Μνήματα σπαρμένα παντού, βρισκόμαστε σε νεκροταφείο. Στο βάθος διακρίνονται ένα εκκλησιαστικό όργανο στα δεξιά και ένα τυμβοειδές κτίσμα στ’ αριστερά. Σταδιακά εμφανίζονται μέλη του Χορού, τα διάκενα γεμίζουν από κίνηση και πράγματα καθημερινά (από λευκές φλοκάτες μέχρι σκεύη μαγειρικά).
Καθώς επεξεργαζόμαστε τις ενδείξεις για τις πολλές διαστάσεις του χώρου, ενώ δεν έχει ξεκινήσει ακριβώς η παράσταση στην Επίδαυρο, διαβάζουμε παράλληλα τους διακριτούς στίχους ενός λογοτεχνικού μάστορα του γοτθικού τρόμου, στίχους αναμφίβολα σημαδιακούς για όσα πρόκειται να ακολουθήσουν. «Ολα όσα βλέπουμε κι όλα όσα φαινόμαστε / Ονειρο μέσα στ’ όνειρο που ονειρευόμαστε», έτσι κλείνει το ποίημα του Εντγκαρ Αλαν Πόου «A Dream within a Dream».
Τώρα πλέον έχουμε άλλη μια ένδειξη ή, μάλλον, προειδοποίηση σχετικά με τις πολλές διαστάσεις του χρόνου. Απλώνεται μπροστά μας, δηλαδή, το μοτίβο ενός εγκιβωτισμού, το σύνθετο μοτίβο που κατηύθυνε το όραμα του Γιάννη Χουβαρδά σε ένα ομολογουμένως απαιτητικό εγχείρημα (για τον ίδιο, τους ηθοποιούς του, αλλά και το κοινό που βρέθηκε στο αρχαίο αργολικό θέατρο στις 25 και 26 Ιουλίου).
Ο σημαντικός έλληνας σκηνοθέτης, συμπληρώνοντας μισόν αιώνα στο θέατρο, ανέβασε την παράσταση «Οιδίπους.
Η ιστορία μιας μεταμόρφωσης: από το σκοτάδι στο φως», βασισμένος στις δύο τραγωδίες του Σοφοκλή («Οιδίπους Τύραννος» και «Οιδίπους επί Κολωνώ»), επιχειρώντας μια επεξεργασμένη και έγκυρη δραματουργική συνύφανση των πρωτότυπων κειμένων, αντικριστή και παραπληρωματική θα μπορούσαμε να πούμε (σε δική του ελεύθερη απόδοση και διασκευή).
Ο Χουβαρδάς, εκκινώντας από το τέλος και πηγαίνοντας προς την αρχή, αφηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία του Οιδίποδα, του αθέλητου πατροκτόνου και αιμομίκτη, του δυστυχέστερου μεταξύ των ανθρώπων, μέσα από τέσσερις «αναδρομές» και τρεις «επιστροφές» (όπως αυτές εναλλάξ αναπτύχθηκαν ανάμεσα σε έναν «πρόλογο» και έναν «επίλογο»).
Και πέραν του πρωταγωνιστή (Νίκος Καραθάνος), του Κρέοντα (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη) και του σημερινού Αρχαιοφύλακα (Νίκος Χατζόπουλος), έφτιαξε ο Χουβαρδάς ρόλους διπλούς (Στεφανία Γουλιώτη ως Ιοκάστη/Θησέας, Ορέστης Χαλκιάς ως Αντιγόνη/Τειρεσίας, Κωνσταντίνος Μπιμπής ως Πολυνείκης/Αγγελος, Πηνελόπη Τσιλίκα ως Ισμήνη/Εξάγγελος) προκειμένου να εντείνει τη ρευστότητα τόσο στη συνείδηση όσο και στο ασυνείδητο του Οιδίποδα (και όταν βλέπει και όταν δεν βλέπει, και όταν νομίζει ότι γνωρίζει και όταν γνωρίζει).
Λοιπόν, τέτοια ήταν η σύλληψη του Χουβαρδά, υπαρξιακή και στοχαστική, ένα μυστηριώδες και ανακυκλούμενο χάος από ανεξέλεγκτες διολισθήσεις της πραγματικότητας, της μνήμης, του ονείρου, του εφιάλτη (σε μια ενιαία κειμενική και παραστασιακή συνθήκη, σε ενιαίο χώρο και χρόνο, είτε στη Θήβα, στο μιασμένο Σπίτι, είτε στο άσυλο, στο άλσος των Ευμενίδων έξω από την Αθήνα, και στο παρελθόν, και στο παρόν, και στο άδηλο, υπερφυσικό μέλλον).
Ο διπλός Οιδίποδας του Χουβαρδά, ως προς την εν γένει τεχνοτροπία του (από τη δομή, τη φόρμα του, μέχρι την όψη και τη μουσική του) επένδυσε στο κινηματογραφικό μοντάζ και στην ατμόσφαιρα μιας διάχυτης θρησκευτικότητας (χριστιανικός προτεσταντισμός σκανδιναβικού και βορειοαμερικανικού τύπου, ψυχρότητα και παραφορά, με κάποιες νύξεις και στο ορθόδοξο φαντασιακό).
Λειτούργησε άραγε, δικαιώθηκε το κρίσιμο μοτίβο του εγκιβωτισμού (εάν θυμάστε) στην ορχήστρα; Σε έναν ικανοποιητικό βαθμό ναι, όχι απολύτως (κάτι που δεν οφείλεται στις προσηλωμένες ερμηνείες των ηθοποιών).
Ο Χουβαρδάς, πάντως, κατέθεσε μια σοβαρότατη σπουδή πάνω στο εσώτερο θρίλερ της αυτογνωσίας, στον φόβο του θανάτου, στην αβεβαιότητα που ορίζει και δοκιμάζει την ανθρώπινη περατότητα.






