Τα κορίτσια της Γενιάς Ζ (στην οποία ανήκουν όσοι είναι σήμερα μεταξύ 13 και 28 ετών), διαβάζω σε αμερικανικό άρθρο, πηγαίνουν εφέτος διακοπές σε καθολικά μοναστήρια.
Δεν υπάρχουν πολλές άλλες λεπτομέρειες, η είδηση μοιάζει να εξαντλείται στην ανάρτηση μιας νεαρής στο TikTok όπου δήλωνε πως πέρυσι πέρασε χρόνο σε ένα καθολικό μοναστήρι – και μάλιστα με όρκο σιωπής! – και εφέτος, που θέλησε να το επαναλάβει, διαπίστωσε πως δεν υπήρχε θέση στους ξενώνες της μονής για τους τρεις επόμενους μήνες. «Είναι πολύ απλό», έλεγε, «χρειάζεται μόνο να στείλεις ένα μέιλ με τις ημερομηνίες που σε ενδιαφέρουν και οι μοναχές σού απαντούν αν υπάρχει διαθεσιμότητα».
Νιώθω όλα τα πιθανά αντιφατικά συναισθήματα ταυτόχρονα βλέποντας το βίντεό της και τα εκατοντάδες σχόλια: μου φαίνεται εντελώς παράλογο και την ίδια στιγμή μού βγάζει απολύτως νόημα. Εχω έτσι κι αλλιώς διαπιστώσει, εδώ και λίγο καιρό, πως η Γενιά Ζ καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες για να διαφυλάξει κάποια ίχνη «αποσυνδεδεμένου» χρόνου.
Οι γονείς τους, που έφτασαν μέχρι την ενηλικίωση χωρίς ούτε καν κινητό τηλέφωνο, έπεσαν με τα μούτρα στις νέες τεχνολογίες, αλλά δεν μπορούν να καταλάβουν πώς είναι να μην έχεις βαρεθεί ποτέ χωρίς τον εύκολο αντιπερισπασμό κάποιας οθόνης. Οι πρώτοι ιθαγενείς αυτού του νέου, τεχνολογικού κόσμου όμως μοιάζουν να εκφράζουν μια αναπάντεχη, ενστικτώδη σχεδόν, αντίδραση και αντίσταση.
Παρατηρώ την κόρη μου και τους φίλους της. Κοντεύουν να τελειώσουν το σχολείο. Ενημερώνονται κυρίως από το TikTok. Ποστάρουν στο Instagram τις διακοπές τους, τα ταξίδια τους. Ολο και πιο συχνά όμως αποφασίζουν να σβήσουν τις εφαρμογές των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης από το τηλέφωνό τους για δέκα, δεκαπέντε ή είκοσι ημέρες. Ή να κατεβάσουν εφαρμογές που περιορίζουν τη χρήση των ΜΚΔ. Δεν δηλώνουν: «Δεν θα ασχοληθώ ποτέ ξανά με όλα αυτά».
Αντιλαμβάνονται ότι η πραγματικότητα, η κανονικότητα, είναι αυτή. Κι όμως, οι ψαγμένοι αναζητούν δίσκους βινυλίου, φωτογραφίζονται διαβάζοντας βιβλία, κανονικά, χάρτινα βιβλία, κλείνουν τα τηλέφωνά τους για να συγκεντρωθούν στο διάβασμα, δεν τους περνάει καν από το μυαλό να απαντήσουν σε τηλεφωνική κλήση αν δεν είναι από τους γονείς ή τους παππούδες τους.
Το μοναστήρι όμως μου χτύπησε ένα περίεργο καμπανάκι και έφερε στην επιφάνεια άλλη μια αντίφαση. Το βρήκα ακραίο για νέα κορίτσια ακόμα και να σκέφτονται κάτι τέτοιο, αλλά θυμήθηκα ότι είχε υπάρξει κάποια στιγμή που το είχα σκεφτεί κι εγώ.
Οχι ως νέο κορίτσι ωστόσο, αλλά ως ταλαιπωρημένη εργαζόμενη στη φάση του γνωστού σάντουιτς μεταξύ παιδιού και γονιών. Και ούτε καν ως πραγματική πιθανότητα, περισσότερο σαν μια εικόνα από ταινία, όπου η βασανισμένη ηρωίδα χτυπάει απεγνωσμένη τις βαριές πόρτες κάποιας μονής. Οπως και στα παραμύθια, δεν σκεφτόμουν τι συμβαίνει παρακάτω, ήθελα μόνο να πιστεύω πως υπάρχει η δυνατότητα να αφήσεις για λίγο τον κόσμο εκτός, να βρεθείς κάπου όπου δεν σου ζητάει κανένας τίποτα.
Ομολογώ, αυτό που υπήρχε στη φαντασία μου έμοιαζε περισσότερο με σανατόριο, ή μάλλον με το ό,τι έκαναν όσοι έπαιρναν τη διάγνωση του «νευρικού κλονισμού» κάπου στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο γιατρός σύστηνε ξεκούραση, χαλάρωση, επαφή με τη φύση.
Ο όρος «νευρικός κλονισμός» εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1901 σε μια ιατρική πραγματεία. «Πρόκειται για ασθένεια ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου» σημειώνει ο συγγραφέας. Η κεντρική ιδέα ήταν πως η ικανότητα του ανθρώπινου νευρικού συστήματος να διαχειρίζεται το έντονο άγχος μοιάζει με μπαταρία που κάποια στιγμή εξαντλείται και χρειάζεται να φορτιστεί ξανά.
