Το βράδυ εκείνο της 20ής Απριλίου 1965 οι θεατές που είχαν κατακλύσει το Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης προκειμένου να παρακολουθήσουν τη συναυλιακή παρουσίαση της όπερας του Ντονιτσέτι «Λουκρητία Βοργία» είχαν μια κοινή απορία: ποια ήταν αυτή η άγνωστη ισπανίδα σοπράνο που θα αντικαθιστούσε την ασθενή Μέριλιν Χορν; Ουδείς γνώριζε πολλά πράγματα. Λίγο αργότερα όμως, ενώ η πρώτη της άρια δεν είχε ακόμη καλά-καλά ολοκληρωθεί, θα τη χειροκροτούσαν με πρωτόγνωρο ενθουσιασμό ρίχνοντας – κάποιοι από αυτούς – κλεφτές ματιές στο πρόγραμμα προκειμένου να εντοπίσουν το όνομά της…
Η εμφάνισή της στη σκηνή μετά το πέρας της παράστασης προκάλεσε φρενίτιδα. Ορθιος ο κόσμος τη χειροκροτούσε ασταμάτητα για 25 ολόκληρα λεπτά. Ανάμεσά τους ιμπρεσάριοι, διευθυντές θεάτρων και δισκογραφικών εταιρειών οι οποίοι την επομένη θα έσπευδαν να της προσφέρουν χρυσά συμβόλαια, να της ανοίξουν τις πόρτες των μεγάλων λυρικών σκηνών – της Μετροπόλιταν Οπερα, της Σκάλας του Μιλάνου, του Κόβεντ Γκάρντεν – που έμεναν ως τότε ερμητικά κλειστές. Μοντεράτ Καμπαγέ, ετών 32. Ενα αστέρι γεννήθηκε μέσα σε μια νύχτα. Για να λάμψει εκτυφλωτικά τα επόμενα 50 χρόνια…
Η Καμπαγέ – η οποία έφυγε από τη ζωή στις 6 Οκτωβρίου σε ηλικία 85 ετών – ήταν μία από τις τελευταίες πριμαντόνες της χρυσής εποχής της όπερας. Ηταν μια ντίβα που δικαίωνε απόλυτα τον τίτλο της ακόμη και σε εποχές που ο όρος είχε πλέον εκπέσει δραματικά. Ηταν η «μαγευτική» (La superba) πλάι στη «θεία» (La divina) Μαρία Κάλλας και στην «υπέροχη» (La stupenda) Τζόαν Σάδερλαντ, όπως είχε χαρακτηρίσει η διεθνής κριτική το θρυλικό ερμηνευτικό τρίο. Θα μείνει στην Ιστορία για την κρυστάλλινη καθαρότητα της φωνής της, το απίστευτο εύρος του ρεπερτορίου της – είχε ερμηνεύσει περισσότερους από 100 ρόλους – αλλά και τις φρενήρεις εκδηλώσεις λατρείας των θαυμαστών της οι οποίοι συχνά διέκοπταν στη μέση τις ερμηνείες της για να την επευφημήσουν. Κάποτε μάλιστα, σε μια εμφάνισή της στο Avery Fisher Hall της Νέας Υόρκης, το 1983, το κοινό διχάστηκε ανάμεσα σε αυτούς που έσπευσαν να την αποθεώσουν προτού ολοκληρωθεί μια άρια και σε εκείνους οι οποίοι, ενοχλημένοι από τη διακοπή, προσπαθούσαν με αυστηρότητα να επιβάλουν ησυχία.
