Παραμένει εξαιρετικά δραστήριος και δημιουργικός ο Χρήστος Νικολόπουλος, είτε παίζοντας στο «Περιβόλι του Ουρανού», στην Πλάκα, κάθε Παρασκευή και Σάββατο βράδυ, αλλά και τα μεσημέρια της Κυριακής, με την Πίτσα Παπαδοπούλου, τον Στέλιο Διονυσίου και την Ελεάνα Παπαϊωάννου, είτε κυκλοφορώντας άλμπουμ σαν «Τα απρόοπτα (Κύκλος Β)». Πρόκειται για δουλειά με πολύ ωραία τραγούδια, όπως «Η γάτα» με την πληθωρική ερμηνεία του Σταμάτη Κραουνάκη, το «Και τι έγινε τι» με τη φωνή της Μελίνας Ασλανίδου και το συγκινητικό «Γεράσανε τα χρόνια μας», το οποίο μοιράζονται τραγουδιστικά ο ίδιος ο συνθέτης με τον Χρήστο Θηβαίο. Με αφορμή αυτή τη μουσική έκδοση ο Χρήστος Νικολόπουλος μίλησε στο «Βήμα» για την πηγαία καλλιτεχνική του φλέβα, την ταινία-φαινόμενο «Υπάρχω» και τα μεγάλα του απωθημένα.
Είχαμε τα πρώτα «Απρόοπτα» πριν από λίγα χρόνια και τώρα έχουμε τη συνέχεια αυτής της δουλειάς. Είναι τραγούδια που γράφτηκαν περίπου την ίδια περίοδο; Είχατε εξαρχής στο μυαλό σας ότι θα υπάρχει Κύκλος Α και Κύκλος Β;
«Ναι, ακριβώς, τα πρώτα “Απρόοπτα” γράφτηκαν μέσα στον κορωνοϊό. Εχω έναν συνεργάτη, τον Νίκο Αναγνωστάκη, που έγραψε τους στίχους, είναι και φίλος μου πάρα πολλά χρόνια, και ιδιοκτήτης του Ογδοου, του site που κάνει και εκδόσεις. Την περίοδο της πανδημίας συναντιόμασταν σαν να ήμασταν σε κρυφό σχολειό, σε μια καφετέρια που είχε κάτι καθίσματα έξω και είπαμε να κάνουμε έναν δίσκο. Επειδή έγινε υπό πολύ ειδικές συνθήκες, είπαμε να προγραμματίσουμε και άλλον έναν. Στον Κύκλο Α είχαμε άλλους τραγουδιστές, εκτός από τον Κραουνάκη και τον Πασχαλίδη, που είναι και στη δεύτερη δουλειά, μαζί με τον Ρέμο, τη Βιολέτα Ικαρη, τη Μελίνα Ασλανίδου, τον Θηβαίο, για να πω κάποιους ενδεικτικά».
Δεν μπορώ να μη σας πω πόσο μου άρεσε ένα τραγούδι που λέτε εσείς, το «Ρεμπέτικο και τζαζ στο ίδιο το ποτήρι». Λέτε εκεί για τον Μάρκο, για τον Ντίλαν, για τον Τσιτσάνη και για τον Σαββόπουλο.
«Θέλαμε να τιμήσουμε αυτούς που γράψανε τη δική τους ιστορία. Πραγματικά τι να πούμε για τον Βαμβακάρη; Ο Σαββόπουλος επίσης, ας πούμε, ήταν ένα ξάφνιασμα για τον χώρο της μουσικής. Ο Ντίλαν έφερε τη δική του επανάσταση και ο Τσιτσάνης φυσικά ένας θαυμάσιος δημιουργός που καθιέρωσε το λαϊκό τραγούδι».
Εκείνος βέβαια στην «Αρχόντισσα» λέει απευθυνόμενος στη μούσα, στην έμπνευση, πόσο κουράστηκε για να την αποκτήσει, ενώ εσάς τα καλά τραγούδια είναι σαν να τρέχουν από τα μπατζάκια σας.
