Μέχρι πρότινος πιστεύαμε ότι οι νέες τεχνολογίες θα έφερναν όλο και μεγαλύτερη ελευθερία, κυρίως ελευθερία λόγου· ότι η διαδραστικότητά τους θα γινόταν όχημα ευρύτερης και πιο άμεσης δημοκρατίας· ότι θα οδηγούσαν μέσω των καινοτομιών τους στην επίλυση μεγάλων προβλημάτων του πλανήτη, όπως η κλιματική κρίση και η έλλειψη ενεργειακών αποθεμάτων. Ολο και περισσότερο τον τελευταίο καιρό βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον κίνδυνο να συμβαίνει τελικά το αντίθετο. Η υπερσυγκέντρωση τεχνολογικής εξουσίας καταλήγει σε απειλή για τη δημοκρατία, για τη διαχείριση της πληροφορίας, για την ίδια την πλανητική ισορροπία. Η ξαφνική εμφάνιση του Ιλον Μασκ τόσο δυναμικά στο πλευρό του Τραμπ τους τελευταίους μήνες και ο ρόλος που φαίνεται, τουλάχιστον προς το παρόν, να παίρνει στην παγκόσμια πολιτική σκακιέρα αυτό ουσιαστικά το θέμα αναδεικνύουν.
Τον νοτιοαφρικανικής καταγωγής Ιλον Μασκ τον βλέπαμε για χρόνια ως έναν επιχειρηματία που έπαιρνε υψηλό ρίσκο με περίεργες (συχνά ιδιοφυείς και πετυχημένες) ιδέες, από τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα ως τα ταξίδια στο φεγγάρι, και μας απασχολούσε μόνο ως ιδιότυπη περσόνα. Η πιθανότητα να αναλάβει πολιτικό ρόλο που θα επηρεάζει πιο άμεσα τη ζωή μας αναφερόταν μόνο ως δυστοπικό σενάριο επιστημονικής φαντασίας – αν δηλαδή ακόμα πιστεύουμε ότι τέτοιο ήταν το σενάριο της ταινίας «Don’t Look Up» και όχι μια μορφή ρεαλιστικής προφητείας. Στην ταινία του 2021, θυμίζω, η πρόεδρος της Αμερικής, που υποδύεται η Μέριλ Στριπ, είναι υποχείριο μιας ομάδας από μεγιστάνες της τεχνολογίας, που επίσης ελέγχουν την ενημέρωση και τα δίκτυα – και καταλήγουν να την οδηγήσουν στην ολοκληρωτική καταστροφή του πλανήτη.
Και όμως, ακόμα και όταν το 2022 ο Ιλον Μασκ αγόρασε τη διαδικτυακή πλατφόρμα του Twitter για ένα τεράστιο ποσό, ακόμα και τότε η κίνησή του αντιμετωπίστηκε ως ιδιοτροπία. Οταν αργότερα χρησιμοποίησε την πλατφόρμα – και όλη την υπόλοιπη επιχειρηματική του δύναμη – για να στηρίξει την προεκλογική εκστρατεία του Ντόναλντ Τραμπ, ο περισσότερος κόσμος κατάλαβε ότι το πράγμα σοβαρεύει. Ακολούθησαν η νίκη του Τραμπ και η ανακοίνωση του κεντρικού ρόλου που θα αναλάβει ο επιχειρηματίας στη νέα αμερικανική διακυβέρνηση, οι εμφανίσεις του δίπλα στον νεοεκλεγμένο πρόεδρο, αλλά και οι ωμές παρεμβάσεις του στην πολιτική συζήτηση τρίτων χωρών. Από τους εναγκαλισμούς με την ιταλίδα πρωθυπουργό Μελόνι και τις αντιμεταναστευτικές κορόνες, στη διαδικτυακή συζήτηση με την πρόεδρο του ακροδεξιού AFD στη Γερμανία και την υποστήριξη του κόμματός της ή την υποστήριξη του αντίστοιχου κόμματος του Νάιτζελ Φάρατζ στη Βρετανία και του ακροδεξιότερου των Λεπέν – Ζεμούρ στη Γαλλία. Στην Ελλάδα διαγκωνίζονται στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας για το ποια θα πρωτοπάρει την εύνοιά του.
Μιλάμε για πολιτικό σχέδιο πλέον συγκεκριμένο και με παγκόσμια δυναμική. Μια αντικοινωνική, αντιδικαιωματική, ακραία νεοφιλελεύθερη ατζέντα που στηρίζεται στη μισαλλοδοξία, στον λόγο της «καινοτομίας» και της «αναστάτωσης», στην κυβερνοεπιτήρηση και στη χειραγώγηση των κοινωνικών δικτύων, στον αμερικανοκεντρισμό ως παγκόσμιο new deal, στη νεοαποικιακή εκμετάλλευση πόρων, στην αντιμεταναστευτική ρητορεία και στη σχεδόν μεσσιανική παρουσίαση του επιχειρηματία ως λύση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο πλανήτης. Δεν μπορούμε όμως να μιλάμε ούτε για προσωπικό καπρίτσιο ούτε απλώς για τον ίδιο τον Ιλον Μασκ ως πολιτικώς επικίνδυνο.
