Κοινή είναι η πεποίθηση σε αναλυτές, οικονομολόγους και τραπεζίτες, εγχώριους και ξένους, ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις, ιδιαιτέρως οι εξωστρεφείς και οι μεγαλύτερες, ζουν περίοδο ανάπτυξης, μεγέθυνσης, συγκέντρωσης και ισχυρού παραγωγικού, τεχνολογικού, κεφαλαιουχικού και οργανωτικού μετασχηματισμού.

Μετά το σοκ της μακράς, σχεδόν δεκαετούς, οικονομικής κρίσης, κατάφεραν να ανασυγκροτηθούν και να αναγεννηθούν.

Σήμερα μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι οι περίπου 500 ισχυρότερες επιχειρήσεις της χώρας αποκατέστησαν βαθμιαία την κερδοφορία τους, απομείωσαν την εξάρτησή τους από τον δανεισμό, περιόρισαν το χρηματοοικονομικό βάρος των επενδύσεών τους, ήλεγξαν το κόστος λειτουργίας τους, έχουν δημιουργήσει υγιή παραγωγικά οικοσυστήματα σε ορισμένους κλάδους, καλύτερες συνδέσεις με τις εφοδιαστικές αλυσίδες και αποδοτικότερα σχήματα διαχείρισης, μεταφοράς και διανομής των προϊόντων τους.

Σταθερή απασχόληση

Ταυτόχρονα κατάφεραν να προσελκύσουν καλά εκπαιδευμένο προσωπικό, προσφέροντας καλύτερες αμοιβές και περιβάλλον σχετικής εργασιακής ασφάλειας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η εντύπωση ότι ο ιδιωτικός τομέας μπορεί πλέον να προσφέρει συνθήκες σταθερής απασχόλησης και εισοδηματικής εξέλιξης. Και οι περισσότερες από αυτές επενδύουν διευρύνοντας τον κύκλο των δραστηριοτήτων τους.

Κοινώς οι μεγαλύτερες των ελληνικών επιχειρήσεων δείχνουν ενεργές και δραστήριες. Ο τομέας της ενέργειας, για παράδειγμα, έχει διευρύνει σημαντικά τις δυνατότητές του. Δίπλα στη ΔΕΗ, που μετασχηματίστηκε παραγωγικά και διευρύνει συνεχώς την παρουσία της σε Ελλάδα και εξωτερικό, εξελίσσονται ευθέως ανταγωνιστικά ιδιωτικά σχήματα ηλεκτροπαραγωγής και εμπορίας ηλεκτρικού ρεύματος, τα οποία καινοτομούν και αναδεικνύουν νέες αξίες, προσελκύοντας διεθνείς επενδυτές και ισχυρούς χρηματοδοτικούς πόρους.

H τελευταία στρατηγική συμφωνία μεταξύ ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και Motor Oil είναι δηλωτική της δυναμικής ανάπτυξης του τομέα και των ευκαιριών που δημιουργεί.

Αντιστοίχως, εξαιρετικές είναι οι επιδόσεις των κατασκευαστικών επιχειρήσεων. Πλήρεις εμπειριών πλέον, οι ελληνικές κατασκευαστικές έχουν συγκροτήσει ένα οικοσύστημα παραγωγικών και τεχνικών δυνατοτήτων που θα ζήλευαν παραδοσιακά ευρωπαϊκά κατασκευαστικά σχήματα.

Καταδεικνύεται η πρόοδος τόσο από την ποιότητα των κατασκευών όσο και από τις λύσεις που επιλέγουν στη διεκπεραίωση σύνθετων και δύσκολων έργων.

Δυναμική ανάπτυξη

Η ανάπτυξη του τομέα των μετάλλων επίσης έχει να επιδείξει ισχυρούς διεθνοποιημένους ομίλους. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι ο πολυσχιδής όμιλος METLEN του Ευάγγελου Μυτιληναίου, που ενσωματώνει πλήθος δραστηριοτήτων, από την παραγωγή αλουμινίου και την ηλεκτροπαραγωγή μέχρι την άμυνα και τις κατασκευές, διεκδικεί με αξιώσεις την ένταξή της στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου με την ήδη εξελισσόμενη δημόσια πρόταση ανταλλαγής μετοχών.

