Ποιητής, λογοτέχνης, μεταφραστής, ο Στρατής Πασχάλης ανήκει εξίσου στο θέατρο, με τις διασκευές του που μεταφέρονται στη σκηνή. Τώρα ήρθε η ώρα για το «Τρίτο  στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή και τη δική του ανάγνωση πάνω στο «σημαντικότερο πεζογραφικό αφήγημα που γράφτηκε μετά τον Πόλεμο» όπως λέει. Η παράσταση ανεβαίνει από τον Στάθη Λιβαθινό και την ομάδα του στο Θέατρο Τέχνης.

Πώς ξεκίνησε το θεατρικό «Τρίτο στεφάνι»;

«Από μια δική μου ιδέα. Ο Στάθης ήθελε να κάνει κάτι ελληνικό. Είχα στον νου μου το “Τρίτο στκεφάνι”, που έχει μεν ανέβει με ενδιαφέρουσες παραστάσεις, αλλά εγώ το έβλεπα από μια άλλη πλευρά, μια νέα ανάγνωση. Οταν του το πρότεινα, ενθουσιάστηκε και ξεκινήσαμε».

Ποια είναι η σχέση σας με το μυθιστόρημα;

«Το διάβασα φοιτητής τη δεκαετία του ’70. Το άκουγα στο Γ’ Πρόγραμμα με τη Ρένα Βλαχοπούλου και τη Σμάρω Στεφανίδου. Μετά είδα και τις παραστάσεις. Πάντα με απασχολούσε, διότι έβλεπα και κάτι πέρα από το ηθογραφικό και γραφικό στοιχείο, το οποίο φυσικά είναι το υλικό του.

Ηταν κάτι πιο βαθύ, που ούτε από τους μελετητές ήταν πάντα διακριτικά προσδιορισμένο και από τις ερμηνείες, το κοινό δεν το εισέπραττε με αυτόν τον τρόπο. Δεν έκανα τίποτε άλλο από το να πιστέψω τα λόγια του Ταχτσή.

Σε συνεντεύξεις του τόνιζε ότι είναι μεν ένα υλικό ρεαλισμού, νατουραλισμού, αλλά αυτός που το έγραψε έχει διαβάσει υπερρεαλισμό, αντι-μυθιστόρημα. Εμμεσα δηλαδή έλεγε ότι είναι ένας διανοούμενος και ότι δεν είναι ένα λαϊκό μυθιστόρημα. Η δημοφιλία του έδωσε μια λαϊκότητα, πράγμα καθόλου κακό. Πιστεύω ότι μόνον αν ένα έργο γίνει πραγματικά λαϊκό, αξίζει».

Πώς το χαρακτηρίζετε;

«Είναι ένας δραματικός μονόλογος, μετέωρος, στο κενό, χωρίς την αφηγηματική σύμβαση των κλασικών μυθιστορημάτων, ακόμα και των πρωτοποριακών. Δεν ακούγεται δηλαδή το συγγραφικό εγώ. Εχει υποκατασταθεί από δύο πρόσωπα, τα οποία μονολογούν έμμεσα ή άμεσα. Αν προσέξει κανείς τη γλώσσα, δεν είναι γλώσσα που την προσδιορίζει ούτε η ταξική θέση των ηρωίδων ούτε και η γλώσσα της καθημερινότητας. Δείχνει απόλυτα φυσική.

Κι αν την προσέξεις στη λεπτομέρειά της θα δεις ότι είναι ένα γλωσσικό παλίμψηστο όπου αποτυπώνεται από τη γλώσσα των Ευαγγελίων ως των ελαφρών τραγουδιών της δεκαετίας του Μεσοπολέμου, την εκκλησιαστική γλώσσα ή την αρχαία. Για μένα είναι το σημαντικότερο πεζογραφικό αφήγημα που γράφτηκε μετά τον Πόλεμο – το λέω απερίφραστα. Πιστεύω ότι δύο έργα σημαντικά γράφτηκαν μετά τον Πόλεμο, το “Αξιον Εστί” και το “Τρίτο στεφάνι”.

Παραδόξως και στα δύο, οι συγγραφείς τους μέσα από τα πάθη του ελληνισμού μιλούν για τα προσωπικά τους παθήματα. Στον μεν Ελύτη με έναν τρόπο πιο ηρωικό, στον δε Ταχτσή με έναν τρόπο πιο ψυχολογικό-υπαρξιακό. Γιατί στο “Τρίτο στεφάνι” ανιχνεύονται τα θεμελιώδη τραύματα που υπάρχουν στη ρίζα του ελληνισμού κι αυτά που τροφοδότησαν τους αρχαίους μύθους.

Αν σκεφτεί κανείς ότι η Νίνα συνεχίζει τη ζωή της, παρ’ όλες τις αντιξοότητες, αψηφώντας τον θάνατο, περήφανη και προσηλωμένη σε αυτή την ανάγκη να βιώσει την περιπέτεια της ύπαρξης μέχρι τέλους, αυτό έχει ένα στοιχείο ελληνικότητας».

Στην ελληνικότητα βασιστήκατε;

«Είναι το βασικό σκεπτικό και όλης της διασκευής: Το μετέωρο, το αφαιρετικό, χωρίς περιγραφικότητες, το στοιχείο ενός νατουραλισμού, που όμως έχει αποτυπωθεί με έναν πολύ καλόγουστο, έμμεσο, μοντέρνο τρόπο. Ξεχώρισα τα κομμάτια που μας ενδιέφεραν, δημιούργησα διαλόγους, άφησα τα κομμάτια του δραματικού μονολόγου. Αν το μετατρέψεις σε απόλυτη σκηνική περιγραφική δράση, θυσιάζεις το ύφος του.

Πίσω απ’ αυτό είναι η δική του γλώσσα και στις δύο γυναίκες. Από εκεί και πέρα ο Στάθης Λιβαθινός συνέχισε με κάποιες εκπλήξεις και παρεμβάσεις. Σαφώς είναι μια δουλειά που περνά από πολλά στάδια κι όλα αυτά μετουσιώνονται, συγχωνεύονται σε μια ώσμωση για να δώσουν ένα αποτέλεσμα αλχημικό. Το δούλευα εδώ και ενάμιση χρόνο σε καθημερινή βάση. Κράτησα πολλές σημειώσεις και αποτύπωσα τη δημιουργική μου ανάγνωση».

Η διασκευή έχει προσωπικά στοιχεία;

«Δεν μπορείς να είσαι προσωπικός με τον Ταχτσή. Πολλοί αναφέρονται στο προσωπικό του δράμα, στο οικογενειακό. Αυτό όμως είναι τόσο αντικειμενοποιημένο σε μια πραγματικότητα όπου το συγγραφικό εγώ έχει χαθεί που εμένα με συγκλονίζει – για μένα αυτό είναι το νόημα της τέχνης. Η Νίνα και η Εκάβη έχουν από τον Ταχτσή όσο η Τζοκόντα από τον Ντα Βίντσι. Οι περισσότεροι έλληνες συγγραφείς μιμούνται την Ευρώπη και την Αμερική. Εκείνος δεν το καταδέχεται ενώ το ξέρει.

Είναι ένας κοσμοπολίτης. Μιλούσε ξένες γλώσσες, είχε ταξιδέψει, είχε ζήσει περιπετειωδώς στο εξωτερικό, ήξερε τις κουλτούρες – μέχρι και με τον κινηματογράφο είχε ασχοληθεί. Κι όμως γράφοντας, περιορίστηκε σε αυτό το φτωχό, λιτό σκηνικό που είναι η Ελλάδα και μόνο. Δείχνει ένα καλό γούστο. Δεν αφήνει πουθενά να υπάρξει ο ίδιος. Είναι ένα μικρό γλωσσικό σύμπαν όπου ο ίδιος έχει ενσωματώσει πολλά πράγματα, είτε βιωματικά, βιοτικά, είτε από παρατήρηση.

Και δεν αφήνει πουθενά αυτό να ξεπεράσει την απλή κουβέντα δύο απλών γυναικών. Αρχίζει με έναν μονόλογο καθημερινότητας από τη γειτονιά. Αλλά αν το διαβάσετε στην υψηλή κλίμακα είναι αρχαίο δράμα. Αν φωνάξετε, ακούτε την Παξινού. Εχει και μια θεατρικότητα – είναι δραματικός μονόλογος. Πιστεύω ότι δεν ήταν άνθρωπος τόσο της λογοτεχνίας, που ήταν, αλλά κυρίως του θεάτρου».

Και του ενός μυθιστορήματος;

«Μα δεν μπορούσε να γράψει τίποτε άλλο μετά από αυτό, όπως ο Ρεμπό. Αν έχεις πετύχει αυτό που πέτυχε ο Ταχτσής με το “Τρίτο στεφάνι”, δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτε άλλο. Είναι ένα απόλυτο όριο. Είναι το “εγώ, είμαι ένας άλλος” του Ρεμπό. Εκείνος έγινε αυτές οι γυναίκες. Δεν υπάρχει ως εγώ συγγραφικό κι αυτό είναι το ιδανικό για ένα συγγραφέα, για έναν καλλιτέχνη. Ποιος μπορεί να δει το εγώ πίσω απ’ τα αρχαία αγάλματα; Αυτό πέτυχε και είναι απολύτως ελληνικό. Είναι η απόλυτη στιγμή της απελευθέρωσης από τον εαυτό σου».

Τον γνωρίσατε;

«Είχα πάει μια φορά σπίτι του, με τη Μαρίνα Καραγάτση, στα γενέθλιά του. Ηταν συμπαθής, χαρούμενος, γενναιόδωρος, φιλόξενος. Τον μνημονεύουν σαν έναν δύσκολο άνθρωπο, που μπορεί να ήταν. Η αίσθησή μου ήταν διαφορετική. Ηταν ένας εναγώνιος άνθρωπος».

Μιλήστε μου για το νέο σας μυθιστόρημα;

«”Η κατακόμβη των Αγίων Αγνώστων” (σ.σ.: Κάπα Εκδοτική, 2025). Πριν πολλά χρόνια βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη σε ένα ξενοδοχείο και δίπλα υπήρχε ένα κτίριο παλιό, ανακαινισμένο, που δεν ξέρω γιατί, άρχισε να μου φέρνει έντονα την αίσθηση του πατέρα μου. Είχε ζήσει στη Θεσσαλονίκη, είχε κάνει και ένα μυστηριώδες ταξίδι στην Κατοχή, και πάντα μιλούσε γι’ αυτή την πόλη με θαυμασμό. Ετσι σκέφτηκα να γράψω κάποιες μνήμες.

Επιστρέφοντας στην Αθήνα, προσπάθησα να συνεχίσω, ανεπιτυχώς. Ενας φίλος μου πρότεινε να γράψω κάτι ποιητικό, μια που ποίηση γράφω. Δοκίμασα να γράψω ποιητικά πεζά, κι όταν άρχισα, δεν μπορούσα να σταματήσω – κράτησε 10-15 χρόνια. Μέχρι που αποφάσισα να επεξεργαστώ το υλικό για να ολοκληρωθεί σαν ένα αφήγημα που όμως είναι σαν να διαβάζεις ένα ποίημα σε πεζό με υπόθεση. Πάντα αντλούμε από τον κόσμο των βιωμάτων, αλλά μετουσιωμένα μέσα από τη φαντασία. Η απαρχή της αφήγησης είναι το ασυνείδητο. Εκεί είναι η πηγή γι’ αυτό που λένε έμπνευση».

INFO «Το τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή. Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός. Στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν – Σκηνή Φρυνίχου.