Η πρόσληψη στα χρόνια της ρευστής νεωτερικότητας
H «περιγραφή σκηνών του βίου του ελληνικού λαού», φράση με την οποία η «Εστία» προκήρυσσε το 1883 διαγωνισμό συγγραφής ελληνικού διηγήματος, έχει ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αποτελεί την ουσία της ηθογραφίας, όπως αυτή θα γίνεται αντιληπτή στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.
Ειδυλλιακή ή ρεαλιστική, η αναπαράσταση του αγροτικού κόσμου θα βρει την έκφρασή της στο έργο λογοτεχνών όπως οι Γεώργιος Δροσίνης, Κώστας Κρυστάλλης, Ιωάννης Κονδυλάκης (αλλά και όπως οι Γεώργιος Βιζυηνός, Κώστας Καρκαβίτσας, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, από μια άλλη οπτική). Η εστίαση θα μεταφερθεί από τη ζωή της υπαίθρου στη ζωή της πόλης μετά το γύρισμα του αιώνα με χαρακτηριστικό αρχικό εκπρόσωπο (και δείκτη μετάβασης) τον Γρηγόριο Ξενόπουλο.
Σε πολύ αδρές γραμμές μπορεί να πει κανείς ότι από τη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου και μετά τα τοπικά χαρακτηριστικά παύουν να αποτελούν έντονα διακριτό στοιχείο της πεζογραφίας. Οχι γιατί εξαφανίζονται από την πλοκή, φυσικά, αλλά γιατί στη σύγχρονη Ελλάδα η αντίθεση του τρόπου ζωής μεταξύ αστικών και αγροτικών στρωμάτων αμβλύνεται σταδιακά. Οι ατομικές διαδρομές των χαρακτήρων αποκτούν μεγαλύτερη σημασία από τη σκιαγράφηση δύο διαφορετικών κόσμων. Αν παρακολουθήσει κανείς τη μακρά πορεία της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας, θα διαπιστώσει την εξομάλυνση του τοπίου, την αίσθηση ότι παρά τα άνισα πληθυσμιακά μεγέθη οι αντιλήψεις προοδευτικά ομογενοποιούνται, οι θεμελιώδεις προβληματισμοί είναι πια κοινοί.
Ποια όμως είναι η πρόσληψη που επικρατεί σε έναν νέο αιώνα, στα χρόνια της ρευστής νεωτερικότητας, των μεταβαλλόμενων ηθών, των ψηφιακών μετασχηματισμών και της παγκοσμιοποίησης; Πώς παρουσιάζεται η σχέση πόλης και υπαίθρου στην πρόσφατη ελληνική λογοτεχνία; Πώς η εκθετική αύξηση της εμβέλειας της επικοινωνίας, η διασύνδεση με πρόσωπα και πράγματα σε πλανητικό επίπεδο, συμβαδίζει με τον αναστοχασμό γύρω από τις μικρές κοινότητες;
Υπάρχει μια κάποια στροφή του βλέμματος προς τη σημερινή ύπαιθρο, είτε ως έκφραση νοσταλγίας, αντικατοπτρισμού του παρελθόντος στο παρόν, είτε επικουρούμενη ίσως από τον απόηχο της οικονομικής κρίσης και την κλιματική αλλαγή; Ή μήπως η πλήρης αστικοποίηση του τρόπου ζωής είναι τέτοια ώστε δεν νοείται καν διαφορά μεταξύ πόλης και υπαίθρου; Σε τελική ανάλυση, βέβαια, το ερώτημα είναι υποσύνολο ενός ευρύτερου: πώς αντανακλά το σημερινό περιβάλλον μιας λογοτεχνίας τη σχέση τού τοπικού με το παγκόσμιο;
Μεταξύ μόδας και εξωτισμού
Του Γιάννη Παλαβού

Illustration ΤΟ ΒΗΜΑ, AI GENERATED
Παρότι μεγάλο μέρος όσων έχω γράψει έχει ως σκηνικό του την ελληνική επαρχία, η επαρχία δεν με απασχολεί ιδιαίτερα. Οι ήρωες των διηγημάτων μου κινούνται εκτός αστικών κέντρων και διαπλάθονται από τις σχέσεις που αναπτύσσονται εκεί, όμως αυτό είναι μάλλον συμπτωματικό και, τελικά, ήσσον. Είναι συμπτωματικό διότι απλώς έτυχε να μεγαλώσω σε μια αγροτική κωμόπολη της Δυτικής Μακεδονίας και σφραγίστηκα από τον κόσμο της, τον οποίον, συνειδητά ή ασύνειδα, αναπαράγω ως γράμμα ή ως πνεύμα στα γραπτά μου· και ήσσον γιατί ό,τι αξίζει σε ένα πεζογράφημα, σε ένα οποιοδήποτε καλλιτεχνικό έργο, δεν είναι η στενή του σχέση με ό,τι το γέννησε αλλά η απομάκρυνσή του από αυτό, ώστε το αρχικό ερέθισμα και πλαίσιο να υποχωρήσουν προκειμένου να αναδυθεί κάτι βαθύτερο: η τραγική αίσθηση του ζην – και χίλια συγγνώμη για τη μεγαλοστομία.
