Ο Δημήτρης Κίτσος, από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς του, κάνει λιγότερο θέατρο από όσο θα περίμενε κανείς. Ιδιαίτερα ενεργός στην τηλεόραση – «Μαέστρο», «Μαύροι πίνακες», «Τιμωρός», «Παραλία» –, την επόμενη σεζόν συμμετέχει στην τηλεοπτική διασκευή της «Μεγάλης Χίμαιρας» του Μ. Καραγάτση. Τώρα, μαζί με τη Νία Βαρντάλος και τους Δημήτρη Παπανικολάου και Δανάη Λουκάκη, παίζει στο «Tiny Beautiful Things», βασισμένο στο βιβλίο της Σέριλ Στρέιντ (Παλλάς).
Η Νία Βαρντάλος είναι…
«Ενας άνθρωπος εύθυμος, χαρωπός, μια γυναίκα χαμογελαστή, ενθουσιώδης, θετική. Το κείμενο απαιτεί μεγάλη μαεστρία – είναι πρόκληση. Κινείται σε μια επικίνδυνη περιοχή, με επιστολές και απαντήσεις σε αυτές τις επιστολές, με έναν τρόπο όχι ακριβώς διαλογικό. Καταπιάνεται με θέματα που σκέφτομαι κι εγώ. Βασίζεται σε αληθινές ιστορίες, κι αυτό είναι συγκινητικό, χωρίς καθόλου δηθενιά».
Θα στέλνατε, ανωνύμως, σε μια στήλη το πρόβλημά σας;
«Δεν νομίζω. Ισως παλαιότερα, τώρα όχι. Προσπαθώ οι πηγές των πληροφοριών και των γνώσεών μου να έρχονται από ανθρώπους που εμπιστεύομαι, φίλους, την ψυχολόγο μου – κάνω τέσσερα χρόνια ψυχοθεραπεία –, ανθρώπους που εκτιμώ. Βέβαια συχνά χαώνομαι και τότε ρωτάω τον οποιονδήποτε. Δεν έχω πάντα το σωστό φίλτρο».
Πώς μπλεχτήκατε με το θέατρο;
«Η μάνα μας μάς πήγαινε να δούμε παραστάσεις στα Γιάννενα, στη Δωδώνη. Αλλά ποτέ δεν μου άρεσαν οι αρχαίες τραγωδίες ή κωμωδίες, ειδικά στην προεφηβική-εφηβική ηλικία. Ενας φίλος μου ήταν στη θεατρική ομάδα του σχολείου του και είχαν κάνει μια παράσταση για τον Αλή Πασά. Αν και ήταν λίγο αστείο το θέαμα, ζήλεψα. Αργότερα, όταν σπούδαζα στη Θεσσαλονίκη, είδα το «Ολόκληρος ο Σαίξπηρ σε μια ώρα».
Οταν οι ηθοποιοί άρχισαν να παίζουν με το κοινό, μέσα μου υπήρχαν δύο αντίθετες δυνάμεις – η μία έλεγε «σηκώστε με» και η άλλη όχι… Υστερα, πάλι ένας φίλος μου μού πρότεινε να πάω στη φοιτητική θεατρική ομάδα. Εκείνη την εποχή είχα δει και την ταινία με τον Ρόμπιν Γουίλιαμς «Patch Adams» – ένας γιατρός που πηγαίνει στα παιδιά στα νοσοκομεία και κάνει τον κλόουν. Μου αρέσει η λειτουργία του κλόουν, αυτό που προσφέρει, όπως και ο Τσάρλι Τσάπλιν βέβαια».
Και ξεκινήσατε;
«Μπήκα πρώτα στη φοιτητική ομάδα του Πολυτεχνείου. Μετά ιδρύσαμε τους «C for Circus» – για να δουλεύουμε πιο συστηματικά με τον δάσκαλό μας, τον Κώστα Ισαακίδη. Κάποια στιγμή έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό. Παρασκευή βγήκαν τα αποτελέσματα, Δευτέρα είχαμε μάθημα.
