Οταν ο Μιχάλης Σαράντης μπήκε, προ εξαετίας, στον κόσμο του σοφόκλειου «Αίαντα», δεν φανταζόταν ότι το ταξίδι θα τον πήγαινε τόσο μακριά. Με τον Απόστολο Χαντζαρά να ζωγραφίζει επί σκηνής, τον Γιώργο Νανούρη στη σκηνοθεσία, και τη μετάφραση του Νίκου Παναγιωτόπουλου, ο ταλαντούχος ηθοποιός καθηλώνει ερμηνεύοντας  τους εννέα ρόλους της τραγωδίας.

Γιατί επιστρέφετε στον «Αίαντα»;

Ο “Αίας” είναι ο τόπος όπου επιστρέφω για να προσδιοριστώ ξανά. Τα βάζω με κάτι που δεν νικιέται, κι εμένα αυτή η ήττα με κινητοποιεί. Γιατί όταν τα βάζεις με θηρία, φεύγουν όλες οι ιδέες που έχεις για τον εαυτό σου.

Ποιοι σας καθόρισαν;

Ο χαμός του Βασίλη (σ.σ.: Παπαβασιλείου) με έκανε να σκεφτώ ότι έφυγε άλλος ένας ακρογωνιαίος λίθος της πνευματικότητας και της θεωρητικοποίησης του θεάτρου που ο Βασίλης το μετασχημάτισε και σε πράξη. Ηταν και τρομερός ρήτορας.

Ημουν τυχερός γιατί βρέθηκα μαζί του στο Εθνικό (“Του Κουτρούλη ο γάμος”, “Κύκλωπας”). Εχω σχεδόν όλες τις πρόβες του ηχογραφημένες, εν γνώσει του. Με έχουν χαράξει πράγματα που έχει πει.

Οπως και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Είχα την τύχη να τον γνωρίσω με αφορμή τον “Αίαντα” στη Μικρή Επίδαυρο με τη Σύλβια Λιούλιου. Μετά πήγαινα μερικές Πέμπτες στον “Οικονόμου” όπου άραζε αυτή η παρέα των λόγιων ανθρώπων. Καθοριστικό ρόλο έχουν παίξει η Λυδία (σ.σ.: Κονιόρδου) και ο Νίκος (σ.σ.: Καραθάνος) – μεγάλος ποιητής και δάσκαλος, ερήμην του. Μεγάλωσα σε δουλειές του Νίκου.

Πού τοποθετείτε τη γενιά σας;

Στο μεταίχμιο. Δεν πρόλαβα να δουλέψω με τον Λευτέρη (σ.σ.: Βογιατζή). Πήγαινα στις παραστάσεις, μιλάγαμε, ενδιαφερόταν. Εμείς είχαμε τον φόβο του όταν ερχόταν, αλλά ήταν ο ιδανικός θεατής, με μάτια πεντακάθαρα. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν κοπιάσει, είχαν διαβάσει σε μια άλλη εποχή και κάπως αλλού χτίσανε ό,τι χτίσανε και πήρε κληρονομιά η επόμενη γενιά. Τώρα έρχεται η δικιά μας. Νιώθω ότι κάτι αφήνεται στον δρόμο – δύσκολα θα το ξαναβρούμε.

Γιατί κάνετε θέατρο;

Γιατί δεν μπορώ αλλιώς. Στα 40 μου κατάλαβα ότι η δουλειά είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου. Είναι η πίστα όπου τα πράγματα ξεφεύγουν από όσα ζούμε, όπου προσπαθείς να τα μετασχηματίσεις σε κάτι – αλλιώς είναι απελπισία. Κάνουμε αυτή τη δουλειά και για να συναναστρεφόμαστε με κόσμο, να ανταλλάσσουμε ιδέες.