Με δυο λόγια, ο νευρικός κλονισμός αντιμετωπιζόταν ως μια απολύτως φυσιολογική αντίδραση στον σύγχρονο τρόπο ζωής και σε καμία περίπτωση ως σημάδι αδυναμίας. «Ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι τρελός, πώς αλλιώς να αντιδράσει κανείς;» έμοιαζε να είναι το κοινό αίσθημα.
Περιττό να πούμε ότι δικαίωμα στον νευρικό κλονισμό είχαν μόνο όσοι μπορούσαν να πληρώσουν για να ξεκουραστούν σε κάποιο ήσυχο σπιτάκι στην εξοχή μαζί με το απαραίτητο προσωπικό που θα φροντίζει για όλες τις πρακτικές λεπτομέρειες της καθημερινότητας, και σήμερα, έναν αιώνα αργότερα, αυτό δεν έχει αλλάξει.
Κάτι τέτοιο ψάχνουν αυτά τα κορίτσια; αναρωτιέμαι. Μήπως παρά την επιδημία μοναξιάς που βασανίζει τον σύγχρονο άνθρωπο έχει γίνει σχεδόν αδύνατον να βρεθείς μόνη σου με τον εαυτό σου; Πώς αλλιώς να εξηγηθεί μια τέτοια τάση; Και πόσο εύκολο τελικά είναι να πάει κανείς σε μοναστήρι; Δεν ξέρω από εκκλησίες.
Ο μόνος τρόπος που γνωρίζω για να μείνει κανείς σε μοναστήρι είναι να πάει στο Αγιον Ορος. Αν είσαι γυναίκα, τι κάνεις; Ισχύει και στην Ελλάδα αυτό που αναφέρουν οι Αμερικανίδες; Στέλνεις σε μοναστήρι ένα μέιλ με τις ημερομηνίες που σε ενδιαφέρουν, κλείνεις κελί και πας;
Μια γρήγορη έρευνα στο Internet εμφανίζει ένα μόνο μοναστήρι με ιστοσελίδα που μοιάζει να ευνοεί την επικοινωνία. Η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Ανατολής είναι μάλλον ασυνήθιστο μοναστήρι. Οι περίπου είκοσι μοναχές προέρχονται από 12 διαφορετικές χώρες. Ασχολούνται με τη βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία, τη διαφύλαξη και προσφορά παραδοσιακών σπόρων και φιλοξενούν ανθρώπους απ’ όλον τον κόσμο, άντρες και γυναίκες, για ένα διάστημα τουλάχιστον τριών εβδομάδων.
Στη συζήτησή μας, η ηγουμένη Θεοδέκτη μού λέει πως το 99% των φιλοξενουμένων τους είναι ξένοι που πηγαίνουν στο μοναστήρι για να επωφεληθούν από την τεχνογνωσία των μοναχών και σίγουρα δεν λαμβάνει δεκάδες μέιλ από νεαρά κορίτσια που θέλουν να μείνουν λίγες, ή πολλές, ημέρες στη μονή.
Η συνέχεια είναι πιο δύσκολη, καταφέρνω να βρω μια λίστα με τα ελληνικά μοναστήρια, ευτυχώς τουλάχιστον χωρισμένη σε αντρικές και γυναικείες μονές, αλλά χωρίς διευκρίνιση για το αν διαθέτουν ξενώνα και φυσικά μόνο με αριθμούς τηλεφώνου, διεύθυνση μέιλ πουθενά.
Βρίσκω μία γυναικεία μονή που δέχεται φιλοξενούμενες, ρωτάω ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να πάει κανείς, την ώρα που το κάνω θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί, αισθάνομαι σαν τουρίστας που δεν έχει συναίσθηση του πλαισίου μέσα στο οποίο κινείται, είναι προφανές πως ούτε που τους έχει περάσει από το μυαλό ότι μπορεί κάποια να θέλει να πάει εκεί χωρίς να έχει καμία σχέση με τη θρησκεία, τον Θεό, την προσευχή.
Δεν συνεχίζω την έρευνα, η σχέση των ανθρώπων με τη θρησκεία είναι εντελώς διαφορετική στην Ελλάδα. Οι Αμερικανιδούλες φαίνεται να αντιμετωπίζουν τη διαμονή σε μοναστήρι ως κάποιου είδους εξωτική εμπειρία στο πλαίσιο της αναζήτησης «αυθεντικότητας», αποκομμένης από την όποια θρησκευτική πίστη.
Το ότι οι εκπρόσωποι της ελληνικής Γενιάς Ζ όμως δεν αναζητούν καταφύγιο στα μοναστήρια δεν σημαίνει πως δεν έχουν μια παρόμοια ανάγκη παύσης. Σκέφτομαι όσα έχω διαβάσει τελευταία για αυτή τη γενιά, που θα αρχίσει σιγά σιγά να διαμορφώνει τον κόσμο. Δεν είναι διατεθειμένοι, λέει, στις δουλειές να σκοτώνονται για να αποδείξουν κάτι αν η δουλειά δεν τους εμπνέει, θέλουν να αμείβονται ικανοποιητικά, δηλώνουν ότι τους ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα να διαφυλάξουν την ψυχική τους υγεία.
Ισως να φτάνουν σε κάποιο άλλο άκρο, αλλά ίσως και οι γενιές που ανήγαγαν σε απόλυτη αξία την παραγωγικότητα και θεωρούσαν ότι όσο πιο απασχολημένος είσαι τόσο πιο σημαντικός να έχουν κάτι να μάθουν από την ανάγκη για βραδύτητα που εκφράζει αυτή η γενιά, όσο είναι ακόμη καιρός.
Η κυρία Μυρσίνη Γκανά είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.



