Μια σχέση που αν κάποτε είχε πάθος κατέληξε σε μια αμήχανη συνύπαρξη. Η σχέση μας με τη θάλασσα. Ας ξεκινήσω με ένα flashback: Ταξίδι στην Τζαμάικα πριν από 25 χρόνια. Βρέθηκα σε παραλίες που είχα δει μόνο σε καρτ ποστάλ. Μου είχε κάνει εντύπωση πως οι τουρίστες – πλην ημών των Ελλήνων, που συνθέταμε ένα μικρό γκρουπ – κάθονταν στις ξαπλώστρες, πίνοντας κοκτέιλ με ομπρελίτσες, λες και η θάλασσα ήταν απλώς το φόντο των παραθεριστικών φωτογραφιών τους. Κανένας δεν κολυμπούσε· οι πιο τολμηροί έφταναν ως την πισίνα του ξενοδοχείου. Τους είχα λυπηθεί που δεν μπορούσαν να απολαύσουν την ομορφιά η οποία ανοιγόταν μπροστά τους, σε αντίθεση με εμάς τους Eλληνες που μόλις βλέπουμε θάλασσα βουτάμε. Ή τουλάχιστον έτσι κάναμε κάποτε.

Τι έγινε έκτοτε; Τώρα όλο το παιχνίδι παίζεται στην παραλία: ξαπλώστρες, ρακέτες, φραπέδες, εσπρέσο φρέντο, τοστάκια, λουκουμάδες, πρωτεϊνικές μπάρες, ηχεία (αυτή η μάστιγα) στη διαπασών και μια γενικευμένη απροθυμία να βραχούμε πάνω από τον αστράγαλο. Μπαίνουμε-βγαίνουμε στο λεπτό, ίσα για να δροσιστούμε, και συνεχίζουμε ξαπλωμένοι.

Η θάλασσα έχει γίνει το νέο καλοκαιρινό ντεκόρ μας: την κοιτάζουμε, τη θαυμάζουμε και ως εκεί. Κι όμως, κάποτε το θαλάσσιο μπάνιο ήταν η πολυπόθητη στιγμή που ξεπλέναμε από πάνω μας όλη τη σκόνη της πόλης, τα νεύρα της δουλειάς, τα προβλήματα της ημέρας.

Γιατί έχουμε χάσει αυτή τη χαρά; Είμαστε τόσο εξαρτημένοι από το Wi-Fi που φοβόμαστε να απομακρυνθούμε από την ξαπλώστρα, μη χάσουμε το σήμα και δεν ανεβάσουμε story με το σωστό φίλτρο; Θεωρούμε ότι το να βουτήξουμε στη θάλασσα θα χαλάσει την καλοσιδερωμένη εικόνα μας;

Ή έχουμε γίνει τόσο τεμπέληδες που βλέπουμε ακόμα και το μπάνιο ως κουραστική διαδικασία; Αλλωστε, το μπάνιο απαιτεί να αφήσεις το κινητό, να βγάλεις τα γυαλιά, να αφεθείς στα κύματα. Και ποιος τολμά να αφεθεί σήμερα; Η θάλασσα είναι απειλή για το μακιγιάζ, για το μαλλί, για το τεράστιο ψεύτικο νύχι που μπορεί να αποκολληθεί και να το φάνε τα μελανούρια.

Η σύγχρονη παραλία είναι το νέο catwalk: μπαίνεις μέχρι το γόνατο, βγάζεις selfie, βγαίνεις, κάθεσαι, τρως, πίνεις, συζητάς για το πόσο ωραία είναι η θάλασσα και μετά καταφεύγεις στο spa του ξενοδοχείου για θεραπείες αναζωογόνησης από το «βλαπτικό φως» του ήλιου και το αλάτι που ξηραίνει την επιδερμίδα.

Τελικά, αν το καλοσκεφτείς, η θάλασσα είναι ο τέλειος καθρέφτης της σύγχρονης ζωής: την έχουμε δίπλα μας, την καμαρώνουμε, αλλά την αποφεύγουμε. Τη χρησιμοποιούμε για να δείξουμε ότι ζούμε, ότι παραθερίζουμε, αλλά στην πραγματικότητα τη φοβόμαστε ή την αγνοούμε.

Ισως, τελικά, το μπάνιο στα δροσερά νερά της – για όσους το απολαμβάνουμε ακόμη – να είναι μια τελευταία πράξη αντίστασης. Μια μικρή επανάσταση απέναντι στην κουλτούρα της παθητικότητας και της επιτήδευσης.

Μπες, λοιπόν, μέσα, επαναστάτη των τελευταίων ημερών του Αυγούστου. Μη φοβηθείς να βραχείς και να γελάσεις με τον εαυτό σου επειδή δεν μπορείς να περπατήσεις ξυπόλυτος στα βότσαλα ή όταν βγεις με το μαγιό γεμάτο άμμο. Γιατί, όπως και στη ζωή, το νόημα δεν είναι να κάθεσαι στην άκρη, να κοιτάς και να σχολιάζεις. Το νόημα είναι να βουτάς και να το απολαμβάνεις.

ΥΓ.: Δεν κολυμπάμε, αλλά εξακολουθούμε να πνιγόμαστε. Αυτό πρέπει να το κοιτάξουμε.