Η επικείμενη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας στην Αθήνα αποτέλεσε την αφορμή για να «ξαναφουντώσει» η δημόσια συζήτηση στη χώρα μας για το άδηλο μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Δυστυχώς όμως και πάλι με τον τρόπο που συνήθως αυτό συμβαίνει: αποσπασματικά, φοβικά και με το θυμικό να κυριαρχεί έναντι μιας ορθολογικής προσέγγισης.
Συνακόλουθα οι καθ’ έξιν ή κατ’ επάγγελμα «μονίμως ανησυχούντες», περισσότερο οι θιασώτες του «μη-διαλόγου» και λιγότερο οι υποστηρικτές της πολιτικής ακινησίας, έτρεξαν να προειδοποιήσουν την κοινή γνώμη για τις «φουρτούνες» που έρχονται και για τις νέες παραχωρήσεις που υπογείως και μυστικώς «μαγειρεύονται».
Αυτή τη φορά οι παραχωρήσεις – επεσήμαναν – θα αφορούν ζητήματα κυριαρχίας και θα συμβούν διότι η Ελλάδα έχει ήδη μυστικά συμφωνήσει να μην αυξήσει τα χωρικά της ύδατα σε ολόκληρο το Αιγαίο στα 12 ν.μ. (μετατρέποντας έτσι το Αιγαίο σε «ελληνική λίμνη»), αλλά να συζητήσει πρώτα με την Τουρκία (ως μη όφειλε, αφού η επέκταση των χωρικών της υδάτων αποτελεί μονομερές δικαίωμά της) το ενδεχόμενο αυτό να συμβεί μέσω μιας διαφοροποιημένης επέκτασης των χωρικών της υδάτων στο Αιγαίο (επί παραδείγματι σε ορισμένες μόνον περιοχές στα 12 ν.μ. και λιγότερο σε άλλες).
Είναι πράγματι καταθλιπτική η ευκολία και η ελαφρότητα με την οποία αναπαράγεται η θέση αυτή στη δημόσια συζήτηση χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ της πραγματικής/υφιστάμενης κυριαρχίας που ασκεί η χώρα μας στο Αιγαίο και της δυνητικής/διεκδικούμενης κυριαρχίας που θα επιφέρει ενδεχόμενη επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων.
Οταν όμως η βασική αυτή διάκριση αποσιωπάται στη δημόσια συζήτηση, τότε και η ανάληψη από την Ελλάδα μιας αυτονόητης σύμφωνα με τη λογική αλλά και προβλεπόμενης από το διεθνές δίκαιο διαδικασίας βολιδοσκόπησης και διερεύνησης των θέσεων της Τουρκίας, σχετικά με την αύξηση της κυριαρχίας και των δύο γειτόνων επί των υδάτων του Αιγαίου (μειώνοντας ταυτόχρονα τα διεθνή ύδατα), μπορεί ευκολότερα να παρουσιάζεται ως παραχώρηση ή ακόμα και ως πράξη εθνικής μειοδοσίας.
Ας μην ξεχνάμε ότι αυτή ήταν η μεθοδολογία και κυρίως το περιεχόμενο των «διερευνητικών επαφών» που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας από τον Απρίλιο 2002 έως το τέλος 2003 και οι οποίες έφτασαν κοντά σε συμφωνία διότι λόγω των αποφάσεων του Ελσίνκι, αναπτύσσονταν σε ένα ασφυκτικό για την Τουρκίαπλαίσιο που την υποχρέωνε στην υιοθέτηση εποικοδομητικής στάσης και στην αποδοχή του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Σήμερα όμως τα «κεκτημένα της επαναπροσέγγισης» περιορίζονται στη διμερή «θετική ατζέντα», στα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και στη συνεργασία στο Μεταναστευτικό ενώ στη συνάντηση του Νοεμβρίου θα επιδιωχθεί «η επίτευξη ενός επιπέδου επαρκούς εμπιστοσύνης προκειμένου να εξεταστεί κατά πόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμφωνίας για το πλαίσιο της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ».
Ταυτόχρονα ο συνειδητά υποβαθμισμένος «Πολιτικός Διάλογος» εξασφαλίζει ότι οι όποιες «διερευνητικές συζητήσεις» δεν πρόκειται να αφορούν την αντιμετώπιση των «πυρηνικών προβλημάτων» της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης αλλά την προσπάθεια «επίτευξης μακράς ειρήνης», δηλαδή τη χρονική επιμήκυνση των υφιστάμενων, σχετικά ομαλών, σχέσεων. Συνακόλουθα, δεν συντρέχουν σήμερα οι προϋποθέσεις ούτε για το «ξεπούλημα του Αιγαίου» όπως φαντασιώνονται οι «μονίμως ανησυχούντες» ούτε, δυστυχώς, για ουσιαστική πρόοδο στην προοπτική επίλυσης, όπως διαβλέπουν ορισμένοι «αισιόδοξοι».
Ο κύριος Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο ΕΚΠΑ και επικεφαλής του προγράμματος ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής στο ΕΛΙΑΜΕΠ.