Οι πρόσφατες ανακοινώσεις του Μαρκ Ζάκερμπεργκ της Meta – που έμοιαζαν σαν πρόσκληση συνεργασίας με την τραμπική ιδεολογία και την κατά Μασκ εκφορά της –, οι αντίστοιχες παρατηρήσεις του Τιμ Κουκ της Apple για το τι προσδοκά από τη νέα αμερικανική διακυβέρνηση, οι πανηγυρισμοί των πιο επιθετικών κυβερνο-επενδυτών για την εκλογή του Βανς ως αντιπροέδρου στον Λευκό Οίκο δείχνουν ότι ο Μασκ είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Η μεταφορά είναι καλή διότι βρισκόμαστε σε εποχή τεράστιων μετακινήσεων και ανακατατάξεων, το βασικό χαρακτηριστικό των οποίων είναι ότι βλέπουμε μόνο τη μικρή τους απόληξη κάθε φορά.
Τέτοια είναι και η μετακίνηση των αμερικανικών τεχνοκαπιταλιστικών κολοσσών πιο κοντά στον Τραμπ. Ζητούν άρση περιορισμών και ελέγχου (στην τεχνητή νοημοσύνη, στην αγορά κρυπτονομισμάτων, στη διαχείριση προσωπικών δεδομένων και διαδικτυακού περιεχομένου), προνομιακή πρόσβαση σε ενεργειακά αποθέματα (εντός και εκτός Αμερικής), περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς εργασίας (παγκοσμίως). Τα περισσότερα από αυτά ο Τραμπ τα έχει ήδη υποσχεθεί, από το εκλογικό του μανιφέστο ακόμα. Σημαντικά ζητήματα πίσω από αυτές τις πιέσεις, όπως η διαπλοκή των νέων οικονομικών προϊόντων και των κρυπτονομισμάτων με τις νέες τεχνολογίες, αλλά και οι τεράστιες ανάγκες σε φυσικούς πόρους που έχει η ίδια η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, απομακρύνονται από τη δημόσια σφαίρα, την ίδια στιγμή που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό μεγάλες γεωπολιτικές κινήσεις και πολιτικές ανακατατάξεις.
«Μια ολιγαρχία [από μεγιστάνες της τεχνολογίας] διαμορφώνεται σήμερα στην Αμερική: απειλεί τη δημοκρατία μας, τα θεμελιακά μας δικαιώματα και τις ελευθερίες» είπε ο Μπάιντεν στον τελευταίο του λόγο πριν αποχαιρετήσει την αμερικανική προεδρία. Οι περισσότερες αναλύσεις υπογράμμισαν ότι μάλλον αργά το θυμήθηκε – και ότι σίγουρα για την υπερσυγκέντρωση εξουσίας στα χέρια των σημερινών τεχνο-ολιγαρχών, συμπεριλαμβανομένου του Μασκ, φταίει και η δική του διακυβέρνηση. Ο Μπάιντεν συνέχισε λέγοντας ότι η κατάσταση μοιάζει με το τέλος του 19ου αιώνα, όταν τεράστια δύναμη είχε συγκεντρωθεί στα χέρια «ληστρικών βαρόνων» όπως ο Ροκφέλερ και ο Κάρνεγκι. Και όμως, η μεγάλη διαφορά είναι η μορφή της εξουσίας που πλέον συγκεντρώνεται σε ό,τι εκπροσωπεί ο Μασκ, ο Ζάκερμπεργκ ή ο Κουκ. Είναι εξουσία εκτατική που προφανώς δεν περιορίζεται στην Αμερική. Tο κυριότερο, είναι μια εξουσία που διαχέεται. Βρίσκεται ήδη δίπλα σου, ακουμπάει ήδη στο σώμα, στον τρόπο που αλγοριθμικά δουλεύει το μυαλό, στην άποψη της πραγματικότητας που (σε λίγο θα) έχεις. Εκπαιδευόμαστε, ουσιαστικά, στο να βλέπουμε τη δύναμή της πάνω μας ως φυσική και τη συμμετοχή μας στην αναπαραγωγή της ως αναγκαία. Αυτός είναι ένας φαύλος κύκλος που δύσκολα θα σπάσει – όσο κι αν περιπτώσεις όπως του Ιλον Μασκ μας κάνουν τουλάχιστον να συνειδητοποιούμε όλο και καλύτερα πώς λειτουργεί.
Ο κ. Δημήτρης Παπανικολάου είναι είναι καθηγητής Νεοελληνικών και Πολιτισμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.