Οπως κάθε συγγραφέας, παίρνω τα υλικά που ξέρω καλύτερα, εκείνα για τα οποία νιώθω πιο σίγουρος καθώς γνωρίζω από πρώτο χέρι τις ιδιότητές τους, και με αυτά χτίζω τον κόσμο μου. Ομως όταν χτιστεί αυτός ο κόσμος, εκείνο που μετρά δεν είναι πια ούτε τα υλικά ούτε, όπως είπα, το γενεσιουργό ερέθισμα και το πλαίσιό του: είναι ο άλλος άνθρωπος, με τον οποίον, χάρη στη λογοτεχνία, θα συναντηθείς διά της αμοιβαίας συγκίνησης.
Τι θέλω να πω με αυτά: νομίζω πως η συζήτηση περί τρέχουσας ελληνικής πεζογραφίας και επαρχίας, παρότι δεν στερείται τελείως ενδιαφέροντος, δεν είναι ιδιαίτερα παραγωγική. Πράγματι, ίσως την τελευταία δεκαετία έχουν πληθύνει οι νέοι πεζογράφοι, ιδίως διηγηματογράφοι, που αντλούν από την επαρχία.
Θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει ορισμένες υποθέσεις γιατί συμβαίνει αυτό: πιθανώς η γενιά που ωρίμασε κατά την περίοδο της κρίσης και της πανδημίας, οπότε η ζωή στις μεγαλουπόλεις έγινε ασφυκτική, να αναζήτησε φαντασιακή καταφυγή στην επαρχία· ίσως οι νεότεροι πεζογράφοι αντιστρατεύονται το παράδειγμα της προηγούμενης φουρνιάς, που γράφοντας κατά την εποχή του ψευδεπίγραφου εκσυγχρονισμού και της «ευμάρειας» – εγώ πάντως ούτε τότε είδα ιδιαίτερη ευμάρεια στο περιβάλλον μου – προτίμησε περισσότερο αστικά θέματα· και ίσως η διάχυτη ριζοσπαστικοποίηση μετά το 2008 να βρήκε στην ύπαιθρο και στην παράδοση ένα – εξιδανικευμένο, εννοείται – εναλλακτικό υπόδειγμα σκέψης και βίου.
Δεν αποκλείεται τα παραπάνω να ισχύουν ως έναν βαθμό και να παίζουν ρόλο σε μια εικαζόμενη στροφή της πεζογραφίας προς την επαρχία. Προσωπικά, υποστηρίζω δύο πράγματα: πρώτον, ότι η ενασχόληση με τον κόσμο της επαρχίας είναι μάλλον μόδα, την οποία άθελά τους πυροδότησαν τέσσερα-πέντε αξιόλογα έργα, η επιτυχία των οποίων γέννησε αντίστοιχες φιλοδοξίες σε νεότερους πεζογράφους που προσπάθησαν, με συζητήσιμη επιτυχία, να τα μιμηθούν.