Belcanto και Φρέντι Μέρκιουρι
Αν κάτι πραγματικά συγκινούσε στην Καμπαγέ ήταν αυτή καθαυτή η φωνή της. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στους ρόλους του Βέρντι και του belcanto – κυρίως στις ηρωίδες του Ροσίνι, του Μπελίνι και του Ντονιτσέτι – αλλά τραγούδησε και Μότσαρτ, Ρίχαρντ Στράους, Βάγκνερ. Μολονότι ανήκε στους λυρικούς τραγουδιστές που η φήμη τους υπερέβη τα όρια του κόσμου της όπερας, το ντουέτο
«Barcelona» δίπλα στον Φρέντι Μέρκιουρι το 1987 που αποτέλεσε το επίσημο τραγούδι των Ολυμπιακών Αγώνων του 1992 στη Βαρκελώνη, την έκανε περισσότερο γνωστή στο ευρύ κοινό.
Παρ’ όλα αυτά, δεν έλειψε και η κριτική στο πρόσωπό της. Κάποιοι θεώρησαν ότι δεν διαθέτει υποκριτικά προσόντα ενώ οι συχνές ακυρώσεις προγραμματισμένων εμφανίσεων από μέρους της προκαλούσαν ενίοτε αρνητικά ως πικρόχολα σχόλια στον Τύπο. «Είναι το γνωστό αστείο στον χώρο – έγραψαν οι «New York Times» το 1986 – ότι η κυρία Καμπαγέ είναι διαθέσιμη για περιορισμένο αριθμό ακυρώσεων αυτή τη σεζόν…».
«Δεν ακυρώνω από καπρίτσιο, πάντα υπήρχε σοβαρός λόγος» δήλωνε στην εφημερίδα «Chicago Tribune» το 1995. «Στη ζωή μου έκανα επτά σοβαρότατα χειρουργεία. Είχα όγκους. Γέννησα δυο παιδιά με καισαρικές τομές. Δεν σηκώνεσαι την επομένη να βγεις να τραγουδήσεις μετά από όλα αυτά».
Ταπεινή καταγωγή
Γεννημένη στις 12 Απριλίου 1933 στη Βαρκελώνη, η Μονσεράτ Καμπαγέ μεγάλωσε φτωχικά. Στις συνεντεύξεις της, με τρόπο διπλωματικό, εξέφραζε την ίδια υπερηφάνεια τόσο για το ισπανικό όσο και για το καταλανικό υπόβαθρό της. Οσο για τις πεποιθήσεις του οικογενειακού της περιβάλλοντος, οι απόψεις διίσταντο: άλλοι εξέφραζαν τη βεβαιότητα για την αφοσίωσή τους στη δημοκρατία, άλλοι όμως τους θεωρούσαν εθνικιστές. Θυμόταν πάντα ότι την εποχή που ήταν παιδί είχε μόνο ένα φόρεμα και αντιμετώπιζε τη χλεύη των συμμαθητών της.
Αγάπησε την όπερα από τους δίσκους των γονιών της αλλά σπούδασε με δυσκολίες. Στα 16 της αναγκάστηκε να διακόψει το Ωδείο και να εργαστεί σε εργοστάσιο, όμως χάρη σε μια υποτροφία κατόρθωσε να συνεχίσει και να αποφοιτήσει μετ’ επαίνων στα 20. Απειρη και νευρική, απέτυχε σε όλες τις ακροάσεις. Ενας ατζέντης τής σύστησε να εγκαταλείψει τις προσπάθειας στην όπερα και να αναζητήσει σύζυγο. Τελικά κατάφερε να κάνει μια αρχή στην Ελβετία το 1956 ενώ η εμφάνισή της στο Κάρνεγκι Χολ το 1965 της άνοιξε διάπλατα τις πόρτες της διεθνούς καριέρας.
Στην τελευταία της εμφάνιση στην Αθήνα ήταν πράγματι η σκιά του αλλοτινού λαμπρού εαυτού της. Ωστόσο για την ίδια το τραγούδι ήταν ο αέρας που ανέπνεε. Το είχε, άλλωστε, παραδεχθεί δημοσίως. «Αν δεν μπορώ να τραγουδώ, έχω την εντύπωση ότι δεν υπάρχω πλέον».