«Ενα διάστημα ίσως παραήμουν παραγωγικός. Ομως, ναι, έχω μια φοβερή ευκολία που μπορεί να μην είναι και πιστευτή σε κάποιους ανθρώπους. Γιατί έχω ακούσει διάφορους που λένε ότι κάνουν τρεις μήνες να τελειώσουν ένα τραγούδι, ότι για να εμπνευστούν πάνε σε νησιά να δουν το ηλιοβασίλεμα. Εγώ δεν έχω τέτοια θέματα. Αμα μου δώσεις καλούς στίχους, πάω στο δωμάτιό μου και μπορεί σε ένα απόγευμα να κάνω τρία τραγούδια. Απλά τα φιλτράρω την άλλη μέρα, τα ξανακούω γιατί τα έχω γράψει πρόχειρα και ίσως κάτι να αλλάξω. Αλλά μου βγαίνουν πάρα πολύ πηγαία. Είναι ένα πολύ φωτεινό πράγμα αυτό, το να μπορεί ένας άνθρωπος να γράφει έτσι μουσικές. Γιατί εγώ είμαι και αυτοδίδακτος. Αλλά κατέχω πάρα πολύ καλά τους λαϊκούς δρόμους. Υποτίθεται ότι παίζω και καλό μπουζούκι. Ετσι φτιάχνω τη διάθεσή μου για δημιουργία, παίζοντας λίγο μπουζούκι στην αρχή. Είναι και κάποια εμπειρικά πράγματα από τα πολλά χρόνια που έχω ασχοληθεί, αντιλαμβάνομαι γρήγορα τι μπορεί να γίνει ο κάθε στίχος. Και μόλις αρχίσω λοιπόν να παίζω έναν ρυθμό, τραγουδώντας, έρχεται κάτι και βγαίνει αυτή η μελωδία που ταιριάζει στον συγκεκριμένο στίχο».
Δεν είναι φυσικά όλα τα τραγούδια ποτέ ίδιας αξίας. Για τραγούδια που είναι διαχρονικά έχετε τη στιγμή που δημιουργούνται την αίσθηση ότι συμβαίνει κάτι σημαντικό;
«Υπάρχει κάτι σαν διορατικότητα, δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς. Είναι ένα έμφυτο ταλέντο του δημιουργού να διαισθάνεται τι μπορεί να περάσει στον κόσμο. Εχω και την ιδιαιτερότητα ότι είμαι παρών στο επάγγελμα και βλέπω τι περνάει στον κόσμο, γιατί το αντιμετωπίζω σε κάθε βραδιά που παίζω. Παράλληλα έχω παρακολουθήσει όλη την εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού. Είμαι από τους τυχερούς. Εχω παίξει με τον Παγιουμτζή. Εχω παίξει σε τραγούδια του Βαμβακάρη, στα “Ομορφα τα γαλανά σου μάτια” παίζω μπουζούκι. Εχω παίξει με τον Τσιτσάνη. Εχω παίξει με τον Θεοδωράκη. Ημουν εκεί σε όλη αυτή την εξέλιξη, από τον Μάρκο που ήτανε ο πατριάρχης του ρεμπέτικου τραγουδιού, και τον Ζαμπέτα που ήμασταν αχώριστοι φίλοι, μέχρι τους πιο έντεχνους, τον Σπανό, αυτή τη φουρνιά. Εγραψα ένα τραγούδι το 1972, το “Νύχτα στάσου”. Λίγο καιρό πριν ένας συνθέτης, δεν χρειάζεται να πω το όνομά του, είχε γράψει ένα παρεμφερές τραγούδι που έγινε μεγάλη επιτυχία και του είπα πόσο μου άρεσε. Κι εκείνος με ειρωνεύτηκε, είπε “για να δούμε αν εσείς οι μπουζουξήδες μπορείτε να γράψετε τέτοια τραγούδια”. Είπα από μέσα μου “Θα σου δείξω εγώ”. Και έγινε αυτό το τραγούδι που το είπε η Λίτσα Διαμάντη και ακούγεται παντού ακόμη και σήμερα. Νομίζω ότι επειδή βρέθηκα σε αυτές τις ευνοϊκές συγκυρίες έγραφα τραγούδια πάντα με γνώμονα το πώς θα αντέξουν στον χρόνο. Παίζει όμως μεγάλο ρόλο και ο στίχος. Και σε αυτό πρέπει να υπάρχει μία γνώση και ένα ταλέντο να μπορεί ο συνθέτης να διαλέγει τον καλό στίχο».
