Είναι «καυτή πατάτα» για όλους τους κυβερνώντες σε κάθε γωνιά της γης το συνταξιοδοτικό. Αλλά αν δεν τη «διαπραγματευθεί» στη δεύτερη θητεία του ένας πρόεδρος με εκτελεστικές εξουσίες που δεν έχει δυνατότητα τρίτης θητείας – άρα αδιαφορεί για το πολιτικό κόστος -, πότε άλλοτε θα λυθεί ο Γόρδιος Δεσμός; Στη γαλλική εκδοχή του γρίφου η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού ήταν υπόσχεση του Εμανουέλ Μακρόν από την πρώτη προεδρική εκστρατεία του, το 2017. Το 2020 άνοιξε το ντοσιέ, αλλά γρήγορα το ξανάκλεισε λόγω της πανδημίας και της εκλογικής διεκδίκησης μιας δεύτερης θητείας που πλησίαζε.
Αποφασισμένοι
«Το ζητούμενο είναι να επιτευχθεί συναίνεση» διαβεβαίωσε την περασμένη Τρίτη ο υπουργός Εργασίας Ολιβιέ Ντισό αναφερόμενος στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού. Είχαν προηγηθεί από το Σαββατοκύριακο εντατικές διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους και τον ειδικό εισηγητή των μεταρρυθμίσεων, παλαίμαχο κεντρώο πολιτικό Φρανσουά Μπεϊρού.
Διαπραγματεύσεις που κατέληξαν σε αδιέξοδο εξαιτίας της άρνησης συνεργασίας του μεγαλύτερου εργατικού συνδικάτου της Γαλλίας CFDT. Αλλά η εκτελεστική εξουσία φέρεται αποφασισμένη να «περάσει» αυτή τη μεταρρύθμιση, ακόμη κι αν καταφύγει στη δυνατότητα που δίνει στην Εθνοσυνέλευση το γαλλικό Σύνταγμα για «αναγκαστική ψήφιση» ενός νομοθετήματος.
Το σημείο τριβής
Η κυβέρνηση κρατά ηθελημένα το ακριβές περιεχόμενο της μεταρρύθμισης ασαφές, αλλά η μετάθεση του κατώτατου ορίου ηλικίας για πλήρη συνταξιοδότηση από τα 62 στα 64 ή και στα 65 έτη φαίνεται να επιβεβαιώθηκε για τον πρόεδρο Μακρόν. Αυτό είναι και το σημείο τριβής στις διαπραγματεύσεις. Η ρύθμιση δηλαδή στην οποία αντιδρούν συνδικάτα και αντιπολίτευση επιβραδύνοντας μια ήδη αργή διαδικασία, που όπως ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας εξέφρασε την ελπίδα να ολοκληρωθεί και «τα πρώτα στοιχεία της μεταρρύθμισης να εφαρμοστούν το 2023, διότι επείγει η εξισορρόπηση του συστήματος».
Τι δυνατότητες έχουν ο Μακρόν και η κυβέρνηση της Ελιζαμπέτ Μπορν για να επιταχύνουν την πολιτική τους στις συντάξεις; Για να παρακάμψουν τη χρονοβόρα διαδικασία της κατάρτισης, συζήτησης και ψήφισης ενός νομοσχεδίου διαθέτουν τη συνταγματική δυνατότητα να εντάξουν τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού ως ξεχωριστό διάταγμα στο Σχέδιο Νόμου για τη Χρηματοδότηση της Κοινωνικής Ασφάλισης, η συζήτηση του οποίου στην Εθνοσυνέλευση θα ξεκινήσει στις 20 Οκτωβρίου.
«Αναγκαστική ψήφιση»
Πρόκειται για μια διαδικασία η οποία χαρακτηρίζεται ως «αναγκαστική ψήφιση» του νομοσχεδίου και εκλαμβάνεται ως εκβιαστική ακόμα και από βουλευτές της πλειοψηφίας και δη του συνεργαζόμενου με την κυβέρνηση κόμματος MoDem του ειδικού εισηγητή της μεταρρύθμισης, Φρανσουά Μπεϊρού.
«Αν καταφύγουμε στη μέθοδο αυτή πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι θα συσπειρώσουμε την αντιπολίτευση κατά της μεταρρύθμισης και στη συνέχεια θα διχάσουμε τη γαλλική κοινωνία» σημείωσε ο Μπεϊρού, ο οποίος δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να κατατεθεί στην Εθνοσυνέλευση ακόμα και πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης.
«Δεν είναι η λύση»
Το πρόβλημα είναι ότι η πρόταση δυσπιστίας θα μπορούσε να υπερψηφιστεί και από το MoDem – και να πέσει δηλαδή η κυβέρνηση Μπορν. Ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του κεντρώου κόμματος Ζαν-Πολ Ματεΐ δήλωσε ευθέως στον Τύπο ότι «καμία μεταρρύθμιση, μικρή ή μεγάλη, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή με διατάγματα». Ο Ματεΐ ξεκαθάρισε ότι οι 49 βουλευτές του MoDem «θα καταψηφίσουν το διάταγμα αυτό».