Επίσης, τα τελευταία χρόνια ο διευρυμένος όμιλος της Βιοχάλκο, που διαθέτει στην απαιτητική διεθνή αγορά προηγμένα προϊόντα αλουμινίου, σύγχρονα και εξελιγμένα καλώδια, όπως και αξιόπιστους μεταλλικούς σωλήνες, εμφανίζει δυναμική ανάπτυξη συμμετέχοντας με τα αγαθά και τις λύσεις της σε σύνθετα έργα σε όλον τον κόσμο, από την Ευρώπη μέχρι τη Λατινική Αμερική.

Ο τομέας των τροφίμων ταυτόχρονα εξελίσσεται δυναμικά και έχει να επιδείξει ταχέως αναπτυσσόμενες και συνεχώς μεγεθυνόμενες εξωστρεφείς επιχειρηματικές δυνάμεις. Τα Ελληνικά Γαλακτοκομεία της οικογένειας Σαράντη από τα Τρίκαλα, με ευρεία γκάμα προϊόντων, από τυριά, γάλατα και γιαούρτια μέχρι χυμούς χωρίς ζάχαρη και μοντέρνες εκδοχές αμυγδάλου, είναι ίσως ο ταχύτερα αναπτυσσόμενος όμιλος.

Διαθέτοντας ένα μοντέρνο, αυτοματοποιημένο και ρομποτικά υποστηριζόμενο εργοστάσιο, πρόσφατα εξαγόρασε την ιστορική Δωδώνη και σύμφωνα με πληροφορίες φέρεται διατεθειμένος να διεκδικήσει με αξιώσεις την επίσης ιστορική, πωλούμενη από το CVC, γαλακτοβιομηχανία ΔΕΛΤΑ, έχοντας απέναντι ισχυρούς παίκτες, όπως τον συνεταιρισμό του προέδρου του ΣΕΒ Σπύρου Θεοδωρόπουλου με την κυρία Μαίρη Χατζάκη της ΜΕΒΓΑΛ, η οποία φιλοδοξεί να ανεβάσει στα 2 δισ. ευρώ τις ετήσιες πωλήσεις του μακεδονικού σχήματος που ηγείται.

Και βεβαίως να υπερβεί τη διεκδίκηση της Ιντεάλ του Λάμπρου Παπακωνσταντίνου, ο οποίος έχει εκδηλώσει το ενδιαφέρον του για τη ΔΕΛΤΑ. Στην τραπεζική και επιχειρηματική αγορά εκτιμούν ότι είναι θέμα χρόνου η ολοκλήρωση των πυκνών διαπραγματεύσεων του CVC με τους ενδιαφερόμενους αγοραστές, με τίμημα μεταξύ 250 και 350 εκατομμυρίων ευρώ.

Συγκέντρωση

Πέραν αυτών υπάρχει πλήθος αναπτυσσόμενων επιχειρήσεων στην ευρύτερη ζώνη των τροφίμων και ποτών, οι περισσότερες των οποίων είναι διεκδικήσιμες από μεγαλύτερες και ισχυρότερες, μέρος δηλαδή της εξελισσόμενης διαδικασίας συγκέντρωσης στον αγροδιατροφικό τομέα.

Στις τράπεζες εκθειάζουν επίσης το οικοσύστημα που έχει συγκροτηθεί στην ευρύτερη ζώνη παραγωγής φαρμάκων. Οι ελληνικές φαρμακευτικές έχουν ισχυροποιηθεί τα τελευταία χρόνια και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην πανευρωπαϊκή αγορά φαρμάκων.

Πλέον δεν περιορίζονται στα γενόσημα, παρά προχωρούν και στην παραγωγή πρωτότυπων φαρμάκων, συνδεόμενες με ερευνητικά σχήματα των ελληνικών πανεπιστημίων. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι τις προηγούμενες μέρες, κατά την τρίτη παρουσίαση της Μονάδας Μεταφοράς Τεχνολογίας και Καινοτομίας «Αρχιμήδης» του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ανεδείχθη ένα νέο δίκτυο, ένας νέος μηχανισμός σύνδεσης πανεπιστημίων, ερευνητών και επιχειρήσεων που φέρει τον τίτλο «Γέφυρα Τεχνολογίας».

