Ολοένα και βαθύτερα στην καθημερινότητά μας εισχωρεί η Τεχνητή Νοημοσύνη (ΑΙ), ακόμη και μέσω απλών εργαλείων που την εφαρμόζουν, όπως οι αναζητήσεις στο Διαδίκτυο. Μια τέτοια διαδικασία, όσο και αν φαίνεται ιδιαίτερα χρηστική, ελλοχεύει σημαντικούς κινδύνους καθώς τα αποτελέσματα που θα παρουσιάσει μπορεί να οδηγήσουν σε επικίνδυνα λανθασμένες κρίσεις, ειδικά σε θέματα υγείας.
Στις παγίδες που μπορεί να κρύβονται στη χωρίς περιορισμούς χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης ως εργαλείου συμβουλευτικής σε θέματα υγείας αναφέρεται και η υπό δημοσίευση έρευνα της ομάδας του καθηγητή Πολιτικής της Υγείας στη London School of Economics (LSE) Ηλία Μόσιαλου.
Σωστά, αλλά και λάθη
Μιλώντας στο περιθώριο του Συνεδρίου Υγείας (24th HealthWorld Conference), που έγινε πριν από λίγες μέρες στην Αθήνα, ο κ. Μόσιαλος εξήγησε πως στο πλαίσιο της έρευνας που αφορά δεδομένα Τεχνητής Νοημοσύνης συγκρίθηκαν οι απαντήσεις που έδωσαν διάφορα συστήματα Τεχνητής Νοημοσύνης για κοινά ιατρικά προβλήματα. Ειδικότερα ερωτήθηκαν για τα ίδια περιστατικά, για παράδειγμα ποια θα πρέπει να είναι η προσέγγιση όταν έχεις έναν υπερτασικό ασθενή ή ένα άτομο με διαβήτη με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, σε τέσσερις αγγλόφωνες χώρες.
«Λάβαμε σωστές απαντήσεις, αλλά λάβαμε και κάποιες πολύ λάθος απαντήσεις» ανέφερε ο κ. Μόσιαλος. Ειδικότερα, όπως εξήγησε, τα συστήματα ΑΙ ανέφεραν κατευθυντήριες οδηγίες συγκεκριμένου τύπου που δεν υπάρχουν.
«Δηλαδή τις κατασκεύασε η ίδια η Τεχνητή Νοημοσύνη ή σε άλλες απαντήσεις ανέφερε ότι η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία προτείνει τέσσερα πράγματα, τα δύο ήταν σωστά, τα άλλα δεν ήταν σωστά» πρόσθεσε ο καθηγητής.
Οπως εκτίμησε, ενώ έχουμε προχωρήσει με την ΑΙ, δεν είμαστε στο 100% της απόδοσής της.
«Πάντα πρέπει να συμβουλευόμαστε τον γιατρό μας» υπογράμμισε, προσθέτοντας πως η Τεχνητή Νοημοσύνη πρέπει να είναι εργαλείο και των γιατρών και των ασθενών.
«Οταν θα εξελιχθεί, θα βοηθήσει τους ασθενείς γιατί θα πηγαίνουν προετοιμασμένοι και οι γιατροί θα έχουν πολλά στοιχεία, καθώς θα αντλούν στοιχεία από τον ηλεκτρονικό τους φάκελο, ακόμα και πριν τους δουν» πρόσθεσε.
«Το μέλλον είναι προς την ΑΙ, αλλά θα πρέπει να είμαστε συγκρατημένοι σε αυτή τη φάση σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητά της» κατέληξε ο καθηγητής.
Δεύτερη γνώμη από την ΑΙ
Στη χρήση εργαλείων ΑΙ αναφέρεται και μέρος της έρευνας «Υγεία και Ευημερία» (2025), τα αποτελέσματα της οποίας θα ανακοινωθούν τον Δεκέμβριο στο Πανελλήνιο Συνέδριο για τα Οικονομικά και τις Πολιτικές της Υγείας. Σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία έχει στη διάθεση του «Το Βήμα», ένας στους τρεις Ελληνες (32%) χρησιμοποιεί κάποιο εργαλείο ΑΙ (Chatgpt, Copilot, Deepseek, Gemini). To ποσοστό αυτό, όπως επισημαίνει ο επίκουρος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Οικονομικής Αξιολόγησης των Τεχνολογιών Υγείας Κώστας Αθανασάκης στο Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω καθώς πρόκειται για στοιχεία που συλλέχθηκαν μέχρι και το καλοκαίρι της φετινής χρονιάς και έχει διαπιστωθεί ότι η ταχύτητα με την οποία κινείται η χρήση των εργαλείων αυτών είναι πολύ μεγάλη. Να αναφέρουμε ακόμη ότι, σύμφωνα με την ανάλυση, η χρήση είναι αρκετά διαδεδομένη σε άτομα ηλικίας 18-34 ετών (48% των συμμετεχόντων στην έρευνα) καθώς και στην επόμενη ηλικιακή ομάδα, 35-44 ετών (44%). Αρκετά χαμηλή είναι η χρήση τους στους άνω των 65 ετών (14%)
Από τους Ελληνες που έκαναν χρήση αυτών των εργαλείων ΑΙ, περισσότεροι από τους μισούς (51%) τα χρησιμοποίησαν και για να αντλήσουν πληροφορίες σχετικά με την υγεία τους. Στην κατηγορία αυτή, οι χρήστες έδωσαν πολλαπλές απαντήσεις (επέλεξαν πάνω από μία) και προέκυψαν τα εξής αποτελέσματα: το 61% αναζήτησε πληροφορίες σχετικά με συμπτώματα ασθενειών, 53% για να λάβει συμβουλές σχετικά με διατροφή ή άσκηση, το 33% ζήτησε και πήρε ιατρικές συμβουλές, ενώ ένα 30% επιβεβαίωσε ή επαλήθευσε τις συμβουλές που πήρε από τον γιατρό του.