Μου περιγράψατε όμως την αντίδραση ενός ανθρώπου φιλόδοξου και πεισματάρη.
«Ναι, είμαι πεισματάρης. Φιλόδοξος τώρα πια όχι γιατί έχω κατακτήσει όλα όσα ήθελα. Αλλά παλιά ήμουν πολύ φιλόδοξος και ονειροπόλος και πεισματάρης. Οταν έγραψα τους “Ψίθυρους καρδιάς”, μου είπε ένας μεγάλος παραγωγός και πολύ καλός, “Χρήστο, νευρίασες πάλι”. “Ναι”, του λέω. “Πού το κατάλαβες;”».
Σας έχουμε ταυτίσει με το ελληνικό τραγούδι. Ξένους καλλιτέχνες αγαπήσατε ποτέ πολύ;
«Δεν είχα τον χρόνο να ασχοληθώ πολύ και έτσι ο ορίζοντάς μου για τα ξένα είναι περιορισμένος. Είχα ακούσει πολύ τον Ντίλαν, που ήταν της γενιάς μου, όπως και τους Beatles ας πούμε. Κάποτε γνώρισα και τον Χάρι Μπελαφόντε, τότε που πηγαίναμε στην Αμερική να παίξουμε για πολύ καιρό. Μου άρεσε κυρίως η ανατολίτικη μουσική, ειδικά η τραγουδίστρια Φαϊρούζ από τον Λίβανο».
Θα ήθελα να μιλήσουμε για την ταινία «Υπάρχω», στην οποία είχατε και ρόλο συμβούλου. Πώς νιώσατε την πρώτη φορά που είδατε τον ηθοποιό που σας ενσαρκώνει στη μεγάλη οθόνη;
«Πολύ μεγάλη συγκίνηση. Και στα γυρίσματα το ίδιο. Είναι κάτι που δεν το φανταζόμουν στη ζωή μου. Οταν έφυγα από το χωριό μου και ήρθα στην Αθήνα, δεν είχα υπόψη μου τι θα γίνει. Το μόνο που προσπαθούσα τότε ήταν να βγάλω ένα καλύτερο μεροκάματο, να βοηθήσω την οικογένειά μου, γιατί ήταν πολύ φτωχή. Δεν μπορούσα να φανταστώ την εξέλιξή μου. Το ότι φτάσαμε σε ένα σημείο να παίζει κάποιος τον Νικολόπουλο σε μια ταινία μού έχει δώσει μεγάλη χαρά».
