυτή την αστάθεια. Για την προστασία των αμερικανικών συμφερόντων, οι ΗΠΑ πρέπει να διαμορφώσουν μια αδιαφιλονίκητη «σφαίρα επιρροής» στο Δυτικό Ημισφαίριο· συνεπώς, σε άμεσο χρονικό ορίζοντα, το Δυτικό Ημισφαίριο αποτελεί την υπ’ αριθμόν ένα περιφερειακή προτεραιότητα της νέας στρατηγικής. (Στην πράξη, πρόκειται για αναβίωση του Δόγματος Μονρόε του 1823. Η Ουάσιγκτον επιδιώκει να αποξηλώσει την κινεζική παρουσία στο δυτικό ημισφαίριο – ένα είδος «προσθήκης Τραμπ» στο Δόγμα Μονρόε – συνδέοντας τη στρατηγική αυτή με την πάταξη της διακίνησης ναρκωτικών και μεταναστών. Η απειλή κατάληψης της Διώρυγας του Παναμά, η στήριξη της φιλοτραμπικής κυβέρνησης της Αργεντινής και η προσπάθεια αλλαγής καθεστώτος στη Βενεζουέλα εντάσσονται σε μια πολιτική «roll back» της κινεζικής επιρροής.)

l Επόμενη προτεραιότητα είναι ο Ινδο-Ειρηνικός. Η Κίνα επιδιώκει να κυριαρχήσει στην περιοχή και οι ΗΠΑ δηλώνουν ότι πρέπει να αφιερώσουν σημαντικούς πόρους για να την αποτρέψουν, επειδή οι σύμμαχοί τους δεν έχουν από μόνοι τους τη δυνατότητα να το πράξουν. (Παρά το ότι η Κίνα παρουσιάζεται κυρίως ως οικονομική απειλή, η νέα στρατηγική εστιάζει στα ζητήματα της Ταϊβάν και της Νότιας Σινικής Θάλασσας. Η Ταϊβάν θεωρείται κρίσιμη λόγω των ημιαγωγών αλλά και ως «φράγμα» εισόδου της Κίνας στον Ειρηνικό, ενώ η Νότια Σινική Θάλασσα αξιολογείται ως «ζωτικής σημασίας», δεδομένου ότι από εκεί διέρχεται περίπου το ένα τρίτο του παγκόσμιου εμπορίου.)

l Η τρίτη σημαντικότερη περιοχή για τις ΗΠΑ είναι η Ευρώπη. Η Ουάσιγκτον θεωρεί ότι οι Ευρωπαίοι έχουν ενεργήσει ανεύθυνα από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, επιτρέποντας σε Κίνα και Ρωσία να τους οδηγήσουν σε επικίνδυνες οικονομικές και ενεργειακές εξαρτήσεις. Η Ευρώπη περιγράφεται ως δημοκρατικά προβληματική, οικονομικά παρακμάζουσα και απειλούμενη από «πολιτιστική διαγραφή» (civilizational erasure) λόγω μεταναστευτικής πολιτικής. Για να σταματήσει την ευρωπαϊκή παρακμή, η Ουάσιγκτον δηλώνει ότι θα «καλλιεργήσει αντίσταση» (cultivating resistance) υποστηρίζοντας «πατριωτικά κόμματα» (ευφημισμός για την άκρα Δεξιά που βρίσκεται προ των πυλών της εξουσίας σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες όπως Γαλλία, Γερμανία και Βρετανία). Αυτό ερμηνεύεται από τους Ευρωπαίους ως απροκάλυπτη επέμβαση στις εσωτερικές τους υποθέσεις και στον «τρόπο ζωής τους».

l Παράλληλα, η Ουάσιγκτον θεωρεί ότι οι Ευρωπαίοι διαθέτουν τεράστιο αναξιοποίητο δυναμικό, ιδίως ως προς την αποτροπή της Ρωσίας, γεγονός που επιτρέπει στις ΗΠΑ να απεγκλωβιστούν σταδιακά από την παροχή ασφάλειας στη Γηραιά Ηπειρο και να επικεντρωθούν στην Ασία και το Δυτικό Ημισφαίριο. Θεωρούν «ύψιστο στρατηγικό συμφέρον» τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία και την επαναδιαπραγμάτευση των σχέσεων με τη Ρωσία ώστε «να αυξηθεί η στρατηγική σταθερότητα». (Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι θα ενταθεί η πίεση προς την Ουκρανία και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να αποδεχθούν ένα αμερικανορωσικό σχέδιο ειρήνευσης, υπό την απειλή άμεσης απεμπλοκής των ΗΠΑ από την ευρωπαϊκή ήπειρο.)

l Η Μέση Ανατολή είναι πλέον λιγότερο σημαντική για τις ΗΠΑ σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες, κυρίως λόγω της αμερικανικής ενεργειακής αυτάρκειας. Η αμερικανική επιρροή θα διατηρηθεί κυρίως μέσω εμπορικών σχέσεων, με στόχο τη στοιχειώδη σταθεροποίηση της περιοχής. Οι ΗΠΑ δηλώνουν ότι πρέπει να σταματήσουν τις προσπάθειες «εκδημοκρατισμού», καθώς, κατά την εκτίμησή τους, οδηγούν σε μεγαλύτερη αστάθεια.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για τον ελληνικό στρατηγικό σχεδιασμό; Η κατάρρευση της φιλελεύθερης μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων, η αμερικανική προσπάθεια υπονόμευσης της ΕΕ και η σταδιακή απαγκίστρωση από την Ευρώπη δεν ευνοούν την Ελλάδα. Οι νέες προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή ενισχύουν τη στρατηγική αυτονομία της Τουρκίας και της προσφέρουν τεράστια περιθώρια κινήσεων. Η Αθήνα δεν μπορεί πλέον να θεωρεί δεδομένο ότι η Ουάσιγκτον θα εξακολουθεί λειτουργεί ως τελικός εγγυητής της ασφάλειάς της· οφείλει συνεπώς να επαναξιολογήσει τις υποθέσεις πάνω στις οποίες οικοδόμησε την εθνική της στρατηγική τις τελευταίες δεκαετίες.

Ο κ. Αθανάσιος Πλατιάς είναι ομότιμος καθηγητής Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και πρόεδρος του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων.