Ο Νικήτας Τσακίρογλου είναι ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου με μια λαμπρή και μακρά πορεία. Το άσβεστο φως της τέχνης του φωτίζει τη σκηνή και την οθόνη σχεδόν 70 χρόνια. Μιλήσαμε με αφορμή τον δεύτερο κύκλο της ιστορικής σειράς «Αγιος Παΐσιος – Από τα Φάρασα στον Ουρανό», που προβάλλεται στο Mega κάθε Παρασκευή στις 21.50, όπου ενσαρκώνει τον Αγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη. Παράλληλα, μοιράστηκε μαζί μας την εμπειρία του από τη συνεργασία του με τον Ουμπέρτο Παζολίνι στην ταινία «Η επιστροφή» και έκανε μια αναδρομή στη μακρόχρονη πορεία του, γεμάτη από σπουδαίους ρόλους και στιγμές.

Τι αποκομίσατε από τη συμμετοχή σας στη σειρά για τον Αγιο Παΐσιο;

«Είναι χαρά, τύχη και ευλογία να συμμετέχω σε αυτή τη σειρά. Θεωρώ ότι και για την τηλεόραση είναι μια ευλογημένη στιγμή. Είναι μια σειρά που ξεκίνησε με πολλή αγάπη και πολλή αυτοθυσία. Κάναμε γυρίσματα σε πολλά μέρη και υπό αντίξοες συνθήκες. Ξέρετε όμως, εάν οι άνθρωποι δεν έχουν βαθιά πίστη για την κατασκευή μιας τέτοιας σειράς, την ενέργεια που πρέπει να διαθέτουν και την αφοσίωση για το σίριαλ, δεν μπορεί να πετύχει. Ο Στάμος Τσάμης, ο σκηνοθέτης μας, ο Γιώργος Τσιάκκας, ο σεναριογράφος μας, και όλο το καστ ήταν ευλαβικοί απέναντι σε αυτό το σίριαλ, κι αυτό είναι ένα κέρδος».

Για ποιους λόγους πιστεύετε ότι η σειρά είχε αυτή την αποδοχή από το κοινό;

«Ο κόσμος διψάει για τα ιστορικά θέματα. Διότι αυτή η σειρά δεν μιλά μόνο για τον βίο του Παΐσιου, αλλά είναι και μια ιστορική σειρά. Μην ξεχνάμε ότι τα θέματα της Μικράς Ασίας, οι χαμένες πατρίδες που λέμε, είναι ένα σημαντικό θέμα που απασχολεί και θα απασχολεί τον Ελληνισμό. Ετσι λοιπόν όλοι οι Ελληνες, όπου κι αν τους συνάντησα, ήταν ευγνώμονες γιατί φτιάξαμε, με τη γραφή του Τσιάκκα, αυτή τη σειρά. Επειτα μην ξεχνάμε ότι είναι από τους νεότερους αγίους που πολλοί άνθρωποι τον γνώρισαν όταν ζούσε στο Αγιον Ορος. Εγώ είχα επισκεφτεί το Αγιον Ορος όταν ήμουν στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Είχαμε πάει με τον φίλο μου τον σπουδαίο Σπύρο Ευαγγελάτο, όμως δεν ξέρω τότε πού βρισκόταν, γιατί είχε επισκεφθεί και πολλά μέρη».

Συμμετείχατε και στη νέα ταινία του Ουμπέρτο Παζολίνι, «Η επιστροφή», όπου ενσαρκώνετε τον Λαέρτη. Μιλήστε μου για αυτή την εμπειρία.

«Σπουδαία εμπειρία. Τα γυρίσματα έγιναν στην Κέρκυρα και είχα την ευκαιρία να γνωρίσω καλύτερα τον Ρέιφ Φάινς. Εναν σημαντικότατο ηθοποιό, τον οποίο είχα την τύχη να παρακολουθήσω στο Λονδίνο όταν έπαιζε τον Εδουάρδο Δ’. Τον θαύμασα και για τον τρόπο της ομιλίας του αλλά και για την παρουσία του, την οποία τη συνάντησα για άλλη μία φορά με την αφορμή της ταινίας».

Μετράτε σχεδόν 70 χρόνια στον χώρο. Πώς ξεκίνησε το ταξίδι αυτό;

«Το θέατρο ήρθε στη ζωή μου όταν έμπλεξα με το παιδικό θέατρο, το οποίο διέθετε ο Δήμος Αθηναίων στον Κολωνό. Εκεί είχα συμμαθητή τον Αλέκο Κουρή. Ηταν το παιδί-θαύμα της εποχής εκείνης. Γίναμε φίλοι, καθόμασταν στο ίδιο θρανίο. Επαιξα σε διάφορες παραστάσεις. Από τότε όμως έπαιζα τους γέροντες (σ.σ.: γελάει), έχω κάνει τον Αγιο Βασίλη και άλλους παιδικούς ήρωες. Ετσι ξεκίνησα. Δόξα τω Θεώ, συνάντησα σπουδαίους ανθρώπους. Τι να σας πω δηλαδή, φοβάμαι ότι θα παραλείψω κάποιον. Ηταν όλοι τους άνθρωποι σημαντικοί στον χώρο, οι οποίοι υπήρξαν και δάσκαλοί μου στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και τους ευγνωμονώ για όλα. Αισθάνομαι στη ζωή μου και στα 86 μου χρόνια τυχερός γιατί ήταν πλούσια η ζωή μου, γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους και συμμετείχα σε εκλεκτά πράγματα και σειρές όπως και του Παΐσιου. Αυτό είναι σπουδαίο».

Διατηρείτε ακόμη αυτή τη φλόγα και τον ενθουσιασμό που είχατε όταν ξεκινούσατε;

«Είναι άσβεστο το φως αυτό και πρέπει να είναι για όλους τους νέους. Εγώ υπήρξα καθηγητής στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, στη Σχολή Βεάκη και όταν πήγα διευθυντής στο Κρατικό Βορείου Ελλάδος θέλησα να διδάξω, Αυτή η επικοινωνία, η επαφή με νέους ανθρώπους είναι πάρα πολύ σημαντική. Οταν βέβαια έχεις κάτι σημαντικό και εσύ να μεταδώσεις».

Αν γυρίζατε πίσω τον χρόνο, θα αλλάζατε κάτι σε αυτή τη διαδρομή που έχετε κάνει;

«Οχι, δεν έχω μετανιώσει για τίποτα. Προσπάθησα οι επιλογές μου να είναι αυστηρές για να μη βρεθώ σε αυτή την κατάσταση την οποία ονομάσατε τώρα».

Η μεγαλύτερη πρόκληση που έχετε αντιμετωπίσει στη μέχρι τώρα πορεία σας ως ηθοποιού ποια θα λέγατε ότι είναι;

«Οι προκλήσεις είναι τακτικές και σημαντικές. Η μεγάλη πρόκληση ήταν όταν με ζήτησε η Αλίκη Βουγιουκλάκη να παίξω στη «Μαντώ Μαυρογένους», όπου έκανα τον Υψηλάντη. Ενα ιστορικό έργο βέβαια, το οποίο είχε γράψει ο Γεώργιος Ρούσσος, με τον Μάνο Κατράκη και άλλους σημαντικούς ηθοποιούς στον θίασο. Αλλά ήταν μια στιγμή για την οποία δεν είμαι περήφανος. Από το Εθνικό Θέατρο μέσα από τραγωδίες, μέσα από σαιξπηρικά έργα, από μεγάλους συγγραφείς, να παίξω δίπλα στην Αλίκη…».

Υπάρχει κάποια στιγμή στην καριέρα σας που νιώσατε ότι αφήσατε ένα ισχυρό αποτύπωμα στον χώρο του θεάτρου ή της τηλεόρασης;

«Οταν έκανα τον «Προμηθέα Δεσμώτη» σε σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου. Αργότερα τόλμησα και το ανέβασα μόνος μου και πήγα περιοδεία μέχρι το Λονδίνο».

Διαφέρει το κοινό σε Ελλάδα και εξωτερικό;

«Φυσικά. Μακάρι να μπορούσαμε, να μας το επέτρεπε και η γλώσσα μας, να βρισκόμαστε τακτικά στο εξωτερικό. Μέσα από την αρχαία τραγωδία και το Εθνικό Θέατρο μου δόθηκε η ευκαιρία να γυρίσω όλον τον κόσμο. Πήγα Ιαπωνία, Κίνα. Η μόνη χώρα που δεν πήγα ήταν η Αμερική. Αυτό είναι ένα απωθημένο μου (σ.σ.: γελάει). Αλλά έχει πάει η εγγονή μου, η Μυρτώ, η οποία σπουδάζει στη σχολή της Γκράχαμ χορό. Ενα πλάσμα σπουδαίο. Εχει πάρει το ταμπεραμέντο και την ομορφιά που είχε η Χρυσούλα Διαβάτη. Εγώ τη θαυμάζω».

Ο μεγαλύτερος φόβος σας ως καλλιτέχνη ποιος θα λέγατε ότι ήταν;

«Το να χάσω αυτά τα οποία έχω αγαπήσει. Τους ανθρώπους που έχω αγαπήσει».

Και η μεγαλύτερη χαρά που σας έδωσε το επάγγελμα αυτό;

«Οταν βρέθηκα στην Επίδαυρο. Αλλά βρέθηκα από κομπάρσος. Σας το λέω αυτό γιατί είναι κάτι σημαντικό που πρέπει να γνωρίζουν οι νέοι. Δεν έχει σημασία το πώς πλησιάζεις την Επίδαυρο. Σημασία έχει το τι αισθάνεσαι. Οτι βρίσκεσαι σε αυτόν τον ιερό χώρο και ότι πρέπει να προσκυνήσεις».

Πρέπει να είναι ανοιχτή η Επίδαυρος σε όλους τους καλλιτέχνες ή υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις;

«Η βασική προϋπόθεση είναι εάν το πιστεύεις. Γιατί διαβάζω πολλές φορές να λένε «έλα μωρέ τώρα, η Επίδαυρος τι είναι; Ενα θέατρο όπως είναι όλα τ’ άλλα». Οχι, δεν είναι. Πρώτα πρέπει να αισθάνεσαι την ιεροσύνη αυτού του χώρου, ότι είναι κάτι διαφορετικό, όπως διαφορετικά είναι και πολλά πράγματα στη ζωή μας. Θα πρέπει να διαχωρίσουμε κάποια πράγματα, να τα αξιολογήσουμε κι έπειτα να τα αξιοποιούμε».

Θεατρικά δεν σας συναντάμε κάπου.

«Οχι, έχω σταματήσει. Ας δώσουμε τόπο στους νέους. Υπήρξα ηθοποιός, σκηνοθέτης και θιασάρχης. Ολα τα έχω κάνει, δόξα τω Θεώ. Κάποτε πρέπει κανείς να καταλαβαίνει ότι τώρα είναι το τέλος και πρέπει να δώσει τη σκυτάλη στους νέους. Ξέρετε, το πρόβλημα με τον ηθοποιό είναι ο οίκτος. Να σε βλέπουν στη σκηνή και να λένε «κοίτα τον καημένο, γιατί είναι έτσι», να σε λυπούνται. Αυτό το συναίσθημα το αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι. Θέλω να είμαι ακμαίος όταν θα βρίσκομαι μπροστά στους συνανθρώπους μου».

1,5 εκατ. είδαν την πρεμιέρα του «Αγίου Παϊσίου»

Η πολυαναμενόμενη πρεμιέρα του β’ κύκλου της ιστορικής – βιογραφικής σειράς «Αγιος Παΐσιος – Από τα Φάρασα στον Ουρανό» κατέκτησε την κορυφή της τηλεθέασης την Παρασκευή 24 Ιανουαρίου. Η σειρά επικράτησε του ανταγωνισμού με 17,6% στο σύνολο του κοινού (η κάλυψη άγγιξε τους 1.582.000 τηλεθεατές) και με 14,8% στο δυναμικό κοινό 18-54. Σε επιμέρους γυναικείο κοινό έφτασε το 25,3%.