Η ταινία συνολικά πώς σας φάνηκε;
«Η ταινία έχει κάτι από όλες τις πτυχές της ζωής του Καζαντζίδη. Ξέρετε, γνώριζα τον Στέλιο καλύτερα από όλους. Είμαι ο μόνος που επικοινωνούσε μαζί του όταν ήταν στην Αμερική, έχω πολλά γράμματά του. Κάποιες σκηνές της ταινίας εκφράζουν τον χαρακτήρα του. Εκεί, ας πούμε, ήταν που τον φώναζαν “Στελάρα, έλα Στελάρα” κι εκείνος κρυβόταν γιατί τον είχε κουράσει η πολλή αγάπη του κόσμου. Ισως να μην την είχε αισθανθεί και στην πληρότητά της, να μην είχε καταλάβει πόσο ειλικρινά τον θαύμαζαν. Τον ενοχλούσε ο πολύς κόσμος. Γιατί το φαινόμενο ήταν συνεχές, πήγαιναν με πούλμαν στο εξοχικό του, ας πούμε, για να τον δουν. Αυτά τον κούραζαν πάρα πολύ. Ηταν και στον χαρακτήρα του, ήταν κλειστός άνθρωπος. Υπάρχουν και κάποιες άλλες στιγμές που αγγίζουν την πραγματικότητα, αλλά εντάξει, περισσότερο μυθοπλαστικά».
Ο Χρήστος Μάστορας σας άρεσε;
«Ο Μάστορας ήταν το κατάλληλο πρόσωπο για αυτόν τον ρόλο. Στα νιάτα του ο Καζαντζίδης είχε και φατσικά μια πολύ μεγάλη ομοιότητα με τον Μάστορα. Παράλληλα, το παιδί αυτό είναι αξιόλογος τραγουδιστής και πολύ αγαπητός στη νεολαία. Και αυτοί που έκαναν την παραγωγή πολύ καλά το σκέφτηκαν. Η ερμηνεία του είναι εξαιρετική. Νομίζω πως επίτηδες δεν τον μιμήθηκε απόλυτα για να έχει και τη δική του προσωπικότητα μέσα, και καλά έκανε».
Ερχεται τώρα μετά την προβολή της ταινίας κόσμος να σας πει για κάποια τραγούδια ότι δεν ήξερε πως τα έχετε γράψει εσείς;
«Ναι. Ακόμη και για το “Υπάρχω” που είναι σαν να βγήκε σήμερα. Το παίζουν παντού. Βέβαια, είναι λογικό με κάποια να μπερδεύονται γιατί έχω ζήσει όλες τις εποχές και έγραφα και ανάλογα με τις τάσεις κάποια τραγούδια. Πολλοί, ας πούμε, μπερδεύονται με ένα τραγούδι μου που λέει η Γαλάνη, το “Οταν τραγουδάω”. Πολλοί δεν ξέρουν ότι “Της καληνύχτας τα φιλιά” τα έχω γράψει εγώ, που είναι εντελώς δυτικό. Ο πιο εμπoρικός μου δίσκος είναι το “Μη μιλάς, κινδυνεύει η Ελλάς”. Πώς έγινε η δουλειά αυτή τότε; Είχαν βγει οι Gypsy Kings με τα λάτιν τους. Και μου λέει ο Μάκης Μάτσας, “κάνε μερικά τραγούδια που να είναι έτσι”. Και έγραψα το “Το πες”. Το είπε βέβαια ο Νταλάρας και είχε τόσο μεγάλη επιτυχία. Υπήρχαν μεγάλες φωνές και υπήρχαν μέχρι πρόσφατα κάποιοι τραγουδιστές που στήριζαν το λαϊκό τραγούδι, όπως ο Πασχάλης Τερζής και ο Νότης Σφακιανάκης. Το ότι λείπουν αυτοί οι δύο συγκεκριμένα είναι πολύ μεγάλη απώλεια για το λαϊκό τραγούδι. Οπως και ο Μανώλης Λιδάκης, που ήταν λίγο πιο έντεχνος, τεράστιος τραγουδιστής κι αυτός».