Πιστεύω στην τύχη, τουλάχιστον στην αρχή. Το λάκτισμα μπορεί να είναι τυχαίο, μετά είναι και θέμα επιλογών. Τώρα η νέα γενιά δεν έχει επιλογές στο θέατρο, έχει στην τηλεόραση. Αντιθέτως, το 2008 που άρχισα ουσιαστικά να δουλεύω εγώ δεν υπήρχε τηλεόραση – όσοι θέλαμε να μπούμε και να μείνουμε στη δουλειά πήγαμε στο θέατρο.Δεν υπάρχει Ευαγγέλιο, ο καθένας για κάποιον άλλον λόγο κάνει αυτή τη δουλειά και θα βρει το κοινό του.

Πιστεύω στη δημοκρατία του θεάτρου – χωράνε όλα, αρκεί να υπάρχει ένα υπόβαθρο κόπου. Εγώ είμαι του κόπου, όχι της ευκολίας – κάπως στραβώνω όταν τα πράγματα γίνονται εύκολα.

Τι σας γοητεύει στον ηττημένο Αίαντα;

Ναι, ηττημένος είναι η κατάλληλη λέξη. Για άλλους λόγους με γοήτευε το ’19, για άλλους τώρα. Τότε ήταν για να μπω στο ρούχο τού τόσο θηριώδους αρσενικού, που συντρίβεται από το άδικο. Με τα χρόνια κατάλαβα ότι ο “Αίας” είναι μια δεξαμενή αδιανόητης ποίησης.

Γιατί αυτό το πλάσμα είναι το πιο ηττημένο και όχι μόνο: την ήττα του τη βλέπεις επί σκηνής, ενώπιον των θεατών, κι αυτό για μένα λειτουργεί θεραπευτικά με την έννοια του ότι κι εγώ ως λειτουργία στην παράσταση έχω την έκθεση.

Καλούμαι να ερμηνεύσω ένα ολόκληρο έργο παράλληλα με τον Αποστόλη που, εκτεθειμένος, ζωγραφίζει ενώπιον κοινού. Οπότε το λάθος είναι παρόν, πάντα, και με ενεργοποιεί αφάνταστα. Ο Σοφοκλής επέλεξε να δείξει το δράμα του στους θεατές. Ο Αίας είναι ο πρώτος αυτόχειρας, αλλά έκανε τρομερά λάθη.

Η εποχή μας συγχωρεί;

Ζούμε σε μια κοινωνία που βλέπω έναν-έναν να πέφτουν κάτω, να λυγίζουν, και το μπράβο το παίρνει μόνο αυτός που τα καταφέρνει. Ενώ το μπράβο πρέπει να το πεις κυρίως σε αυτόν που σου λέει “δεν μπορώ”. Προσωπικά βιώνω συχνά, στη γειτονιά μου, ανθρώπους που δυσκολεύονται. Γι’ αυτό γοητεύομαι από αυτόν τον ήρωα. Γιατί ούτε εγώ μπορώ. Κι ας το κάνω ερμηνευτικά, ψυχικά δεν μου είναι εύκολο.

Ευτυχώς με αυτή τη δουλειά είμαι υποχρεωμένος να βάζω παγίδες στον εαυτό μου, να έρχομαι σε επαφή με τα μεγάλα, με ανθρώπους που θα με κινητοποιήσουν, που θα με βγάλουν από την, αφάνταστη, τεμπελιά μου.

Πώς ξεκίνησε ο «Αίας»;

Πήγα στον Αποστόλη και του είπα “θέλω να πω αυτή την ιστορία”. Ζωγράφισε κάτι και μου είπε “θα την πούμε μαζί”. Μετά πήγαμε στον Γιώργο και μας είπε “θα την πούμε παρέα”. Υστερα κατάλαβα ότι τους πρότεινα να παίξω όλο το έργο. Δεν με πήγε η φιλοδοξία μου εκεί – σαν παιδί πήγα.