Και, δεύτερον, ότι ικανό μέρος αυτής της τάσης, η οποία δεν ανιχνεύεται μόνον στη λογοτεχνία αλλά και στη μουσική, στα εικαστικά και στα κόμικς, είναι μάλλον εξωτισμός και αφελής – ενίοτε υστερόβουλη – οικειοποίηση εννοιών για τις οποίες οι οικειοποιούμενοι έχουν αμυδρή μόνο ιδέα, και τελικά απλή σκηνογραφία με ισχνό καλλιτεχνικό αποτύπωμα. Επιπλέον, ειδικά για τη διηγηματογραφία, αναρωτιέμαι αν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι όντως βρισκόμαστε ενώπιον κάποιας νέας τάσης: από τον Παπαδιαμάντη και τον Θεοτόκη μέχρι τον Παπαδημητρακόπουλο, τον Χατζή, τον Βαλτινό, τον Χουλιαρά, τον Ιωάννου, τον Μηλιώνη, τον Δημητρίου, τον Σκαμπαρδώνη, τον Τσιαμπούση, τον Παπαμόσχο και τον Κοψαχείλη (και σταχυολογώ απλώς ελάχιστα ονόματα), η επαρχία και η εντοπιότητα είναι κρίσιμες παράμετροι του ελληνικού διηγήματος.
Τα απώτατα επίδικα στη λογοτεχνία είναι, νομίζω, δύο: η ανθρώπινη καρδιά και η γλώσσα. Το αν η πρώτη ύλη είναι η επαρχία ή η πρωτεύουσα, χωρίς να είναι τελείως ασήμαντο, δεν έχει μεγάλη σημασία· το ζήτημα είναι οι χαρακτήρες και τα διλήμματά τους, και μαζί ο πόνος, η ελπίδα, το χιούμορ και η συγκίνηση – τα απλά και ουσιαστικά από τα οποία αποτελούνται οι ζωές μας και τα κείμενα –, να διατρυπούν, διά της γλωσσικής ιδιοπροσωπίας του συγγραφέα, το «μόνιμο ανθρώπινο υπόστρωμα».
Κοντολογίς: στα αξιόλογα έργα της νεότερης πεζογραφικής παραγωγής με αναφορά στην επαρχία, ο επαρκής αναγνώστης, είτε διαθέτει βιώματα από έναν μικρό τόπο είτε όχι, αισθάνεται το αποτέλεσμα ως κάτι γνήσιο και έντιμο. Στα υπόλοιπα, το αποτέλεσμα είναι εγγύτερα στον απλό διάκοσμο που ακολουθεί το πνεύμα της εποχής. Αλλά, όπως σχολίασε κάποτε ο Λέοναρντ Κοέν, «όποιος παντρεύεται το πνεύμα μιας γενιάς μένει χήρος από την επόμενη».
Ο κ. Γιάννης Παλαβός είναι συγγραφέας.
Λογοτεχνικές πόλεις σε μετασχηματισμό
Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου

Illustration ΤΟ ΒΗΜΑ, AI GENERATED
Με ποιον τρόπο μπορούμε άραγε να σκεφτούμε την πεζογραφική παραγωγή της τελευταίας εικοσιπενταετίας, ιδίως αν πρόκειται να τη συσχετίσουμε με τις εικόνες, με τα δίκτυα και με τις πραγματικές ή τις συμβολικές λειτουργίες της πόλης σε έναν κόσμο του οποίου τα είδωλα αλλάζουν κάθε τόσο δραστικά, αναδεικνύοντας κάποτε και πρωτόφαντες επικράτειες;
Προσπαθώντας να στήσω έναν χάρτη που να μην είναι μόνο πολιτικός, αλλά και πολιτισμικός, οικο-κεντρικός και γεωφυσικός, προϋποθέτοντας και περιλαμβάνοντας στις προδιαγραφές του μία κατά το δυνατόν ευρύτερη έννοια του αστικού και του άστεως, δεν μπορώ παρά να δω τα μέρη του εν συνόψει, με ετικέτες συμπύκνωσης, ξεκινώντας από κάπως αναπάντεχα στον συνδυασμό τους δείγματα και οδεύοντας σταδιακά προς παλαιότερα και πιθανόν πιο κοινά ίχνη.