Στο δίκτυο αυτό συμμετέχουν το ΕΚΠΑ με ρόλο συντονιστή, το Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο Κρήτης, το Δημοκρίτειο Θράκης, το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, το Χαροκόπειο και το Ιδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών. Παρουσιάζοντας το νέο δίκτυο ο πρύτανης του ΕΚΠΑ Γεράσιμος Σιάσος αναφέρθηκε ακριβώς στους αναπτυσσόμενους δεσμούς των ιδρυμάτων με φαρμακοβιομηχανίες, σημειώνοντας ότι συγκροτούνται ξεχωριστά σχήματα spin-offs ικανά να αναπτύξουν νέα αντικαρκινικά φάρμακα, θεραπείες νευρολογικών παθήσεων, ιατρική ακριβείας και καινοτομίες στην οφθαλμολογία.

Οι μονάδες υγείας

Γενικώς στις τράπεζες παρακολουθούν με εξαιρετικό ενδιαφέρον την όλη ζώνη παροχής υπηρεσιών υγείας, συνδυασμένων με την ανάπτυξη σχετικών, ακαδημαϊκού επιπέδου, εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων. Ιδιαιτέρως αξιολογείται η εξαγορά του 60% της Hellenic Healthcare Group από την PureHealth Holding του Αμπου Ντάμπι, που είναι ο μεγαλύτερος όμιλος παροχής υπηρεσιών υγείας της Μέσης Ανατολής έχοντας στην κατοχή του 100 νοσοκομεία, 300 κλινικές, δεκάδες διαγνωστικά κέντρα, αλυσίδες φαρμακείων και χρηματιστηριακή αξία 11 δισ. δολαρίων.

Στις τράπεζες εκτιμούν ότι γύρω από τις 10 εξαγορασθείσες ελληνικές μονάδες υγείας, μεταξύ των οποίων το ΥΓΕΙΑ, το Μετροπόλιταν, τα μαιευτήρια Μητέρα και Λητώ και άλλα, θα επιχειρηθεί η συγκρότηση μιας ισχυρής βάσης παροχής υπηρεσιών ιδιωτικής υγείας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.

Οπως σημειώνουν, σκοπός του αραβικού ομίλου είναι να εκμεταλλευτεί την καλή φήμη που έχουν αποκτήσει πανευρωπαϊκά οι έλληνες γιατροί και την πεποίθηση που έχει δημιουργηθεί ότι από τις ελληνικές ιατρικές σχολές αποφοιτούν πολύ καλοί επιστήμονες.

Αλλαγή μοντέλου

Πληροφορίες αναφέρουν ότι θα επιδιωχθεί συνεργασία με την Ιατρική Σχολή Αθηνών για την ίδρυση παραρτήματός της στην Κύπρο, με σκοπό την ανάπτυξη αξιόπιστων εκπαιδευτικών υπηρεσιών υγείας, ικανών να απορροφήσουν φοιτητές από την ευρύτερη ζώνη της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.

Ο πρύτανης του ΕΚΠΑ, γιατρός ο ίδιος, γοητεύεται με την ιδέα και τη διασύνδεση της Ιατρικής Σχολής με την ευρύτερη εξωστρεφή ανάπτυξη της ιδιωτικής αγοράς παροχής υπηρεσιών υγείας.

Γενικώς η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι συνολικά ο ιδιωτικός τομέας ανθεί στην κυριολεξία τα τελευταία χρόνια.

Ο διευθύνων σύμβουλος της Εurobank Φωκίων Καραβίας εκτιμά ότι αναπτύσσεται ταχέως, αν και ακόμη απέχει από τους επιθυμητούς ρυθμούς. «Θα έπρεπε να εξελίσσεται ακόμη πιο γρήγορα προς την κατεύθυνση αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου» δηλώνει χαρακτηριστικά και «να μη μένει προσανατολισμένος στον τουρισμό και τα ακίνητα».

Επισημαίνει ότι παρά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα η διοίκηση και ο κρατικός μηχανισμός παραμένουν σε αντι-επιχειρηματική λογική και στάση. Τα εμπόδια, γραφειοκρατικά και άλλα, πολλαπλασιάζουν τον χρόνο και κατ’ επέκταση το κόστος ολοκλήρωσης των επενδύσεων και αποθαρρύνουν τις επιχειρήσεις. Και αυτό επιβάλλεται να αλλάξει, τονίζει με ένταση.