Η τελευταία αυτή κατηγορία, σύμφωνα με τον κ. Αθανασάκη, αποτελεί και μία σημαντική πρόκληση, καθώς ένας στους τρεις χρήστες ζήτησε αυτό που λέμε δεύτερη ιατρική γνώμη από ένα εργαλείο ΑΙ και όχι από έναν άλλο γιατρό.
Η έρευνα προχώρησε λίγο πιο βαθιά στη συγκεκριμένη κατηγορία απαντήσεων και διαπίστωσε ότι εκείνοι που δεν ζήτησαν επιβεβαίωση από εργαλείο ΑΙ για να επαληθεύσει τη συμβουλή του γιατρού ανέφεραν ότι αν το χρησιμοποιούσαν και διαπίστωναν αντικρουόμενες απόψεις, θα απευθύνονταν είτε στον γιατρό τους και πάλι ή σε έναν άλλο γιατρό. Απέρριψαν δηλαδή την Τεχνητή Νοημοσύνη.
Αντικρουόμενες απόψεις
Την ίδια στιγμή, από το σύνολο εκείνων που χρησιμοποίησαν εργαλείο ΑΙ για την επαλήθευση της ιατρικής συμβουλής, το 26% εντόπισε αντικρουόμενες απόψεις μεταξύ του ΑΙ και του γιατρού τους. Το γεγονός αυτό βεβαίως επηρεάζει την κρίση και την εμπιστοσύνη του πολίτη. Το θετικό όμως εδώ είναι πως όταν προκύπτει διάσταση απόψεων ανάμεσα σε γιατρό και ΑΙ, ο πολίτης σε ποσοστό 96% δεν εμπιστεύεται τελικά την Τεχνητή Νοημοσύνη, αλλά ζητεί περαιτέρω συμβουλές από έναν γιατρό.
Από τα παραπάνω ο κ. Αθανασάκης εξάγει το συμπέρασμα ότι και μόνο το γεγονός ότι ένας πολίτης σκέφτεται ότι μπορεί να επηρεαστεί και να δώσει σημασία στο αποτέλεσμα που θα του παρουσιάσει ένα εργαλείο ΑΙ, ώστε να αναζητήσει εκ νέου συμβουλή, δείχνει το πόσο ισχυρό έχει γίνει αυτό εργαλείο.
Ο επίκουρος καθηγητής σημειώνει ότι έχει επικρατήσει η άποψη ότι ένα εργαλείο ΑΙ είναι πιο αντικειμενικό και ανεπηρέαστο από άλλες συνθήκες, ενώ ένας γιατρός, ο οποίος είναι άνθρωπος, μπορεί να επηρεαστεί από μια κοινωνική συνθήκη.
Ομως και εδώ υπάρχει ένα μεγάλο ερωτηματικό για το πόσο ανεπηρέαστη μπορεί να είναι η Τεχνητή Νοημοσύνη. «Για παράδειγμα, ένα εργαλείο Τεχνητής Νοημοσύνης το οποίο έμαθε να λειτουργεί για τον γενικό πληθυσμό μπορεί να αντιμετωπίσει ειδικές ομάδες; Μάλλον όχι. Και μάλλον θα δώσει λάθος συμβουλές. Υπάρχει λοιπόν ένα ρυθμιστικό ζήτημα. Υπάρχουν πιθανότατα ζητήματα ισότητας και μεροληψίας. Το εργαλείο δεν ξέρει να σε εξετάσει, να σου απαντήσει σωστά. Δεν απαντά στην περίπτωσή σου. Αυτά τα εργαλεία δεν έχουν ανθρώπινη λογική. Εχουν “σειριακή λογική”. Απαντούν με βάση αυτό που τους έχεις πει και αυτό που βλέπουμε. Και βεβαίως, τι γίνεται με την εμπιστοσύνη απέναντι στο σύστημα Υγείας; Θα τη βοηθήσει ή θα την υποβαθμίσει; Και, φυσικά, υπάρχει ένα πάρα πολύ μεγάλο ρυθμιστικό κομμάτι, το οποίο αυτή τη στιγμή συζητείται» σημειώνει ο κ. Αθανασάκης.



