Η κυβέρνηση πόνταρε σε έναν επικοινωνιακό περίπατο. Αλλά, στοιχηματικά μιλώντας, πήγε στον κουβά. Ε, και; Η επιβίωση των Ελληνικών Ταχυδρομείων δεν εξαρτάται από τους επικοινωνιακούς σχεδιασμούς αυτής, της επόμενης κυβέρνησης ή οποιουδήποτε άλλου έρχεται και παρέρχεται, ούτε από τα emails που «ενημέρωναν» την πολιτική ηγεσία και χάθηκαν στον δρόμο με τα «αδιάβαστα».
Εξαρτάται από την προσαρμογή τους στον σημερινό κόσμο. Με τη σάλπιγγα, τη δερμάτινη τσάντα με τα δυο λουριά και τον αραμπά που ξεκινάει με το πάσο του από ένα ερημωμένο κατάστημα; Ή με κάθε εργαλείο που προσφέρει η ψηφιακή εποχή;
Εξίσου έλασσον τώρα πια είναι εάν τα Ταχυδρομεία υπάγονται στο Υπερταμείο, εάν η διοίκησή τους είναι πολύ τεχνοκρατική και χωρίς την πολιτική ενσυναίσθηση που διαθέτουν σε αφθονία οι βουλευτές της Περιφέρειας ή εάν ο επενδυτής έχει ελληνικό διαβατήριο. Η ουσία είναι εάν τα ΕΛΤΑ, που κάποτε έγραφαν την ιστορία τους με σπάνια γραμματόσημα αλλά και κάρτες που έφταναν στους παραλήπτες τους έπειτα από δεκαετίες, θα ενσωματωθούν σε μια εθνική και κρατική οντότητα που προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες στους πολίτες της.
Εκεί βρίσκεται και η σημασία του εγχειρήματος. Τα ΕΛΤΑ είναι ένα από εκείνα τα εθνικά αρκτικόλεξα που, ακόμη και ως απαξιωμένα, δεν έχασαν ποτέ το ειδικό τους βάρος. Η μονάδα μέτρησης της επιτυχίας τους δεν βρίσκεται στην αγορά και στις αυτορρυθμίσεις της. Αυτή είναι και η διαφορά με τους ιδιωτικούς courier, τις ιδιωτικές κλινικές ή τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Ο πήχης είναι αλλού και είναι εθνικός.
Εχουμε ένα κράτος με καλά ταχυδρομεία και νοσοκομεία, καλά σχολεία και πανεπιστήμια, καλές συγκοινωνίες και ακόμα καλύτερες υπηρεσίες δημόσιων αγαθών, όπως το ρεύμα και το νερό; Ή ένα κράτος-μπάχαλο που πληγώνει την εθνική μας αυτοπεποίθηση επειδή «τίποτε δεν αλλάζει» σε μια καθημερινότητα ταλαιπωρίας και ανασφάλειας;
Σημασία, με άλλα λόγια, έχει ο τρόπος και το «μοντέλο» για να φτάνουν τα γράμματα και τα δέματα και οι συντάξεις στην ώρα τους και – ειδικά στην Περιφέρεια – να μη βαραίνει η αίσθηση ενός κράτους απόντος, κάτι που είναι οπωσδήποτε χειρότερο ακόμα και από ένα ξεχαρβαλωμένο κράτος. Το κράτος δεν χρειάζεται να είναι παρόν με καθηλωμένους υπαλλήλους που κοιτούν τα δευτερόλεπτα να περνούν στο ρολόι του τοίχου. Μπορεί να είναι με βαν και τάμπλετ – αρκεί να είναι εκεί. Αρκεί ο Ερμής να πετάει και να πετάει εξίσου γρήγορα με τους courier, αν όχι γρηγορότερα.
Τα χρόνια πριν από την οικονομική κρίση συγκρούονταν σε αυτή τη χώρα δύο σχολές ανελαστικής πολιτικής σκέψης. Η μία έλεγε πως το κράτος, δηλαδή οι φορολογούμενοι, οφείλει να σηκώνει το βάρος του κόστους των υπηρεσιών του όποιο και αν είναι αυτό, η άλλη πως το κράτος είναι ένας εξ ορισμού αποτυχημένος επιχειρηματίας.
Ηταν μια μάχη ανάμεσα σε έναν κρατισμό που κατήγγελλε ως «ξεπούλημα των ασημικών» κάθε ιδιωτικοποίηση και μια τυφλή εμπιστοσύνη στην αγορά που διάβαζε μόνο ισολογισμούς πιστεύοντας πως προσφέρεται για εμπόριο ακόμα και ο αέρας που αναπνέουμε. Διαψεύστηκαν και οι δύο, αλλά στο μεταξύ το κράτος χρεοκόπησε και χρεοκόπησε ακριβώς έτσι: ως απροσάρμοστο στην ευελιξία που προσέφεραν διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα, και υιοθέτησαν στη συνέχεια, και αφού πλήρωσαν το μάρμαρο, διαφορετικές δημόσιες επιχειρήσεις. Τουλάχιστον, αυτές σώθηκαν.
Τα Ελληνικά Ταχυδρομεία σήμερα δεν κινδυνεύουν τόσο από το επικοινωνιακό φιάσκο της κυβέρνησης όσο από το πολιτικό του αποτέλεσμα. Βουλευτές βλέπουν τη σωτηρία των ερημωμένων καταστημάτων στον φιλοτελισμό, άλλοι καταγγέλλουν «σκοτεινά σχέδια ιδιωτικοποίησης και ξεπουλήματος από τους τεχνοκράτες μάνατζερ».
Δεν είναι μόνο ο Ερμής. Είναι και ο δημόσιος διάλογος που επιστρέφει στην εποχή του αραμπά.






