Κάτσε και ξανασκέψου… πόσοι ήταν εκείνοι που σου απέσπασαν ένα τμήμα από τη ζωή σου όταν εσύ δεν ήξερες ακόμα τι έχανες, πόσο μέρος της ζωής σου ξόδεψες σε άσκοπη λύπη, σε ανόητη χαρά, σε άπληστη επιθυμία, σε συμβατικές συζητήσεις και, τελικά, πόσο μέρος από εσένα τον ίδιο σού έχει απομείνει∙ και τότε θα καταλάβεις ότι πεθαίνεις πολύ πριν από τον χρόνο που η φύση έχει προορίσει για σένα». Αν μου έλεγαν πως αυτά τα λόγια απευθύνονται σε κάποιον που μόλις έχει σηκώσει παραζαλισμένος το κεφάλι από το τηλέφωνό του, διαπιστώνοντας πως δεν έχει διαβάσει ακόμα το μήνυμα για το οποίο αρχικά έπιασε τη συσκευή, αλλά πέρασε περίπου μία ώρα σκρολάροντας στο Instagram, στο TikTok ή στο Facebook, μπορεί και να το πίστευα.

Γνωρίζοντας ότι τα γράφει ο ρωμαίος φιλόσοφος Σενέκας μπαίνω από τη μια στον πειρασμό να πω, «πού να είχε γνωρίσει και τα σόσιαλ, φαντάσου τι θα έλεγε», κι από την άλλη δεν μπορώ να μην αισθανθώ μια μικρή ανακούφιση που η σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο που του δίνεται σε αυτή τη ζωή είναι, όπως φαίνεται, δύσκολη και περίεργη από τότε που η ανθρωπότητα έχει γραπτές πηγές για να θυμάται τον εαυτό της.

Οι φιλόσοφοι, οι λογοτέχνες, οι καλλιτέχνες, οι θρησκείες, οι κάθε είδους ψυχολόγοι, life coaches, εμψυχωτές, προσπαθούν να αγγίξουν και να οριοθετήσουν το περίφημο νόημα της ζωής, να προτείνουν λύσεις, συμβουλές, προγράμματα, υπερβατικές εμπειρίες, όλα όσα θα μπορούσαν να κάνουν κάποιον να νιώθει ότι δεν χάνει τον χρόνο του, ότι αποδεικνύεται αντάξιος αυτού του δώρου που είναι η συνειδητή μας ύπαρξη. Και η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων συστηματικά προστρέχει με αγωνία σε όλους αυτούς, καταναλώνει με λαχτάρα το μήνυμά τους και, τελικά, τους αγνοεί επιδεικτικά.

Είναι λες και οι άνθρωποι δημιούργησαν οργανωμένες κοινωνίες προκειμένου να μπορέσουν να παραδοθούν με μεγαλύτερη άνεση στη βαθιά ανάγκη τους να χάνουν χρόνο. Ή ίσως αντίθετα, όλη η ιδέα της διαχείρισης του χρόνου να εμφανίστηκε στο μυαλό μας όταν αρχίσαμε να δημιουργούμε άλλες υποχρεώσεις πέραν της βασικής επιβίωσης. Οταν αρχίσαμε να αποκτούμε χρήματα, γη, αγαθά έξω από μας, τα οποία περιφρουρούμε και προστατεύουμε ακόμα και με τη ζωή μας, ενώ ταυτόχρονα σκορπάμε απλόχερα το βασικό συστατικό της ζωής μας, τον χρόνο μας.

Τον χρόνο αυτό που όλοι μετράμε αντικειμενικά με τον ίδιο τρόπο, σε λεπτά, ώρες, μέρες, μήνες, και εντελώς υποκειμενικά σύμφωνα με τον όγκο των επιτευγμάτων που έχουμε καταφέρει να χωρέσουμε μέσα του. Ο φιλόσοφος Ανρί Μπεργκσόν μιλάει στις αρχές του 20ού αιώνα για τη «χρονική διάρκεια», όπως τη βιώνει το άτομο, και τον «χρόνο του ρολογιού», ενώ ο Γουίλιαμ Τζέιμς προσθέτει σε αυτή την υποκειμενική εμπειρία κάθε χρονικού διαστήματος την έννοια της προσοχής ως επιλογή και εστίαση του νου σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα ή σκέψη, ανάμεσα σε πολλά άλλα ταυτόχρονα ερεθίσματα. Εδώ και έναν αιώνα, λοιπόν, παρακολουθούμε μια αλλαγή στη σχέση μας με τον χρόνο. Ολο και περισσότερο αυτό που μας απασχολεί δεν είναι το πόσο διαρκεί κάτι, αλλά για πόσο θα καταφέρει να κρατήσει την προσοχή μας.

Πλατφόρμες όπως το Instagram και το TikTok κατηγορούνται διαρκώς ότι κλέβουν τον χρόνο, την προσοχή και τη συγκέντρωσή μας. Οπως συμβαίνει με όλες τις σημαντικές αλλαγές, οι κώδωνες του κινδύνου δουλεύουν υπερωρία αυτό το διάστημα. Να οι έρευνες για την ικανότητα συγκέντρωσής μας που μειώνεται διαρκώς. Να τα άρθρα για την ανικανότητα των φοιτητών να διαβάσουν ένα ολόκληρο βιβλίο. Απειρες οι συζητήσεις μεταξύ μας για το πώς δεν μπορούμε να αφιερώσουμε χρόνο σε ένα πράγμα τη φορά, για το πώς περνάμε τη μισή ζωή μας χαζεύοντας ρακούν, καπιμπάρα, γάτες, σκύλους, αρκούδες στα βιντεάκια τα οποία μας σερβίρει ο αλγόριθμος που αποκαλύπτει αυτά που πραγματικά επιθυμούμε, κι όχι τις επιμελημένες επιλογές που θα θέλαμε να επιθυμούμε.

