Αν και στην Ελλάδα το είδος της χριστουγεννιάτικης ταινίας δεν αποτέλεσε ποτέ κομμάτι της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής, τα τελευταία χρόνια τα πράγματα αλλάζουν. Πρόπερσι, ο ηθοποιός Γιάννης Τσιμιτσέλης έκανε μια καλή προσπάθεια στη σκηνοθεσία γυρίζοντας την ταινία «Κουραμπιέδες από χιόνι», ενώ φέτος μια από τις πολλά υποσχόμενες ελληνικές ταινίες της χριστουγεννιάτικης περιόδου είναι η «Τα κάλαντα των Χριστουγέννων», προσωπικό όραμα του σεναριογράφου και πρωταγωνιστή της Λώρη Λοϊζίδη.
Η ταινία που σκηνοθέτησε ο Χρήστος Κανάκης είναι μια παραλλαγή της «Χριστουγεννιάτικης ιστορίας» του Καρόλου Ντίκενς με τον Λοϊζίδη στον ρόλο του τσιγκούνη Λυκούργου, μιας άλλης εκδοχής του Εμπενίζερ Σκρουτζ, ο οποίος σταδιακά αλλάζει όταν κάτω από πολύ παράξενες συνθήκες αντιλαμβάνεται τις πραγματικές αξίες της ζωής.
Μιλώντας στο «Βήμα» ο Λώρης Λοϊζίδης είπε πως γράφοντας το σενάριο στόχος του ήταν να φέρει τον θεατή στο σημείο να νιώσει ότι ταξιδεύει σε μια άλλη εποχή και ότι γίνεται και πάλι παιδί αλλά ταυτόχρονα να καταλαβαίνει ότι «δεν βλέπει κάτι παλιό αλλά κάτι μοντέρνο και με μια άλλη ματιά. Σίγουρα όμως, φεύγοντας από την αίθουσα να είναι γεμάτος συναισθήματα και να λάβει τα μηνύματα που πρέπει».
Οσο για το καινούργιο που θέλησε να δώσει ως ερμηνευτής του Λυκούργου, «πέραν του να μην καταλαβαίνει κανείς ότι ο πρωταγωνιστής δεν είναι γέρος 80 χρόνων αλλά νέος, σίγουρα να είναι πιο γήινος και αληθινός απ’ την αρχή μέχρι και τη μετάλλαξή του».
Η δύσκολη εξίσωση
Για τον Χρήστο Κανάκη, τα «Κάλαντα των Χριστουγέννων» υπήρξαν ένα εξαιρετικά απαιτητικό εγχείρημα, από τα ρούχα και τα σκηνικά εποχής μέχρι την ανάγκη να τιμηθεί το κλασικό έργο του Ντίκενς, το οποίο έχει μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη (και όχι μόνο) πολλές φορές.
«Επρεπε να υπηρετήσω πιστά την ατμόσφαιρα και το πνεύμα της εποχής του 1900, διατηρώντας παράλληλα στοιχεία που να φέρουν την ελληνική ταυτότητα» είπε στο «Βήμα» ο σκηνοθέτης. Με τους υπόλοιπους συντελεστές ο Κανάκης είδε ότι η ταινία από τη μία θα παρέμενε πιστή στο ιστορικό πλαίσιο αλλά από την άλλη, ακριβώς επειδή πρόκειται για παραμύθι φαντασίας, υπήρχε η δυνατότητα – ίσως και η υποχρέωση –«να ενσωματώσουμε επιπλέον στοιχεία που θα δώσουν έναν πιο μαγικό, οικείο και σύγχρονο τόνο.
Αυτή η ισορροπία μεταξύ σεβασμού στο πρωτότυπο και δημιουργικής ελευθερίας, μεταξύ αγγλικής παράδοσης και ελληνικής ιδιοσυγκρασίας, ήταν μακράν η μεγαλύτερη πρόκληση, αλλά και αυτό που έκανε το ταξίδι της ταινίας πραγματικά συναρπαστικό».
Απολύτως σύμφωνος σε ό,τι αφορά την ομορφιά του ταξιδιού αυτής της ταινίας είναι και ο ηθοποιός Γιάννης Μπέζος που υποδύεται ένα από τα φαντάσματα που παίζουν καταλυτικό ρόλο στη μετάλλαξη του Λυκούργου. «Πάντα όταν έχεις να αναμετρηθείς με ένα φάντασμα η πρόκληση η μεγάλη είναι πως πρέπει να δώσεις μια υπόσταση σε κάτι που υπήρχε στο παρελθόν και δεν υπάρχει πια. Βέβαια, πρέπει να πούμε πως όλο αυτό γίνεται μέσα στον αστερισμό της κωμωδίας» είπε στο «Βήμα» ο ηθοποιός.
«Το βέβαιο είναι πως για μένα ήταν μια πολύ διασκεδαστική και αποκαλυπτική εμπειρία και πρέπει να πω, γιατί πρέπει να επισημαίνουμε τα καλά, πως ο τρόπος γυρίσματος ήταν κάτι παραπάνω από εξαιρετικός σε όλους τους τομείς».