Αντιπαραβολή αθηναϊκού και αγροτικού βίου με τον αγροτικό βίο να μην είναι πλέον κατ’ ανάγκην προνομιακός. Η νουβέλα Ιπποπόταμοι συντροφιάς (2024) του Γιάννη Μακριδάκη επαναλαμβάνει τη βασική διάκριση της πεζογραφίας του μεταξύ πόλης και υπαίθρου, αν και με μειωμένη βεβαιότητα – με πλαστικότερες και λιγότερο πολωμένες συγκρίσεις.
Σκοτεινές πολιτείες σε πλαίσιο δυστοπίας. Το μυθιστόρημα Τρότζαν (2023) του Θανάση Χειμωνά και η μυθιστορηματική τριλογία της Ιωάννας Μπουραζοπούλου Ο δράκος της Πρέσπας (2014-2023) θα αποκαλύψουν τις σκοτεινές υπερβάσεις της πολιτικής ορθότητας και τους διάχυτους κινδύνους των παγκοσμιοποιημένων εξουσιών, κάνοντας λόγο, τουλάχιστον η Μπουραζοπούλου, για τρεις παρόχθιες πολιτείες βυθισμένες στη λάσπη, στην καυτή άμμο και στον πάγο και για μια φύση απατηλή και υπό πανεποπτικό οικονομικό, τεχνολογικό και πολιτικό έλεγχο.
Νευρικές περιπλανήσεις σε ευρωπαϊκούς και ελληνικούς χώρους υψηλών αστικών συγκεντρώσεων. Στο αφήγημα Πες της (2023) του Χρήστου Οικονόμου και στη συλλογή διηγημάτων Δέρμα (2022) της Βίβιαν Στεργίου επικρατούν η εργασιακή ανασφάλεια, η επίμονη αναζήτηση της ταυτότητας και η καθημερινή ασφυξία της ατομικής ύπαρξης με κέντρο αναφοράς ένα απείρως μεταλλασσόμενο αστικό περιβάλλον.
Διαρκείς μεταμορφώσεις (καθοδικές, ανοδικές και αλληγορικές) της Αθήνας. Στα μυθιστορήματα του Τάκη Καμπύλη Γίγαντες και φασόλια (2019), Ελαφρά ελληνικά τραγούδια (2018) του Αλέξη Πανσέληνου, Οι τυφλοί (2017) του Νίκου Α. Μάντη, καθώς και στη νουβέλα Τέσσερις μαρτυρίες για την εκταφή του ποταμού Ερρινυού (2016) της Αντζελας Δημητράκη, η Αθήνα αποτελεί φάσμα διαδοχικών μεταλλαγών: πρώτα, πεδίο αχανών και ανεξέλεγκτων συγκρούσεων με άρωμα μελλοντολογίας· κατόπιν, φυτώριο αισιοδοξίας και πίστης για μια εποχή καλύτερη από την εποχή του Εμφυλίου· τέλος, ανάπτυγμα υπόγειας (αφανούς και χθαμαλής) ζωής σε τοπία γεμάτα παγίδες, αγχώδεις μεταβολές και επικείμενες χειροτερεύσεις χωρίς να αποκλείονται ως εξ αυτού και κάποιες διαδρομές φωτισμένες με καθαρότερη και περισσότερο εστιασμένη προοπτική.
Η πόλη ως κοσμοπολίτικο σκηνικό, ως πόρος διαφυγής και ως χαοτικός τόπος. Στη συλλογή διηγημάτων Γκιακ (2014) του Δημοσθένη Παπαμάρκου οι ήρωες επιστρέφουν από την κοσμόπολη της Σμύρνης για να πέσουν στην περιφρόνηση, στην απαξίωση και στον θάνατο που επιφυλάσσουν για τη μοίρα τους τα χωριά της καταγωγής τους.
Στο υβριδικό του αφήγημα Τα οπωροφόρα της Αθήνας (2005) ο Σωτήρης Δημητρίου προβάλλει ένα αφηγηματικό εγώ το οποίο αποκλίνει από το σύμπαν, διακηρύσσοντας προς κάθε ακροατήριο το απελευθερωτικό μήνυμα του αστικού (αστεακού) του ονείρου. Στο μυθιστόρημα του Ανδρέα Αποστολίδη Λοβοτομή (2002) το χάος και η πλήρης σύγχυση μιας επίφοβης και ποικιλοτρόπως σκιασμένης μητροπολιτικής Αθήνας τροφοδοτούν μια αεικίνητη, λαβυρινθώδη και ακατάπαυστα λαχανιασμένη αστυνομική δράση.