Το θέατρο βιώνει ωραίες στιγμές, με δυσκολίες, κυρίως χρονικές. Τα πράγματα δεν μπορούν να είναι ποιοτικά. Δεν προλαβαίνουμε, αλλά κι αυτό προσπαθούμε να το φέρουμε υπέρ μας.

Κόντρα στην τηλεοπτική ταχύτητα;

Η τηλεόραση απαιτεί τον χρόνο σου, το θέατρο απαιτεί τη ζωή σου. Φέτος θα αφοσιωθώ στο θέατρο. Δεν χρειάζεται να τρέχω συνέχεια σαν παλαβός. Εχω ένα παιδί, οικογένεια. Θέλω να είμαι παρών. Η μικρή είναι στα καλύτερά της.

Θα κάνω, παράλληλα, δύο ωραίες παραστάσεις: τον “Γιάννη τον Φονιά” (σ.σ.: απ’ το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι σε στίχους Νίκου Γκάτσου – κείμενο Βασίλης Κατσικονούρης) στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, σε σκηνοθεσία Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, και την “Κουζίνα” του Γουέσκερ, στο Κιβωτός, με τον Γιώργο Κουτλή. Ο Γιώργος ανήκει στα νέα παιδιά που τρελαίνομαι που υπάρχουν.

Οσο για τον “Φονιά”, αυτό που κυρίως με κινητοποίησε είναι μια αδιανόητη ενοχή για όλα τα αντράκια, για ό,τι συμβαίνει στον κόσμο σχετικά με αυτό το θέμα.

Την ενοχή των άλλων εννοείτε;

Προφανώς, αλλά είναι και δικιά μου, κοινωνική, όχι προσωπική. Ολοι νιώθουμε ενοχή για μεγάλα πράγματα που συμβαίνουν και κάπως τα έχουμε αφήσει να συμβούν ακόμα και αν δεν το θέλαμε. Η ενοχή είναι πρωτόγονο συναίσθημα. Ούτως ή άλλως είμαι και πολύ ενοχικός άνθρωπος. Οπότε όταν ο Πυγμαλίων μού πρότεινε τον “Φονιά” – είμαστε και κουμπάροι, τον εκτιμώ και αφάνταστα –, δεν μπορούσα να αρνηθώ.

Ζήτημα ατομικής ευθύνης;

Εμένα η παγίδα της ατομικής ευθύνης δεν μου πολυαρέσει – ο κόσμος την αναλαμβάνει και οφείλει να το κάνει. Αλλά η κοινωνική ευαισθησία πρέπει να είναι πρωταρχικός στόχος και εκείνων που κυβερνούν αυτή τη χώρα. Ούτε πρέπει να είσαι αριστερός για να είσαι κοινωνικά ευαίσθητος.

Εγώ, όσο μπορώ, κάτι κάνω. Οταν έρθει ένας διπλανός μου και μου πει “δεν έχω να φάω”, θα του δώσω. Θυμάμαι τη μάνα μου, έτσι ήταν. Εμείς, επειδή τότε ήμασταν λίγο πιο άνετοι σε μια γειτονιά που ήτανε πολύ δύσκολα, είχα την ενοχή ότι έχω περισσότερα από τους φίλους μου, που δεν είχαν καθόλου.

Πώς βιώνετε την πατρότητα;

Είμαστε όλοι αποτέλεσμα πολλών συμπλεγμάτων και προβλημάτων. Σώθηκα με το θέατρο και την ψυχοθεραπεία. Ολα τα προβλήματά μου τα είδα όταν ήρθε η μικρή. Και είπα ότι δεν μπορώ να μεγαλώσω ένα παιδί αν δεν λύσω πέντε βασικά πράγματα δικά μου. Και είπα “ωραία, πάμε να τα δούμε”.

INFO

«Αίας». Θέατρο Λυκαβηττού, 30/8 (21.00) – Θέατρο Γης, Θεσσαλονίκη, 2/9 (21.00).