Την Τρίτη το πρωί ο Ολιβιέ Ντισό δήλωσε, ωστόσο, ότι «αν βρεθούμε σε αδιέξοδο διαθέτουμε και συνταγματικά εργαλεία για να προχωρήσουμε». Ο υπουργός Εργασίας αναφέρθηκε στο περίφημο άρθρο 49 παράγραφος 3 του γαλλικού Συντάγματος περί «αναγκαστικής ψήφισης», στο οποίο είχε καταφύγει εξάλλου και ο πρώην πρωθυπουργός Εντουάρ Φιλίπ το 2020 για να προωθήσει τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, αλλά τον πρόλαβε η λαίλαπα του κορωνοϊού.
Το Βερολίνο εθνικοποίησε και δεύτερη ενεργειακή εταιρεία
Η Γερμανία επιβεβαίωσε την περασμένη Τετάρτη την εθνικοποίηση του ενεργειακού κολοσσού Uniper που παρέπαιε μετά τις περικοπές των εισαγωγών ρωσικού αερίου. Η κυβέρνηση αποφάσισε να προσθέσει άλλα 8 δισ. ευρώ στο συνολικό πακέτο διάσωσης του μεγαλύτερου εισαγωγέα ρωσικού φυσικού αερίου στη Γερμανία. Είναι η δεύτερη εθνικοποίηση ενεργειακής επιχείρησης που αποφασίζει μέσα σε μία εβδομάδα το Βερολίνο, καθώς στα μέσα Σεπτεμβρίου ανέλαβε από τη ρωσική Rosneft τον έλεγχο ενός διυλιστηρίου πετρελαίου, που προμηθεύει στη γερμανική πρωτεύουσα το 90% των καυσίμων που καταναλώνει συνολικά.
Η Uniper, η μετοχή της οποίας έχει φθάσει να χάνει το 39% της αξίας της και να πέφτει στα 2,55 ευρώ στο Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης, ξέμεινε από μετρητά λόγω των ακριβών προμηθειών φυσικού αερίου από άλλες πηγές που άρχισε να πραγματοποιεί μετά το σταδιακό κλείσιμο της στρόφιγγας εκ μέρους της Μόσχας. Τον Ιούλιο η γερμανική κυβέρνηση είχε εγκρίνει πακέτο διάσωσης της εταιρείας ύψους 15 δισ. ευρώ, το οποίο όμως αποδείχθηκε ανεπαρκές. Το γερμανικό Δημόσιο αναγκάζεται να εισφέρει περισσότερα μετρητά για να εξαγοράσει το πλειοψηφικό μερίδιο που κατέχει στη Uniper η φινλανδική εταιρεία κοινής ωφελείας Fortum – το τίμημα ορίστηκε στα 1,70 ευρώ ανά μετοχή.
Μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας η μετοχή της Fortum εκτινάχθηκε κατά 14% υψηλότερα στα 13,82 ευρώ στο Χρηματιστήριο του Ελσίνκι, σύμφωνα με το Reuters. Το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε ότι μετά την ολοκλήρωση της αύξησης κεφαλαίου και την εξαγορά του μεριδίου της Fortum, η κυβέρνηση θα κατέχει το 99% της Uniper. «Η κυβέρνηση απέδειξε πως κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να κρατήσει τις επιχειρήσεις σταθερές στην αγορά» δήλωσε στους δημοσιογράφους ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ.
Πρόσθεσε ότι η κυβέρνηση θα επιβάλει από τις αρχές Οκτωβρίου μια επιβάρυνση στους καταναλωτές φυσικού αερίου προκειμένου να βοηθηθούν οι εισαγωγείς να αντιμετωπίσουν τα αυξημένα κόστη.
Οι γερμανικές εταιρείες εισαγωγής φυσικού αερίου έχουν βυθιστεί στο κόκκινο επειδή δεν μπορούν να μετακυλίσουν ευθέως στους καταναλωτές τις αυξήσεις του κόστους εισαγωγής.
Εν τω μεταξύ μένεα πνέουν κυβέρνηση, πολιτικά κόμματα και κοινή γνώμη στη Φινλανδία για τις εκτεταμένες ζημίες που αναλαμβάνει η Fortum εξαιτίας της συμμετοχής της στη Uniper. Η φινλανδική εταιρεία διευκρίνισε ότι, βάσει της συμφωνίας, θα πρέπει να λάβει πίσω δανειακό πακέτο ύψους 4 δισ. ευρώ και επίσης να απεμπλακεί από εγγυήσεις άλλων 4 δισ. ευρώ που είχε χορηγήσει στη Uniper νωρίτερα εφέτος.