Δεν υπάρχει τρόπος να καταλήξουμε σε γενικά και ασφαλή συμπεράσματα. Το μόνο που μπορεί να αποδείξει η δειγματοληψία η οποία προηγήθηκε είναι κάτι το οποίο έχω σημειώσει κατ’ επανάληψη για τον χαρακτήρα της μεταπολεμικής, της μεταπολιτευτικής και τώρα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας: οι πολυδύναμες τάσεις που διαμορφώθηκαν επί δεκαετίες στο σώμα της και οι πολλαπλές κατευθύνσεις προς τις οποίες κινείται κατά τη διάρκεια των ημερών μας.
Ψάχνοντας τη μορφή της πόλης και τον σχηματισμό του αστικού ιστού στην πεζογραφία του πρώτου τέταρτου του 21ου αιώνα δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε πως καμία όψη της πόλης δεν πρέπει να θεωρηθεί αυτονόητη, ακόμα και αν τα στατικά ή τα στάσιμα στοιχεία δεν έχουν εξαλειφθεί καθ’ ολοκληρίαν. Κανένα επίσης εύρος δεν πρέπει να θεωρηθεί περιοριστικό και όλες οι δυνατότητες παραμένουν ανοιχτές. Οχι γιατί οφείλουμε να ελπίσουμε εκ των προτέρων και προγραμματικά, μα επειδή δεν υπάρχει λόγος να μην εμπιστευτούμε το ήδη συγκεντρωμένο υλικό μας.
Ο κ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου είναι κριτικός λογοτεχνίας.
Η ύλη και η μνήμη της γραφής μου
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Αν η πόλη είναι αμνήμων, τα πιο πολλά χωριά είναι μόνο μνήμη – η μεν, ύλη χωρίς πνεύμα, τα δε, φαντάσματα.
Στη γειτονιά του πατρικού μου, δίπλα στο άλσος Ιλισίων από τη μεριά της Ευφρονίου, στο σύνορο Παγκρατίου – Καισαριανής, μέχρι το 1970 υπήρχαν σπίτια με αυλές και οι κάτοικοι ήταν οι πιο πολλοί από χωριά γύρω από το Λιδωρίκι Φωκίδας – από το Τρίστενο η γιαγιά μου. Γνωρίζονταν, είχαν συγγενείς γύρω τους, και ήταν έντονη η αίσθηση του τόπου, του χωριού που μετοίκησε στην πόλη και βρήκε μια γωνιά. Ενα-ένα τα σπίτια δόθηκαν έπειτα αντιπαροχή, για λίγο τούτη η αίσθηση του τόπου άντεξε και στην κάθετη δόμηση, «αραιωμένη» πλέον, «υδαρής», έπειτα τα διαμερίσματα άλλαξαν χέρια, προστέθηκαν και άλλες πολυκατοικίες, ήρθαν νέοι ένοικοι, κάποια διαμερίσματα έχουν πλέον γίνει Airbnb.
Οπως παντού στην Αθήνα, έτσι και σε αυτή τη γωνιά της απανωτές επιστρώσεις λήθης σκέπασαν και σκεπάζουν κάθε ίχνος μνήμης. Η πόλη είναι πάντα νέα, αλλά έχει τούτη η αειθαλής νεότητα κάτι αφύσικο, μια αίσθηση σιλικόνης κάτω από την ψευδαίσθηση της σφριγηλής επιδερμίδας. Φορείς μνήμης στην πόλη είναι οι άνθρωποι μονάχα, μα όχι και η ίδια η πόλη – τα κτίρια, οι δρόμοι. Παλαιοί κάτοικοι Εξαρχείων, Κυψέλης, Κουκακίου… Γερνούν, χάνονται και μαζί τους χάνεται κάθε μνήμη από τα βήματά τους – είναι λες και ποτέ δεν υπήρξαν και ανάσαναν σε μια περιοχή όπου μπορεί να έζησαν ως και από τα μικράτα τους μέχρι τα βαθιά γεράματα.
