Ο Αλέξης Τσίπρας έπραξε το αυτονόητο, όπως είπε ένας φίλος του. Υπέβαλε την παραίτησή του έπειτα από σειρά προσωπικών και συλλογικών κομματικών εκλογικών ηττών, που σκόρπισαν στην κυριολεξία μια πολυκύμαντη, σχεδόν δεκαπενταετή, διαδρομή στα πολιτικά πράγματα της χώρας.

Σε αυτά τα δεκαπέντε χρόνια ανέστησε την Αριστερά, την κατέστησε δύναμη εξουσίας, κυβερνώσα παράταξη για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τη συγκρότησή της. Παρέλαβε ένα μικρό, περιθωριακό, αριστερίστικο, πεζοδρομιακό κατά βάση πολιτικό σχήμα συλλογικοτήτων και συνιστωσών και το μετέτρεψε μέσα σε λίγα χρόνια σε κυρίαρχη δύναμη, που κέρδισε τις καρδιές σημαντικής μερίδας της ελληνικής κοινωνίας.

Αξιοποίησε, είναι αλήθεια, τις ιδιάζουσες οικονομικές συνθήκες, εκμεταλλεύθηκε το βάρος της χρεοκοπίας, τα αισθήματα οργής της κοινωνίας και τον πολιτικό θρυμματισμό που προκάλεσε η θύελλα των μνημονίων. Και είναι επίσης αληθές ότι το έπραξε με δογματισμό, ιδεολογικές αγκυλώσεις και στερεοτυπικές, αστήρικτες τις περισσότερες φορές, διαιρέσεις, καλλιεργώντας την εχθροπάθεια και το κοινωνικό μίσος.

Ετσι πολιτεύθηκε μεταξύ 2012-2015, με αυτά τα μέσα και εργαλεία κέρδισε την εξουσία και στη βάση αυτών επιχείρησε ανεπιτυχώς να κυβερνήσει μετά τις νικηφόρες εκλογές τον Γενάρη του 2015. Κινούμενος σε κύκλο ομολογημένων αυταπατών και ψευδαισθήσεων έθεσε τη χώρα σε μεγάλο κίνδυνο, την έφερε το ίδιο καλοκαίρι στο χείλος του γκρεμού και όταν βρέθηκε σε αδιέξοδο και η Ελλάδα αντιμετώπισε τον κίνδυνο αποβολής από την ευρωζώνη αναγκάστηκε να αναλάβει δυσβάσταχτες υποχρεώσεις, που δέσμευσαν και ακόμη κρατούν τη χώρα δεμένη.

Στη συνέχεια, από το καλοκαίρι του δημοψηφίσματος και εντεύθεν, φανέρωσε αρετές, πολιτεύθηκε πειθαρχημένα, προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις των ευρωπαίων εταίρων, έλαβε πλήθος μέτρων, ανέλαβε το πολιτικό κόστος και κατάφερε να εξισορροπήσει τα δημόσια οικονομικά, να επαναρρυθμίσει το χρέος και να παραδώσει το 2019 στον κ. Μητσοτάκη το δημόσιο ταμείο γεμάτο και ανθεκτικό στις κρίσεις που ακολούθησαν.

Ωστόσο ουδέποτε απηλλάγη από το προπατορικό αμάρτημα. Τον συνόδευε από το καλοκαίρι του 2015 και ήταν αυτό που έκρινε τις εκλογές του 2019 και τη διπλή βύθιση του 2023. Οι Ελληνες δεν του το συγχώρησαν ποτέ.

Τώρα το κόμμα του θα βυθιστεί σε κρίση εσωστρέφειας. Και επειδή οι επίγονοί του δεν διακρίνονται για την ευελιξία τους, ούτε για την προσαρμοστικότητά τους στις νέες συνθήκες, το επερχόμενο νέο κύμα δεν αναμένεται ελπιδοφόρο. Η αλήθεια είναι ότι αντίστοιχου τύπου πρόβλημα έχει και το ΠαΣοΚ. Και αυτό πάσχει από ελλείμματα κατανόησης και αξιολόγησης των συνθηκών. Και του ΠαΣοΚ ο λόγος είναι στερεοτυπικός, δεν προσφέρει εκπλήξεις, ούτε και αρέσει, όπως έδειξαν οι διπλές κάλπες.

Γι’ αυτό και η Κεντροαριστερά συνολικά βρέθηκε στις τελευταίες εκλογές να αθροίζει λιγότερο από 30%. Η ελληνική Κεντροαριστερά ακολουθεί την κρίση και τη μοίρα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Μοιάζει να έχει εισέλθει σε κύκλο μακροχρόνιου καθοδικού κύκλου, όπως ιστορικά συμβαίνει στη χώρα μας.

Τους θριάμβους ακολουθούν μεγάλοι κύκλοι εσωστρέφειας και πολυδιάσπασης. Θα χρειαστούν βαθιές επεξεργασίες, νέο, ολοκληρωμένο, συνεκτικό και αξιόπιστο σχέδιο για τη χώρα και τους πολίτες και βεβαίως νέες ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες για να ξανανοίξει δρόμους εξουσίας η Κεντροαριστερά στην Ελλάδα.