Δυο ειδήσεις σε δυο διαφορετικά επίπεδα μου έδωσαν την αίσθηση ότι η κυβέρνηση παρουσιάζει σοβαρό έλλειμμα κατανόησης της πολιτικής πραγματικότητας. Κυρίως όμως ανάλυσης στο επίπεδο των επιπτώσεων που έχουν αποφάσεις οι οποίες λαμβάνονται είτε από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό είτε από υφισταμένους του στην προσπάθειά τους να του προσφέρουν «καλές υπηρεσίες».

Η πρώτη είδηση αφορά την έφοδο κλιμακίου της ΑΑΔΕ στα γραφεία του συλλόγου συγγενών θυμάτων των Τεμπών. Ποιο ήταν το αντικείμενο της έρευνας; Η διακρίβωση αν υφίστανται οικονομικές ατασθαλίες στη διαχείριση ενός σεβαστού ποσού χρημάτων το οποίο προήλθε από τη μεγάλη συναυλία στο Παναθηναϊκό Στάδιο τον περσινό Οκτώβριο. Η συναυλία απέφερε ένα ποσό της τάξεως των 600.000 ευρώ, οι υπόλοιποι συγγενείς διαμαρτύρονται ότι δεν έχουν λάβει ούτε ευρώ, παρότι η συναυλία οργανώθηκε για την οικονομική τους στήριξη, και η ΑΑΔΕ έσπευσε να ελέγξει. Μάλιστα. Ολα ακούγονται τόσο τακτοποιημένα, ώστε να παρέλκει οποιοδήποτε σχόλιο αναφορικά με τις ενέργειες της διοίκησης. Ομως…

Η συναυλία πραγματοποιήθηκε πέρυσι, ακριβώς 14 μήνες πριν. Ποιος είναι ο λόγος που διατάχθηκε – και από ποιον; – τώρα η έρευνα στα οικονομικά του συλλόγου, και όχι ας πούμε πριν από το καλοκαίρι;

Αυτός που έδωσε την εντολή για την έρευνα, προφανώς με επίνευση «άνωθεν», δεν κατάλαβε ότι αυτή θα συνδεθεί άμεσα – όπως και έγινε – με την επιτάχυνση των διαδικασιών για τη δημιουργία καινούργιου κόμματος υπό την κυρία Καρυστιανού; Ασφαλώς, δεν το κατάλαβε. Κυρίως όμως δεν αντελήφθη ότι σε μια κοινωνία που είναι έτοιμη να υιοθετήσει τις πιο ακραίες εκδοχές μιας αλήθειας, ακόμη και μια ορθή, έστω και όψιμα, εντολή έρευνας στα οικονομικά του συλλόγου, εκλήφθηκε ως απόπειρα τρομοκράτησης της κυρίας Καρυστιανού και των οπαδών τους. Μόνο και μόνο διότι η εντολή προέρχεται από την κυβέρνηση.

Το αποτέλεσμα είναι να λειτουργήσει η, επαναλαμβάνω, ορθή εντολή από τη στιγμή που υπήρξαν καταγγελίες συγγενών για τη διαχείριση των χρημάτων της συναυλίας ως επιταχυντής των προθέσεων της κυρίας Καρυστιανού. Ετσι, ενώ ενδεχομένως εκείνη έπρεπε να βρεθεί σε θέση απολογούμενου, απέκτησε χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια βήμα για να καταγγείλει την κυβέρνηση ότι κλείνει τα μάτια στη φοροδιαφυγή πλούσιων φίλων της, αλλά ελέγχει την ίδια από λόγους εκδίκησης. Ωστε, ακόμη κι αν προκύψουν στοιχεία από την έρευνα που να τεκμηριώνουν αδικήματα κακοδιαχείρισης ή και φοροδιαφυγής, αυτά θα έχουν «καεί» πριν καν δουν το φως της δημοσιότητας.

