Η νεοδημοκρατική κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη εισήλθε στη φθινοπωρινή περίοδο πληγωμένη από τα επαναλαμβανόμενα κύματα διαφθοράς και φθαρμένη από τη μακρά και κατώτερη των προσδοκιών διακυβέρνησή της.

Πλέον δεν τη συνοδεύουν ούτε ο ενθουσιασμός του 2019 ούτε οι μεγάλες προσδοκίες του 2023. Οι πολίτες στην πλειονότητά τους αμφισβητούν τόσο την αποτελεσματικότητα όσο και την ηθική της.

Επειτα από σχεδόν επτά χρόνια εξουσίας οι περισσότεροι περιγράφουν την πολιτική της μονομερή και άδικη. Κρίση που κατά τα φαινόμενα δεν αίρεται από τις εξαγγελθείσες στη Θεσσαλονίκη μειώσεις φόρων.

Δεν τις αρνούνται, αποδέχονται ότι έρχονται να αμβλύνουν τις συνέπειες της συσσωρευμένης ακρίβειας των τελευταίων ετών, αλλά εκτιμούν πως δεν αρκούν, ούτε αλλάζουν καθοριστικά την εικόνα της εισοδηματικής καχεξίας που χαρακτηρίζει την περίοδο της διακυβέρνησης Μητσοτάκη.

Οπως και να έχει, η ελληνική κοινωνία κατανοεί σιγά-σιγά ότι οι επιδόσεις της νεοδημοκρατικής κυβέρνησης, παρά τους πανηγυρικούς του κ. Μητσοτάκη, είναι μέτριες, αναντίστοιχες των θυσιών που επωμίστηκε ο ελληνικός λαός.

Αντιλαμβάνονται πια οι περισσότεροι ότι το φιλελεύθερο δόγμα, αυτό που υιοθέτησε ο Πρωθυπουργός και αυτό που θέλει τις κυβερνήσεις να φροντίζουν κατά βάση τη σταθερότητα του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και τη διαμόρφωση των συνθηκών για την ανάπτυξη των αγορών, δεν έχει πλήρη εφαρμογή, ούτε μπορεί να εγγυηθεί ότι τα κέρδη και ο παραγόμενος νέος πλούτος θα κατευθυνθούν στις επενδύσεις και δι’ αυτών, έστω ένα μέρος τους, θα επιστρέφει στην κοινωνία.

Απεδείχθη ότι τέτοιοι αυτοματισμοί δεν δουλεύουν, δεν λειτουργούν στο ελληνικό περιβάλλον. Το αόρατο χέρι της αγοράς του Ανταμ Σμιθ στην Ελλάδα είναι κατά βάση κερδοσκοπικό, δεν διακρίνεται για την αναδιανεμητική του διάθεση ούτε για την καλοσύνη του βεβαίως. Ο ανταγωνισμός νοθεύεται, οι πόροι ληστεύονται ή κατευθύνονται επιμελώς προς φίλιες δυνάμεις και αλλότριους σκοπούς, και έτσι το αποτέλεσμα είναι λειψό, δεν αποδίδει τα προσδοκώμενα.

Γι’ αυτό και το σκληρό για τον ελληνικό λαό αποτέλεσμα της εσωτερικής υποτίμησης της μνημονιακής περιόδου δεν προκάλεσε την πολυαναμενόμενη εκτίναξη του ελατηρίου, δεν έφερε μεγάλα κύματα ανάπτυξης, όπως συνέβη σε άλλες χώρες που αντιμετώπισαν αντίστοιχου επιπέδου οικονομική κρίση και αναγκάστηκαν να λάβουν εξίσου σκληρά μέτρα ανασύνταξης της οικονομίας τους.

Παρά ταύτα ο κ. Μητσοτάκης συνεχίζει να διατηρεί τα πρωτεία και κοκορεύεται ότι μπορεί να διεκδικήσει και τρίτη τετραετία. Και δεν είναι απίθανο να το πετύχει, όσο οι άλλες πολιτικές δυνάμεις επιμένουν σε αντίστοιχη μετριότητα, δεν έχουν την έμπνευση, ούτε τη δύναμη και το πάθος να οικοδομήσουν αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση ικανή να αντιπαρατεθεί στο εμφανώς ατελές και φθαρμένο πια νεοδημοκρατικό σχήμα.

Μόνο ένα νέο πραγματικό και ουσιαστικό δίλημμα, το οποίο θα ορίζεται από εθνικού επιπέδου άλματα προόδου και ανάπτυξης και θα υποστηρίζεται με επάρκεια και πολιτική αξιοπιστία, μπορεί να συνεγείρει, να κινητοποιήσει την ελληνική κοινωνία και να αλλάξει τους τρέχοντες πολιτικούς συσχετισμούς.

Οσο αυτό δεν διατυπώνεται, η μίζερη εκδοχή των μικρών προβληματικών βημάτων του κ. Μητσοτάκη θα επιβιώνει και θα διαιωνίζεται.