Με τον Τερζή πάντως έχετε κάνει και αυτό το πολύ ωραίο αλλά σχετικά άγνωστο τραγούδι…
«”Το πιο παράξενο τραγούδι”. Τον Τερζή τον έβγαλα εγώ στη δισκογραφία. Τον γνώρισα το 1981 στη Θεσσαλονίκη που πήγαμε σε ένα κέντρο που τραγουδούσε. Μου άρεσε πάρα πολύ η φωνή του και του λέω κάτι θα κάνω για σένα. “Ολοι τα ίδια μου λένε”, μου απάντησε, έχει και πολύ χιούμορ ο Πασχάλης. Μάλιστα είχαμε υπογράψει και συμβόλαιο να δουλέψουμε μαζί σε ζωντανές εμφανίσεις στις αρχές της δεκαετίας του ’80 αλλά είχε κάποια οικογενειακά θέματα και ήρθε πολύ αργότερα στην Αθήνα. Εκανε όμως τη μεγάλη καριέρα που του άξιζε».
Διάβασα σε μια συνέντευξή σας ότι το απωθημένο σας, ωστόσο, είναι ο Μπιθικώτσης.
«Ναι, ήταν φίλος μου. Ολο λέγαμε να κάνουμε τραγούδια μαζί και, πώς συμβαίνει καμιά φορά, επειδή μπλέκουμε σε υποχρεώσεις, μένουν κάποια πράγματα πάντα πίσω. Τα έχει η ζωή αυτά. Κανένας δεν μπορεί να πει ότι τα πρόλαβε όλα».
Αν είχατε τη δυνατότητα να συμβουλέψετε τον εαυτό σας στο ξεκίνημά του τι θα του λέγατε;
«Δεν ξέρω, είμαι ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας, δεν έχω αλλάξει. Δεν κάπνισα ποτέ, παρόλο που ήμουν μέσα στους χρήστες διαφόρων ουσιών, θυμάμαι μου λέγανε “πώς μπορείς και παίζεις εσύ μπουζούκι χωρίς να πίνεις κανένα τσιγάρο”, κι εγώ τους απαντούσα ότι έχω την αντίθετη απορία. Ημουν μία εξαίρεση λοιπόν. Αυτό που θα έλεγα όμως σε κάποιον νέο σήμερα είναι ότι τη χαρά μπορούμε να την πάρουμε από διάφορα πράγματα που μοιάζουν απλά και ταπεινά. Επίσης, ο καλός χαρακτήρας είναι αυτό που μετράει ακόμη και στη μουσική. Αν είναι κάποιος έντιμος, έχει περισσότερες πιθανότητες να τα πάει καλά και να έχει διάρκεια. Οι αλαζόνες ή οι κακότροποι μπορεί να τα καταφέρουν για λίγο, αλλά κάποια στιγμή χαρακτηρίζονται. Βλέπω όμως και το εξής, παλιά ήταν παρθένος ο χώρος. Οποιος άξιζε έβρισκε τον δρόμο του. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην τον έβρισκε. Σήμερα όμως τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Θα έλεγα λοιπόν σε κάποιον που έχει ταλέντο και μεράκι για τη μουσική να το προσπαθήσει αλλά παράλληλα με κάτι άλλο».
Από τους τραγουδιστές που έχουν κάνει όνομα τα τελευταία χρόνια, ποιοι σας αρέσουν πιο πολύ;
«Κάποιος τραγουδιστής σαν τον Κώστα Μακεδόνα μπορεί στα χρόνια που εμείς υπηρετούσαμε το λαϊκό τραγούδι να είχε γίνει σαν τον Μπιθικώτση. Εχουμε πολύ καλούς ερμηνευτές, ο Μπάσης, η Μποφίλιου, η Ζουγανέλη, και ακόμα και οι άλλοι, ο Βέρτης ή ο Οικονομόπουλος. Και έχουμε και καλούς συνθέτες. Ο Θεοφάνους, ας πούμε, γράφει εξαιρετικά. Ο Κορακάκης από την άλλη μεριά, που είναι πιο λαϊκός, εξαιρετικός και αυτός. Ο Κυριάκος Παπαδόπουλος το ίδιο. Εχουμε υλικό, αλλά οι καιροί δεν αναδεικνύουν το μεγαλείο κάποιων ανθρώπων. Ολα χάνονται μέσα στο σύννεφο που λέγεται Διαδίκτυο».