Επειδή όλα αυτά μου προκαλούν κάποιες φορές απλή απαισιοδοξία και άλλες βαθύ τρόμο, προσπαθώ να βρω αποδείξεις πως όλα αυτά ίσως έχουν ξαναγίνει, πως δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να συνεχίζουμε τον μάταιο αγώνα της ανθρωπότητας ενάντια στις επιθυμίες της. Και τελικά όλο και κάτι βρίσκω: το 1843 ο αμερικανός συγγραφέας Ναθάνιελ Χόθορν γράφει ένα δοκίμιο όπου προειδοποιεί για την καταστροφή που θα φέρει μια νέα τεχνολογική εξέλιξη. Οσοι γεννηθούν μετά απ’ αυτήν, προειδοποιεί ο Χόθορν, θα χάσουν κάθε ικανότητα για ώριμη συζήτηση. Οι άνθρωποι θα απομονωθούν, οι σχέσεις θα διαλυθούν. Τι του προκαλεί όλους αυτούς τους φόβους; Η έλευση της σιδερένιας σόμπας που θα αντικαταστήσει το τζάκι. Ο βρετανός συγγραφέας και ζωγράφος Τζον Ράσκιν γράφει στον φίλο του Τ. Ε. Νόρτον: «Οταν αρχίζω να σκέφτομαι το οτιδήποτε, μπαίνω σε τέτοια κατάσταση αηδίας και οργής με το πώς ενεργεί ο πολύς κόσμος που πνίγομαι∙ αναγκάζομαι να πάω στο Βρετανικό Μουσείο και να κοιτάζω τους πιγκουίνους μέχρι να ξαναβρώ την ψυχραιμία μου.  Βρίσκω ότι οι πιγκουίνοι είναι αυτή τη στιγμή η μόνη παρηγοριά στη ζωή. Τα πάντα μοιάζουν τόσο συμπαθητικά γελοία, που δεν μπορείς να θυμώσεις όταν κοιτάς έναν πιγκουίνο». Οι καρδούλες πέφτουν βροχή.

Αλλη απειλητική καινοτομία του 18ου αιώνα: το μυθιστόρημα. Το πιο αστείο είναι ότι αυτό που το καθιστά απειλητικό είναι ακριβώς αυτό που ανησυχούμε ότι χάνουμε τώρα. Η ικανότητα του μυθιστορήματος να παρασύρει κάποιον, να κρατήσει τόσο έντονα την προσοχή του που μετά δεν θα θέλει να διαβάσει πιο σοβαρά και ωφέλιμα αναγνώσματα. Ο Τόμας Τζέφερσον, που θεωρούσε όλα αυτά τα μυθιστορήματα «σαβούρα», ανησυχούσε πως οι αναγνώστες τους θα υποφέρουν από «παραφουσκωμένη φαντασία, ελαττωματική κριτική ικανότητα και απέχθεια για όλα τα αληθινά ζητήματα της ζωής».

Κι ενώ ανακηρύσσουμε την προσοχή και τη συγκέντρωσή μας είδη υπό εξαφάνιση, η μέση διάρκεια μιας κινηματογραφικής ταινίας από αυτές που πετυχαίνουν τις μεγαλύτερες πωλήσεις εισιτηρίων έχει αυξηθεί κατά είκοσι λεπτά στο διάστημα από το 1993 έως το 2023. Το κοινό παρακολουθεί τηλεοπτικές σειρές με άπειρους κύκλους και επεισόδια, με σενάρια πολύπλοκα και πολλές φορές στοχαστικά, σχεδόν φιλοσοφικά.

Τα περισσότερα podcast, στο εξωτερικό τουλάχιστον, διαρκούν πάνω από μια ώρα, και η επιτυχία τους είναι τεράστια. Και τι είναι οι αναρτήσεις που γίνονται viral αν όχι άλλη μια μορφή υπερβολικής προσοχής, σχεδόν εμμονής; Το ίδιο πράγμα συμβαίνει πλέον και στην πολιτική. Δεν είναι η απουσία προσοχής, αλλά η ανάγκη μας να εστιάζουμε διαρκώς σε κάτι, που αναδεικνύει τελικά λαϊκιστές, καραγκιόζηδες και ακραίους που έχουν καταλάβει πώς να τραβούν την προσοχή.

Ισως λοιπόν το λάθος μας να είναι ότι θεωρούμε πως δεν εστιάζουμε αρκετά την προσοχή μας, ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η προσοχή μας περνάει μέσα από ένα στενό χωνί που καταλήγει, χωρίς εξαίρεση, στο τηλέφωνό μας και σε 4-5 εφαρμογές. Το πρόβλημα δεν είναι ότι έχουμε απολέσει την ικανότητα της συγκέντρωσης, αλλά ότι έχουμε εκχωρήσει σε άλλους τον έλεγχο του πού θα στραφεί η προσοχή μας. Και ίσως οι διακοπές του Αυγούστου να είναι ακριβώς μια ευκαιρία να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να κοιτάξει απλώς τα κύματα, τον ουρανό, τα δέντρα, χωρίς την υποχρέωση να «απασχολείται» με κάτι, ώστε να μπορέσουμε στη συνέχεια να συζητήσουμε τους πραγματικούς κινδύνους που μπορεί να κρύβει το γεγονός ότι η προσοχή μας είναι πλέον ένα προϊόν και ο χρόνος μας μετατρέπεται, κυριολεκτικά, σε χρήμα για κάποιους άλλους κι όχι εμάς.

Η κυρία Μυρσίνη Γκανά είναι ποιήτρια.