Στην πόλη, η ύλη εξορίζει τα φαντάσματα και αμνήμονες οι κάτοικοί της κινούνται με GPS σε έναν διδιάστατο οδικό χάρτη χωρίς μνημονικό βάθος.
Και υπάρχουν χωριά, ολοένα περισσότερα, όπου κατοικεί πλέον η μνήμη μονάχα – φαντάσματα –, με τους ανθρώπους να έχουν πια χαθεί. Θα πω δυο λόγια για το Πωγώνι, στη μεθόριο με την Αλβανία, γιατί εκεί είναι το ένα από τα «χωριά μας». Από το Μπουραζάνι και τη Μονή Μολυβδοσκέπαστης ανηφορίζεις ως τον Πωγωνίσκο, σε ένα μικρό οροπέδιο στο όρος Νεμέρτσικα, και συναντάς εκεί μια χούφτα σπίτια, μια εκκλησία, ένα κοιμητήριο – και κανέναν κάτοικο μέχρι πρότινος, έναν τώρα.
Οι άνθρωποι έχουν χαθεί, όμως παραμένει η μνήμη τους στους τάφους, στο οστεοφυλάκιο στην εκκλησία… Είναι λες κι ήταν ο τόπος έτσι πάντα, στοιχειωμένος, και εκεί απ’ όπου απουσιάζουν οι ζώντες άνθρωποι έρχονται άσαρκοι να κατοικήσουν στη θέση τους. Είναι σαν δέντρο που δεν βγάζει πια φύλλα και καρπούς, αλλά έχει ρίζες που πάνε βαθιά, εκεί που η πόλη στέκει αειθαλής μα άρριζη. Οπως στον Πωγωνίσκο, έτσι και στο Ορεινό, στους Δρυμάδες, στην Αγία Μαρίνα, στο Φαράγγι, στα περισσότερα χωριά, πόσω μάλλον αν δεν είναι τουριστικά.
Στις τακτικές καθόδους μου στην Αθήνα, από ένα χωριό έξω από τη Λευκάδα, το Φρύνι, προάστιο πλέον της πόλης, όπου κατοικούμε προσώρας, λίγο σαστίζω πάντα μπαίνοντας στις ώρες αιχμής στο μετρό. «Τι είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι;» είναι ό,τι πιο πολύ νιώθω, παρά το σκέφτομαι. «Γιατί είναι τόσο κοντά ο ένας στον άλλον, έτσι ανάκατοι; Και καθενός η ιστορία ποια είναι;». Είναι λες και λείπει ο χώρος που χρειάζεται το ανθρώπινο περίγραμμα για να σταθεί ξεκάθαρο. Επειτα το συνηθίζω. Πιο μετά με κουράζει.
Με ξενίζει αυτό το σβήσιμο της μνήμης κάτω από την αέναη κίνηση της πόλης, μα έρχονται ύστερα τα πόδια μου να ακολουθήσουν, παρηγορητικά, παγκρατιώτικες και αθηναϊκές διαδρομές που τις έχουν μάθει απ’ έξω και τις ακολουθούν τυφλά, απ’ όταν ήμουν παιδί.
Οσο τα χωριά ολοένα πιο πολύ μένουν συντροφιά με τη μνήμη τους, κατοικημένα από τα φαντάσματά τους, τόσο επιμένει η πόλη να εξορκίζει κάθε ίχνος ιστορίας. Τώρα αποχαιρετά και τους κατ’ εξοχήν ναούς της μνήμης, που είναι οι κινηματογραφικές αίθουσες – γιατί μια ταινία είναι ανάμνηση κίνησης αποτυπωμένη στην ακινησία του καρέ. Αντίο Ιντεάλ, αντίο Πάλας, οι παλαιότεροι κινηματογράφοι των Αθηνών. Η πόλη πίνει για άλλη μια φορά το ελιξίριο της αφύσικης νεότητας, για να υποδεχτεί ολόφρεσκη νέους κατοίκους πλασμένους από αμνήμονα ύλη.
Ο κ. Μιχάλης Μακρόπουλος είναι συγγραφέας και μεταφραστής.