Ο παραγωγός της ταινίας Μαρίνος Χαραλάμπους είπε στο «Βήμα» ότι το location scouting ήταν εξ αρχής επικεντρωμένο σε χωριά και πόλεις της Βόρειας Ελλάδας επειδή εκεί η αίσθηση του χειμώνα είναι πάντα πιο έντονη. «Η ταινία μας αφορά τα Χριστούγεννα οπότε θα έπρεπε και το τοπίο των εξωτερικών γυρισμάτων να παραπέμπει αβίαστα σε αυθεντική χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα» ανέφερε ο κ. Χαραλάμπους.
«Επιπλέον, η δεύτερη αναγκαιότητα για χώρους αφορούσε την εποχή που το παραμύθι μας εκτυλίσσεται, δηλαδή το γεγονός ότι η ταινία είναι εποχής και αναφέρεται γύρω στις αρχές του 20ού αιώνα. Και πάλι θα έπρεπε οι χώροι μας να μπορούν να παρουσιαστούν, εννοείται με τις ανάλογες παρεμβάσεις από το σκηνογραφικό, σαν να είναι μέρη από κάποιο χωριό ή κωμόπολη της Ελλάδος των αρχών του 20ού αιώνα».
Για τον κ. Χαραλάμπους και τους συνεργάτες του η σωστή επιλογή για όλα τα παραπάνω ήταν τα Ζαχοροχώρια. «Πέρα από τα φανταστικά τοπία και τα γραφικά χωριά, οι κοινότητες των Ζαγορίων αγκάλιασαν την όλη προσπάθεια και υποστήριξαν την παραγωγή με κάθε δυνατό τρόπο δημιουργώντας ένα θερμό και δημιουργικό περιβάλλον συνεργασίας».
Οπότε σε αυτό το πλαίσιο κινήθηκε και η σκηνογράφος Λίζα Τσουλούπα που επεσήμανε το εξής: «Την εποχή που διαδραματίζεται το παραμύθι δεν υπήρχαν στην Ελλάδα τα Χριστούγεννα όπως τα γνωρίζουμε σήμερα». Αυτό, από μόνο του ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση για τη σκηνογράφο: «Μια ελληνική χριστουγεννιάτικη ταινία χωρίς τον κλασικό χριστουγεννιάτικο διάκοσμο».
Αίσθηση μαγείας με φυσικό τρόπο
Ολα αυτά βεβαίως με τη «συμμετοχή» των οπτικοακουστικών εφέ, τα οποία ναι μεν έχουν «ουσιαστική και δημιουργική παρουσία στην ταινία, όμως από την αρχή αποφασίσαμε ότι δεν θέλουμε να βασιστούμε αποκλειστικά στο CGI» όπως είπε ο Χρήστος Κανάκης.
«Προσπαθήσαμε όσο το δυνατόν περισσότερα εφέ να γίνουν πρακτικά, μέσα στο ίδιο το γύρισμα». Ο σκηνοθέτης αναφέρεται σε μικρά τεχνάσματα φωτισμού ή σε μηχανισμούς και σκηνογραφικές παρεμβάσεις που επέτρεψαν στην παραγωγή να δημιουργήσει «μια αίσθηση μαγείας με φυσικό τρόπο. Αυτό έδωσε στην ταινία μια υλικότητα και μια αλήθεια που θεωρούσαμε απαραίτητη για τον κόσμο της ιστορίας.
Η τεχνολογία των visual effects μάς βοήθησε όπου ήταν αναγκαίο να επεκτείνουμε αυτόν τον κόσμο, να τον κάνουμε πιο πλούσιο ή πιο υπερφυσικό χωρίς να χάνεται η ατμόσφαιρα της εποχής. Τα ψηφιακά εφέ λειτούργησαν συμπληρωματικά, τονίζοντας το παραμυθένιο στοιχείο χωρίς να το επιβάλλουν».
Η μουσική της ταινίας υπήρξε επίσης μια πρόκληση. «Πριν ακόμη πάρω το πρώτο edit, είχα δει φωτογραφίες από τα γυρίσματα και μου είχε κάνει τεράστια εντύπωση η αισθητική της ταινίας» ανέφερε στο «Βήμα» ο μουσικός Μικές Μπίλης.
«Ηταν ξεκάθαρο ότι υπήρχε ένας πολύ δυνατός οπτικός κόσμος και εντάξει, όλοι πάνω-κάτω ξέρουμε την ιστορία, αλλά δεν ήθελα να σταθούμε απλώς στον “κακό Λυκούργο”». Ο Μπίλης προσπάθησε να γυρίσει το νήμα ανάποδα. «Ηθελα να δω πώς ξεκίνησε αυτός ο άνθρωπος και πώς ένα αγνό παιδί μπορεί η ίδια η ζωή να το αλλάξει σε έναν μοναχικό, τσιγκούνη και μισάνθρωπο…
Αυτό ήταν ο οδηγός μου. Ολη η σύνθεση κινείται πάνω σε μια λεπτή γραμμή που ισορροπεί ανάμεσα στο χιούμορ, το σκοτάδι και την αγάπη. Να νιώθεις ότι κάτι είναι συνεχώς μετέωρο, αλλά και ότι υπάρχει μια καρδιά από κάτω που χτυπάει αθόρυβα».
INFO: Η ταινία «Τα κάλαντα των Χριστουγέννων» παίζεται στους κινηματογράφους από την περασμένη Πέμπτη (Feelgood Entertainment).



