Στα μέσα του 19ου αιώνα, ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης, μια σκοτεινή φυσιογνωμία που αυτοσυστηνόταν ως εκδότης και φιλόλογος, προκάλεσε σειρά σκανδάλων εμπορευόμενος «σπάνια» πλαστά χειρόγραφα και εξαπατώντας συλλέκτες, μουσεία και κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη.
Αυτός ο «φαντομάς της αρχαιολογίας» χρησιμοποίησε κάθε ευφάνταστη μέθοδο πλαστογραφίας και απάτης, αντιγράφοντας χειρόγραφα από ελληνικά μοναστήρια, κατασκευάζοντας παλίμψηστα, εκδίδοντας πλαστουργήματα δικής του έμπνευσης. Το 1865 φυλακίστηκε μάλιστα στη Λειψία γιατί προσπάθησε να πουλήσει δυο πλαστούς κώδικες στον βασιλιά της Πρωσίας.
Η δραστηριότητά του προκάλεσε οξείες διαμάχες στην Ελλάδα ανάμεσα σε λογίους που αποδείκνυαν την πλαστογραφία και δημοσιογράφους που τον υπερασπίζονταν με ενθουσιασμό. Τα πλαστά χειρόγραφα ασκούσαν μεγάλη γοητεία στην ελληνική κοινή γνώμη γιατί είχαν μυθιστορηματικό περιεχόμενο και «αποδείκνυαν» τη δόξα του ελληνικού έθνους ανά τους αιώνες.
Ο Σιμωνίδης δεν ήταν μόνος του στην τέχνη της πλαστογραφίας, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη, και μέχρι σήμερα βεβαίως. Ηδη από τα μέσα του 18ου αιώνα, παράλληλα με την ανάπτυξη της επαγγελματικής ιστορίας, καλλιεργούνταν η όλο και πιο εξειδικευμένη και επαγγελματική παραγωγή «ψευδο-ιστορικών πλαστογραφιών». «Μεσαιωνικά» χειρόγραφα «ανακαλύπτονταν» και «ανασκαφές» έφερναν στο φως «αρχαία» αγγεία.
Οι πλαστογράφοι, μάλιστα, μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν βάσει του είδους της εξαπάτησης που εφάρμοζαν: πλαστογράφηση υπογραφών ή σφραγίδων, δημιουργία πλαστών ιστορικών πηγών, αρχαιολογικών αντικειμένων ή έργων τέχνης κ.ο.κ. Στην τελευταία περίπτωση, το πλαστό αντικείμενο μπορεί να ήταν κάτι τελείως καινούργιο, να αντέγραφε ένα αυθεντικό αρχαίο τέχνεργο ή να το αναστήλωνε, χρησιμοποιώντας θραύσματα – και φαντασία.
Οι «εναλλακτικές αρχαιότητες» που προέκυπταν με τον τρόπο αυτόν ανταποκρίνονταν σε μια αυξανόμενη ζήτηση για αρχαία αντικείμενα, την οποία εκδήλωναν συλλέκτες, μαικήνες και μουσεία. Οι πλαστογράφοι αρχαιοτήτων παρακολουθούσαν στενά τα ευρήματα των ανασκαφών και όλες τις αρχαιολογικές συζητήσεις, ώστε οι δημιουργίες τους να μπορούν να παραπλανήσουν και να θεωρηθούν «αυθεντικές». Τα κίνητρα των πλαστογράφων ήταν βεβαίως το κέρδος αλλά και ο εθνικισμός, δηλαδή η ανάγκη να κατασκευαστούν «αποδείξεις» εθνικής καταγωγής και εθνικής συνέχειας προς δόξαν του έθνους εκάστου. Ηταν περιπτώσεις «πατριωτικής» πλαστογραφίας.