Η δεύτερη είδηση αφορά τον αγροτοσυνεταιριστή της Κεντρικής Μακεδονίας, Κώστα Ανεστίδη, τον αποκαλούμενο και «στρατηγό των μπλόκων». Αιφνιδίως, και ενώ οι αγροτικές κινητοποιήσεις βρίσκονταν σε ένα αδιέξοδο ως προς τη συνέχισή τους, ανώνυμος κυβερνητικός μηχανισμός ενημέρωσε εγκύρως τα μέσα ενημέρωσης ότι ο «στρατηγός» είναι υποκείμενος έρευνας για «παράνομες επιδοτήσεις» με το ιλιγγιώδες ποσό των 122.000 ευρώ. Σε ένα σκάνδαλο όπως του ΟΠΕΚΕΠΕ, το οποίο είναι βαθιά ριζωμένο στην αυλή της Νέας Δημοκρατίας, και την ώρα που είναι κοινή πεποίθηση των πολιτών ότι μεταξύ των «γαλάζιων» αγροτών τα εκατομμύρια κυκλοφορούσαν σαν τροχιοδεικτικά, κάποιος, κάπου, πέταξε στην αγορά το όνομα του παράνομα επιδοτούμενου Ανεστίδη. Στόχος, να επιταχυνθεί ο κοινωνικός αυτοματισμός που θέλει τους υπό κινητοποίηση αγρότες μια παρέα απατεώνων, που δεν φτάνει που νέμονται παράνομα τις επιδοτήσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ, επιπλέον παρασύρουν και αθώους για να κλείσουν τους δρόμους.

Το προφανές της προσπάθειας ασφαλώς έχει αντίστροφα αποτελέσματα. Ο έλεγχος στον Ανεστίδη προσλαμβάνει – και αυτός! – χαρακτήρα αντεκδίκησης, και προφανώς αυτό δεν διαφεύγει της κοινωνίας. Οπως δεν της διαφεύγει και το γεγονός ότι με ενέργειες όπως η συγκεκριμένη επιχειρείται να παραβλεφθεί η σοβαρότητα της κατάστασης περί το αγροτικό ζήτημα. Κι επίσης ότι με τη δυσφήμηση επώνυμων αγροτοσυνεταιριστών δεν παραγράφεται η υποχρέωση της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει στη βάση του το πρόβλημα και να προχωρήσει σε βιώσιμες λύσεις, που δεν θα τους εξαναγκάσουν να ξαναβγούν στον δρόμο διεκδικώντας δίκαια αιτήματα.

Αυτά όμως προϋποθέτουν εύρυθμη λειτουργία του λεγόμενου επιτελικού κράτους. Κι αυτή η λειτουργία σήμερα δεν υφίσταται. ‘Η, αν υπάρχει, παραπαίει. Αντιθέτως, όλα δείχνουν πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει εισέλθει σε μια επικίνδυνη περιδίνηση, η οποία δεν της επιτρέπει να δει καθαρά την πραγματικότητα. Αντιθέτως την οδηγεί σε λάθη, όπως τα δυο που προαναφέρθηκαν. Λάθος αντιμετώπιση, με λάθος τρόπο, σε λάθος χρόνο. Ετσι που φυσιολογικές λειτουργίες να παίρνουν διαστάσεις δυσανάλογα μεγαλύτερες της πραγματικότητας και εν τέλει να χρεώνεται η ίδια σοβαρό πολιτικό κόστος, το οποίο συνεχώς απομειώνει το πολιτικό κεφάλαιο τόσο του Πρωθυπουργού όσο και της κυβέρνησης συνολικά.

Το χειρότερο; Εδραιώνει την πεποίθηση ότι θεσμοί και δομές της πολιτείας χρησιμοποιούνται προκειμένου να λυθούν «λογαριασμοί» πολιτικού χαρακτήρα. Κι αυτό δεν είναι υγιές σύμπτωμα για τη Δημοκρατία…