Κατέβηκα σε μια νύχτα στην Αθήνα με το τρένο – μια ιδιαίτερη διαδρομή. Αναπολώ εκείνα τα χρόνια. Θεωρώ πως υπάρχει ένα ζήτημα με την εκπαίδευση στην Ελλάδα. Υπήρχε ένα χάος, χωρίς δομή – κάθε καθηγητής είχε την τεχνική, τη μέθοδό του. Στην τριετία των σπουδών (2012-2015) άλλαξαν τρεις διευθυντές. Μπήκα επί Χουβαρδά, μετά ήρθε ο Χατζάκης, τέλειωσα επί Λιβαθινού. Στη σχολή δεν εμβαθύνεις σε κάποια μέθοδο. Μετά έκανα σεμινάρια και κατάλαβα ότι είμαστε πίσω».
Δηλαδή;
«Ενα σημαντικό κεφάλαιο, το ανακαλύπτω όσο συνεχίζω την ψυχοθεραπεία μου, έχει να κάνει με το πώς μπορείς να ανέβεις στη σκηνή άμα έχεις ακόμη δυσκολία με τις ανασφάλειές σου. Θυμάμαι πόσο είχα προβληματιστεί στον «Γιο» (Θέατρο Νέου Κόσμου, 2019-2020). Με είχε πιέσει ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, και πολύ καλά έκανε. Ντρεπόμουν. Οσο μπαίνω στο κομμάτι της ψυχοθεραπείας τόσο λιγότερο ντρέπομαι – απελευθερώνομαι. Το βασικό πρόβλημα με την υποκριτική είναι οι σκέψεις που περνάνε από το μυαλό σου. Κυρίως η σοβαρή αυτοκριτική σε μπλοκάρει».
Εύκολα περάσατε στη δουλειά;
«Ναι, από την άποψη των προτάσεων. Το δύσκολο ήταν πως είχα τον ρομαντισμό ότι θα μπω σε ένα επάγγελμα όπου, επειδή ασχολούμαστε με την τέχνη, οι άνθρωποι θα έχουν πιο ανθρώπινη συμπεριφορά. Ορμώμενοι από αγάπη και όχι από προσωπικές ανασφάλειες και τραύματα – όχι απ’ όλους. Η τέχνη βοηθάει, αλλά δεν αρκεί».
Γιατί δεν κάνετε περισσότερο θέατρο;
«Θα ήθελα. Μου έχει λείψει. Για μένα σινεμά και τηλεόραση έχουν κάποιες ευκολίες και μια άλλη απόλαυση. Μου αρέσει να μπαίνω σε χώρους διαφορετικούς, όχι σε μια κλειστή αίθουσα. Επίσης, όταν οι συνθήκες δεν είναι ιδιαίτερα τέλειες, την άλλη μέρα πηγαίνεις στην επόμενη σκηνή. Υπάρχει ροή.
Στο θέατρο καλείσαι να κάνεις την ίδια σκηνή ξανά και ξανά – κάποιες φορές μού φαίνεται αρκετά ψυχοφθόρο. Στο θέατρο κοιτάς όλο πίσω. Στην τηλεόραση και στο σινεμά πας παρακάτω».
Είστε της ρεαλιστικής σχολής;
«Προσωπικά δεν μου αρέσει ο ρεαλισμός. Σαν θεατής ψάχνω κάτι πιο ποιητικό, λίγο πιο κουνημένο. Μια συνθήκη που να μην είναι τόσο κοντά στην καθημερινότητά μου. Προτιμώ πιο σωματικές λειτουργίες. Η ανάγκη είναι πάντα να επικοινωνήσεις, να μη χαθείς μέσα στη φόρμα.
Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου (σ.σ.: με τον οποίο έχει συνεργαστεί) το έκανε αυτό πολύ όμορφα, γιατί έχει μια ισχυρή φόρμα. Αλλά όταν εμμέναμε απλώς στην προσπάθεια να την πετύχουμε σε συνδυασμό με την τελειότητα που ζητούσε, μας ταρακούναγε – «βαριέμαι», μας έλεγε, «θέλω να ρισκάρετε». Σπουδαία εμπειρία, ίσως η πιο καθοριστική».
Κάνετε πολλή τηλεόραση…
«Ειδικά φέτος βγήκαν σειρές που είχα γυρίσει πέρυσι. Η τηλεόραση έχει ρυθμούς που δεν μου ταιριάζουν πολύ. Αναζητώ κάτι που να υπάρχει χρόνος να δουλέψω προς περιοχές που προσπαθώ να αποφύγω. Θέλω κάποιος να μου πει «πήδα, είμαι εγώ εδώ». Στην τηλεόραση, που δεν υπάρχει αυτός ο χρόνος, θέλει μεγαλύτερο θάρρος να επιλέξεις κάτι που δεν είναι κοντά σου. Θα ήθελα να μου δοθεί χώρος να δοκιμάσω κάτι κι ας είναι λάθος».
Τηλεοπτική «Μεγάλη Χίμαιρα». Εντυπώσεις;
«Κάνω τον Μηνά. Είναι ένα μεγάλο κείμενο που το έχει διαβάσει πολύς κόσμος, άρα δημιουργούνται αιτήματα από το κοινό. Ελπίζω να είμαστε κοντά στο βιβλίο, είναι η βάση μας. Ούτε εκεί οι χρόνοι ήταν ιδεατοί, αλλά ιδεατό δεν υπάρχει. Ελπίζω να έχει πάει καλά – νομίζω πως έχει πάει».
Ονειρεύεστε ρόλους;
«Οχι ιδιαίτερα. Στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» θα ήθελα να παίξω. Είχα κάνει στη σχολή τον Βλαδίμηρο και τον είχα αγαπήσει. Οπως αγαπώ και τον Τσάρλι Τσάπλιν. Οταν τον πρωτοείδα, δεν μπορούσα να κουνηθώ».
Τι έπεται;
«Συζητάμε με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου για κάτι που θα κάνει απ’ το φθινόπωρο. Οσο για την τηλεόραση, είμαι σε σύγχυση – αν θα παίξω άλλη μια χρονιά τώρα που άνοιξαν λίγο τα πράγματα ή αν θα αποτραβηχτώ».
Απολαμβάνετε την επιτυχία;
«Και ναι και όχι, ασχέτως του τι σημαίνει επιτυχία. Είμαι λίγο δυσκοίλιος σαν άνθρωπος. Προσπαθώ να δουλεύω το κομμάτι της ευγνωμοσύνης γιατί η προσοχή μου στρέφεται περισσότερο στο τι δεν έχω κάνει. Χρειάζεται αγώνας για να πω στον εαυτό μου «περίμενε, τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα απ’ ό,τι θεωρούσες παλαιότερα ότι θα είναι».
Προσπαθώ να στρέφω τη ματιά μου στα καλά. Πέραν κάποιων περιπτώσεων, αισθάνομαι ότι δεν έχω δουλέψει μεθοδικά. Οταν ακούω ιστορίες για το Αμόρε, τον Βογιατζή, τον Μαρμαρινό, τον Μοσχόπουλο – είχα κάνει και το σεμινάριό του –, για ηθοποιούς που έχουν δουλέψει με σκηνοθέτες κι έχουν κρατήσει μεθόδους, αισθάνομαι πως αυτά δεν μου τα έφερε ιδιαίτερα η επαγγελματική μου πορεία. Κάνω σεμινάρια για να καλύψω μια αίσθηση κενού.
Εχω πάρει πολλά από τον Παπαϊωάννου, τον Καραντζά κι άλλους. Θα ήθελα να δουλεύω με ανθρώπους που φέρουν έναν κόσμο κι εγώ να μπαίνω μέσα».
INFO
«Tiny Beautiful Things» στο θέατρο Παλλάς από 16 έως 25 Μαΐου.