Μετά τις αποκαλύψεις για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, η εικόνα σήμερα στην Ελλάδα θυμίζει την παράσταση ενός ταχυδακτυλουργού όταν ξαφνικά σηκώνεται δυνατός αέρας, ξηλώνει το σκηνικό στην πλατεία και φανερώνει τα «μαγικά κόλπα» που μέχρι τότε σαγήνευαν το πλήθος.
Ο μηχανισμός που στήθηκε με τα ευρωπαϊκά κονδύλια για να εξαγοράσει ψήφους σε εκλογικά δύσβατες περιοχές ήταν τόσο μεθοδικός και αδίστακτος που εύλογα δημιουργεί ερωτήματα μήπως παρόμοια συστήματα εδραίωσης πολιτικής επιρροής εφαρμόστηκαν και σε άλλες περιπτώσεις – αν και όχι με την τραχύτητα των ορεσίβιων συναλλαγών.
Μην ξεχνάμε ότι στη διάρκεια της πανδημίας δημιουργήθηκαν δύο μηχανισμοί τους οποίους η κυβέρνηση διαχειρίστηκε χωρίς σταθερούς και διαφανείς κανόνες και – προπάντων – χωρίς αξιολόγηση για τα πραγματικά αποτελέσματα που είχαν.
Ο ένας μηχανισμός ήταν εσωτερικός, με τις λεγόμενες «επιστρεπτέες προκαταβολές» στις επιχειρήσεις που είχαν πληγεί από την πανδημία. Είναι γνωστό ότι ένα πολύ μικρό κλάσμα τελικώς επεστράφη, ενώ σε άλλες χώρες (π.χ. στην Ολλανδία) επεστράφησαν στο ακέραιο.
Το ΠαΣοΚ είχε από τότε (12/6/2022) καταγγείλει την κυβέρνηση πως «κάνει ότι δεν καταλαβαίνει ότι οι επιστρεπτέες προκαταβολές δεν πήγαν σε όσους τις είχαν ανάγκη, κάνοντας οριζόντιες παροχές και “κουρέματα” χωρίς ουσιαστικά κριτήρια και σοβαρούς ελέγχους», αλλά απάντηση δεν υπήρξε. Επειδή μάλιστα δεν εμπλέκονταν ευρωπαϊκά κονδύλια, κανένας δεν το ερεύνησε.
Ο άλλος μηχανισμός ήταν το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), συνολικού ύψους 31 δισ. ευρώ, που ήλθαν ως θεόσταλτο δώρο από την ΕΕ, εν μέρει ως ενισχύσεις και εν μέρει ως εγγυημένα δάνεια. Αποστολή είχε να στηρίξει τις εθνικές οικονομίες για να βγουν από την ύφεση της πανδημίας, να βελτιώσουν τους τομείς δημόσιας υγείας και εκπαίδευσης, και προπάντων να διασφαλίσουν την ανταγωνιστικότητα και την υγιή επιχειρηματικότητα.
Για την Ελλάδα που έβγαινε τότε από τα Μνημόνια και είχε μια τεράστια υστέρηση σε παραγωγικές επενδύσεις, ιδιωτικές και δημόσιες, το ΤΑΑ ήταν μια μεγαλειώδης ευκαιρία για να ανατάξει το λεγόμενο «παραγωγικό μοντέλο» με σύγχρονες υποδομές και βιώσιμες επιχειρήσεις. Προφανώς μια τέτοια εθνική στρατηγική θα απαιτούσε και μια ευρεία πολιτική και κοινωνική συναίνεση για να εδραιωθεί και να κινητοποιήσει όλες τις ενδιαφερόμενες δυνάμεις.
Αμ δε! Η κυβέρνηση επέλεξε να ορίσει μόνη της τις προτεραιότητες, μόνη της τις διαδικασίες και μόνη της τους αποδέκτες των γενναιόδωρων χρηματοδοτήσεων. Καθόλου τυχαία, δεν υπήρξε μέχρι σήμερα καμία εις βάθος συζήτηση για το ΤΑΑ ούτε και κανείς δημόσιος απολογισμός για τα μέχρι τώρα αποτελέσματα των αναθέσεων.
Προφανώς και υπήρξαν αρκετές αναθέσεις σε υγιείς επιχειρήσεις και έργα που θα επιλέγονταν με οποιαδήποτε αξιοκρατική διαδικασία. Δύσκολα όμως πείθουν ότι αυτά είναι η συντριπτική πλειονότητα των επιλογών και θεωρώ πως η αμφιβολία για τη μεροληπτική κατανομή των κεφαλαίων επισκιάζει την καλή πίστη περί του αντιθέτου.