Δεν υπάρχει πια το σουξέ που θα μπει στα χείλια όλου του λαού, όλης της Ελλάδας…
«Ετσι ακριβώς. Εγώ το τελευταίο τέτοιο σουξέ που θυμάμαι είναι η “Πριγκιπέσσα”».
Ποια ήταν η πιο ανέλπιστη επιτυχία που έχετε κάνει;
«Κάποια τραγούδια δεν διακρίνονταν από την αρχή ας πούμε. Οι “Νταλίκες”, ας πούμε, που θεωρείται κλασικό τραγούδι, είχαν μείνει έξω από τον δίσκο και η γυναίκα μου επέμεινε ότι θα κάνει επιτυχία. “Οι αισθηματίες”, το ίδιο, ήταν να μην το βάλουμε στο “Υπάρχω”».
Σε παλιότερη συνέντευξή σας αναφέρατε μια περίοδο κατάθλιψης τη δεκαετία του ’80. Είχα την εντύπωση ότι ήσασταν πάντοτε ήρεμος και αισιόδοξος άνθρωπος.
«Είμαι μεν ψύχραιμος και αγωνιστής, αλλά και πολύ ευαίσθητος. Με πειράζουν πράγματα που στους άλλους φαίνονται μικρά. Το 1985 βγήκα μπροστά με δικό μου σχήμα, έγινα συγκροτηματάρχης που λέγαμε παλιά, στο κέντρο “Νταλίκες” στο Γαλάτσι όπου γινόταν χαμός. Επειδή όμως προέρχομαι από την τάξη των μουσικών, κάποιοι ενοχλήθηκαν από την επιτυχία μου και έφταναν στα αφτιά μου παράπονα και συκοφαντίες και ψίθυροι. Ολα αυτά με πλήγωσαν πολύ, γιατί ορισμένα καρφώματα ήρθαν από την ορχήστρα μου, που συνέβη κιόλας να διαλέξω άριστους μουσικούς, στους οποίους έδινα και τα διπλάσια χρήματα από το συνηθισμένο μεροκάματο. Ετσι το 1987 σε ένα ταξίδι προς το Ηράκλειο έπαθα στο αεροπλάνο κρίση πανικού. Πάγωσαν τα χέρια μου, κόπηκε η αναπνοή μου, νόμιζα ότι θα πεθάνω. Είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο. Είχα μετά για καιρό κλειστοφοβία και περνούσα και κάποιες περιόδους, ας πούμε, κατάθλιψης. Οσοι περνάνε τέτοια φαινόμενα, αξίζει να ξέρουν ότι μόνο οι ίδιοι μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους».
Τώρα πώς είναι η καθημερινότητά σας;
«Μέχρι πέρυσι έκανα τηλεοπτικές εκπομπές – μεγάλο στρες και κούραση. Μου δημιουργήθηκαν ταχυπαλμίες, ανέβηκε η πίεσή μου. Είπα “ως εδώ”. Εχω χορτάσει δόξα και επιτυχίες, δεν χρειάζομαι τίποτα πια. Σήμερα νιώθω ελεύθερος. Παίρνω τα εγγόνια μου απ’ το σχολείο, κάνουμε βόλτες, το καλοκαίρι ψαρεύω – λατρεύω τη θάλασσα. Συναντώ φίλους μου στην καφετέρια εδώ στη γειτονιά. Επίσης πηγαίνω και σε κανένα live: πριν από λίγο καιρό άκουσα την Πάολα. Πολύ καλή φωνή. Μου αρέσει και να φτιάχνω πράγματα στο σπίτι, είμαι χρυσοχέρης, περιποιούμαι τον κήπο, φροντίζω τα δυο μας σκυλιά και τις γάτες. Αγαπώ πολύ τα ζώα. Αυτή είναι η ζωή μου τώρα».