Ο 19ος αιώνας ήταν πράγματι ο «χρυσός αιώνας της πλαστογραφίας» λόγω των αυξημένων αναγκών για αρχαία αντικείμενα και έργα τέχνης που δημιουργήθηκαν με την ίδρυση των μεγάλων εθνικών μουσείων: του Βρετανικού Μουσείου (1753), του Λούβρου (1793), της Γλυπτοθήκης στο Μόναχο (1816), της Εθνικής Πινακοθήκης στο Λονδίνο (1824), του Metropolitan Museum στη Νέα Υόρκη (1870). Αλλά και στην Ελλάδα το πρώτο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ιδρύθηκε από τον Καποδίστρια το 1829 στην Αίγινα. Ανοιξε λοιπόν τότε μια τεράστια νέα αγορά αρχαιοτήτων, χειρογράφων και έργων τέχνης που ευνόησε την άνθηση της αρχαιοκαπηλίας φυσικά αλλά και της πλαστογραφίας, της αντιγραφής και της αποκατάστασης ποικίλων αντικειμένων του παρελθόντος.
Οι αρχαιολόγοι ειδικότερα μοχθούσαν για την αποκατάσταση της «αυθεντικής» μορφής των αρχαίων μνημείων είτε με την αφαίρεση μεταγενέστερων κτισμάτων είτε μέσω αναστηλώσεων. Ωστόσο, το ποιο ήταν το «αυθεντικό» δεν ήταν προφανές, και αρχαιολόγοι και αρχιτέκτονες, μέσα στη σπουδή τους να δώσουν πάλι μορφή σε ερειπωμένα κτίσματα, κατέληγαν σε αμφίβολες αποκαταστάσεις. Η άλλη όψη του νομίσματος ήταν η «σταυροφορία» για την ανακάλυψη των πλαστών και την αποκάλυψη της απάτης. Αρχισαν μάλιστα να κυκλοφορούν βιβλία με οδηγίες προς ερασιτέχνες για τον εντοπισμό των πλαστών έργων τέχνης. Αναπτύχθηκαν όλο και πιο εκλεπτυσμένες μέθοδοι διακρίβωσης της γνησιότητας και της αυθεντικότητας των καταλοίπων του παρελθόντος που υποστήριξαν τη δουλειά αρχαιολόγων, παλαιογράφων, ιστορικών τέχνης, φιλολόγων κ.ά. Μια ιστορία, της οποίας επεισόδια εξακολουθούμε να παρακολουθούμε.
Το πλαστό αποτέλεσε ανέκαθεν συστατικό στοιχείο της πραγματικότητας, συνυπάρχοντας με τη αληθινό, αν και συχνά η διάκριση των δύο είναι δυσχερής. Πολλοί καλλιτέχνες έχουν πειραματιστεί με το «αυθεντικό» και το «αληθινό» στην τέχνη τους ενώ έχουν δείξει ότι το αντικείμενο τέχνης μπορεί να αυτονομηθεί από τον δημιουργό του.
Ο στοχασμός σχετικά με το πλαστό και το γνήσιο είναι εξαιρετικά επίκαιρος σήμερα, στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, των deep fakes και της πλαστικής χειρουργικής. Γιατί καταφεύγουμε όλο και συχνότερα στην «πλαστογράφηση» του προσώπου μας μέσω χειρουργικής η απλώς photoshop; Γιατί τερατώδη ψέματα που κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο προσελκύουν ως «αλήθειες» ένα τόσο ευρύ κοινό; Η απάντηση ενδεχομένως να βρίσκεται στους ίδιους τους λόγους κατασκευής του πλαστού.
Το πλαστό κατασκευάζεται για να πείσει, ως προϊόν σχεδίασης και χειραγώγησης, ακόμη και εάν δεν ανήκει σε κεντρικά οργανωμένη προπαγάνδα. Απευθύνεται στο θυμικό, έχει απλή δομή και συνοχή – σε αντίθεση με την πολύπλοκη πραγματικότητα – και δεν περιέχει την αμφιβολία. Πολύ συχνά ο πλαστός κόσμος συγκροτεί μια παράλληλη πραγματικότητα – μια «υπερπραγματικότητα» σύμφωνα με τον Μποντριγιάρ – η οποία υπερβαίνει ή και υποκαθιστά την πραγματικότητα γιατί ανταποκρίνεται καλύτερα στις προσδοκίες και τις επιθυμίες μας. Στις επιθυμίες μας ανταποκρίνεται και η κατασκευή του «τέλειου» χαμόγελου ή της τέλειας μύτης. Η γοητεία του πλαστού είναι τόσο συλλογική όσο και ατομική υπόθεση.
*Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι ιστορικός, πρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου.