Η αμφιβολία αυτή τροφοδοτείται από τους μηχανισμούς που αυθαίρετα έθεσε η κυβέρνηση και τις περίεργες κατανομές που αποφάσισε, και μάλιστα σε πλήρη αντίθεση με τις πρακτικές άλλων χωρών, όπως θα φανεί στη συνέχεια με δύο κορυφαία παραδείγματα:
Η πρώτη στρατηγική αποτυχία του ΤΑΑ ήταν να ελαχιστοποιήσει τη χρηματοδότηση δημόσιων υποδομών, όπως δίκτυα μεταφορών και ενέργειας που είχαν καταρρεύσει στη διάρκεια των Μνημονίων, καθώς και υποδομές υγείας που είχαν καταρρεύσει λόγω της πανδημίας.
Η πιο προκλητική περίπτωση ήταν ότι ο σιδηρόδρομος χρηματοδοτήθηκε με μόλις 170 εκατ. ευρώ από το ΤΑΑ, ένα γλίσχρο ποσόν μόλις το 0,4% των συνολικών πόρων, όταν άλλες χώρες είχαν προνοήσει για πολύ μεγαλύτερα κονδύλια.
Για παράδειγμα, η Ιταλία βάζει το 15% του προγράμματος στον σιδηρόδρομο, η Ρουμανία το 17%, η Γαλλία το 12% και η Ισπανία το 9%. Η σύγκριση είναι απλώς τραγική! Εκτοτε η Ελλάδα έχει προσθέσει μερικές ενισχύσεις από το ΕΣΠΑ, το Πρόγραμμα Ευρωπαϊκής Διασύνδεσης (CEF) και κάτι από το ΤΑΑ για αποκαταστάσεις των πλημμυρών στη Θεσσαλία, αλλά και πάλι χωρίς να κάνει σημαντική διαφορά – χώρια τις αμφισβητήσεις που έχουν εγερθεί για μερικές απευθείας εργολαβίες.
Με λίγα λόγια, παρά το γεγονός ότι ήμασταν σχεδόν τελευταίοι της ΕΕ σε σιδηροδρομικές μεταφορές, επιλέξαμε να παραμείνουμε έτσι, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε θέματα περιβάλλοντος, εξυπηρέτησης και προπαντός ασφάλειας!
Ενας δεύτερος μηχανισμός στρεβλής και αδιαφανούς κατανομής των πόρων του ΤΑΑ ήταν η διαδικασία χορήγησης των δανείων του ΤΑΑ σε επιχειρήσεις. Ας σημειωθεί ότι άλλες χώρες (π.χ. Πορτογαλία) επέλεξαν να διοχετεύσουν όλα τα δάνεια του ΤΑΑ σε δημόσιες υποδομές και επιχειρήσεις, εδώ επελέγη να δοθούν όλα σε ιδιώτες!
Και μάλιστα με μια πρωτοφανή διαδικασία επιλογής: Να καταθέτει ο ιδιώτης μια επενδυτική πρόταση σε μία τράπεζα με την προϋπόθεση ότι θα καταβάλει το 20% του προϋπολογισμού. Εάν η τράπεζα βρίσκει την πρόταση βιώσιμη, θα τη δανειοδοτεί με άλλο 30%, και μετά θα έρχεται το κράτος. Αλλά το κράτος δεν θα κάνει καμία αξιολόγηση, απλώς θα διαθέτει το άλλο 50% τυφλά.
Μπορεί να φανταστεί κάποιος μερικές παρενέργειες αυτής της πρωτοφανούς διαδικασίας, όπου ο μείζων χρηματοδότης δεν έχει κανέναν λόγο στην απόφαση. Πρώτον, είναι αρκετά πιθανόν μία τράπεζα να προτιμήσει παλιούς γνωστούς πελάτες της από άγνωστες αλλά δυναμικές νέες επιχειρήσεις. Δεύτερον, εάν η επιχείρηση αυτή έχει σηκώσει πολλά δάνεια από την τράπεζα μπορεί τώρα να τα «αναδιαρθρώσει» σιωπηρά με τη βοήθεια του κράτους.
Και, τρίτον, αυτή θα αξιολογεί την πορεία της επένδυσης. Καμία υποχρέωση για διάχυση της δραστηριότητας σε μικρομεσαίες, καμία δέσμευση για δανειοδότηση μιας νέας γενιάς επιχειρήσεων. Δεν σημαίνει βέβαια αυτό πως όλες οι επενδύσεις είναι σκάρτες, αλλά θα είχε πραγματικό ενδιαφέρον αν δημοσιευόταν ποιες επιχειρήσεις μπήκαν στο ΤΑΑ με αυτή τη διαδικασία, σε ποιες τράπεζες και αν είχαν προηγουμένως χρέη σε αυτές.
Από αυτό και μόνο θα κριθεί αν το ΤΑΑ είναι τελικά ένα εργαλείο για να κλείσει το επενδυτικό κενό στη χώρα μας με πραγματικές επενδύσεις ή θα αποβεί άλλος ένας μηχανισμός διευθέτησης και πελατειακής επιρροής.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι ομότιμος καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, πρώην υπουργός.



