Ο Νίκος Καραθάνος ερμηνεύει τον σοφόκλειο ήρωα μέσα από τις τραγωδίες «Οιδίπους Τύραννος» και «Οιδίπους επί Κολωνώ» στην ενιαία παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά «Οιδίποδας, η ιστορία μιας μεταμόρφωσης: από το σκοτάδι στο φως». Αν κι έχει ξαναπαίξει τον διπλό ρόλο (Εθνικό, Πειραματική, 2002), τώρα βυθίζεται σε αυτό το ταξίδι αυτογνωσίας από το τέλος στην αρχή.
Ποια είναι η σκηνική πορεία του ήρωα;
«Κάνει μια αναδρομή ο Οιδίποδας για να ξαναζήσει τα πράγματα. Να καταλάβει γιατί έγιναν όλα. Το ερώτημα είναι αν, στο τέλος της ζωής μας, καταλαβαίνουμε γιατί ζήσαμε όπως ζήσαμε. Γιατί έτσι ήμασταν, αυτή η μοίρα μάς έτυχε, αυτό το σώμα, αυτές οι ενέργειες. Και δεν είναι παράπονο. Εγώ σε όλη μου τη ζωή όλα αυτά που λέγονται στις αρχαίες τραγωδίες, στα Χορικά, τα άκουγα μέσα στο σπίτι. Τη μάνα μου να λέει “αχ, μανούλα μου”, τις θειάδες μου να λένε “να μη γεννιέται ο άνθρωπος”, “τι ‘ναι αυτή η ζωή”…».
Και ο Σοφοκλής με αυτά καταπιάνεται;
«Οι συγγραφείς δεν είναι κάποια χερουβείμ στον ουρανό που κατεβήκανε ή μια θεία επιφοίτηση. Είναι άγγελοι, πνεύματα μέσα μας, είναι η αγγελική μας μορφή. Πνεύμα είναι αυτή η λαμπάδα που ανάβει ανάμεσα στον πόνο και στην πλήξη. Αυτή η αναρώτηση που κάνουμε κοιτώντας τον εαυτό μας – τι κάνεις; Ολα αυτά υπάρχουν στα αρχαία κείμενα. Βλέπεις τον Οιδίποδα και βλέπεις τον Χορό να λέει “να μη γεννιέται ο άνθρωπος και όσο γεννιέται καλύτερα να φεύγει” ή μετά, ο άλλος ύμνος για την κατάρα των γηρατειών. Γιατί ο άνθρωπος – και μην κοιτάς τώρα που ζούμε λίγο καλύτερα, αν ζούμε – όταν βλέπει το σώμα του να φεύγει, να μην έχει ενέργεια, να σβήνει, λέει “γιατί”».
Πώς πλησιάζετε τον «Επί Κολωνώ»;
«Ο Κολωνός είναι ένα έργο πολύ πλησίον μας, σχεδόν τωρινό, πέραν του διαφορετικού τέλους, της ανάληψής του, που είναι ένα θαυμάσιο τέλος – κάποιος να ησυχάσει κατ’ αυτόν τον τρόπο, να θεωθεί. Φαντάσου έναν άνθρωπο, τον πιο πονεμένο, τον πιο ανάπηρο, τον πιο δυστυχισμένο, να μπαίνει σε μία εκκλησία και οι θεοί να τον παίρνουν κοντά τους».
Η παράσταση προτείνει ένα τρίτο έργο;
«Πρώτα-πρώτα, αναγνωρίζουμε ξεκάθαρα και τα δύο έργα, μπλέκονται. Αλλά ακόμα κι όταν παρουσιάζονται το ένα μετά το άλλο, δεν είναι ακριβώς συνώνυμα, έχουν άλλο στυλ. Γραφτήκανε άλλη εποχή το καθένα – τον Κολωνό τον έγραψε γιατί είχε και θέματα με τον γιο του, ενδοοικογενειακά. Βλέπεις έναν πονεμένο, έναν κλοσάρ, που ζητάει να τελειώσει, να πεθάνει. Γιατί όλα τα έκανε χωρίς να θέλει, χωρίς να ξέρει. “Ποια μαύρη κι άσπλαχνη συνείδηση, ποιος νους διεστραμμένος με συνέλαβε προτού ακόμα γεννηθώ”.
Ηταν αυτός που έλυνε τα αινίγματα, που έγινε βασιλιάς, που τον είχανε σαν Θεό. Αλλά η μοίρα τού αποκαλύπτει από πού είναι, από πού κατάγεται, ότι αυτός είναι το μίασμα. Κι αφού έχουν όλα γίνει, στον “Οιδίποδα Τύραννο” επιστρέφουμε να δούμε γιατί και πώς έγιναν.
Δεν παίζεις σαν ρόλο αυτό το πρόσωπο, εκπροσωπείς τις ενέργειες, της αρχής και του τέλους, σε ένα τέτοιον ήρωα. Είναι ένα απίστευτο ποίημα για την ανθρώπινη μοίρα, τη ζωή. Ο Οιδίποδας είναι ο ίδιος συμβολισμός, το ίδιο βάθος, η καρδιά των πραγμάτων, η πηγή, η κοιτίδα, το αρχέτυπο. Τα λέει όλα μπροστά στα μάτια σου. Και τελειώνει με την επιστροφή στην αρχή».
Τα ερωτήματα του Οιδίποδα μας είναι οικεία;
«Σαν άνθρωποι οδεύουμε μέσα σε μια καθημερινότητα, είμαστε όλοι καταδικασμένοι. Ταυτόχρονα όμως δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην αναλογίζεται από πού ήρθε, από ποιους, ποια είναι η ρίζα του».
Δηλαδή τα μεγέθη της τραγωδίας μοιράζονται τα δικά μας μικρά πράγματα;
«Ακριβώς. Εμείς είμαστε. Εμείς, πιο παλιοί».
Πώς ακούσατε την πρόταση του Χουβαρδά;
«Σε αυτά δεν μπορείς να αντισταθείς. Το μυαλό σου πλημμυρίζει με ιδέες και θες να κολυμπήσεις σε αυτή τη θάλασσα. Γιατί; Γιατί αντανακλά κάτι που κατοικεί μέσα σου, δεν είναι ένας. Αυτό ήταν και το πνεύμα του Χουβαρδά. Οπότε γιατί να μην εξερευνήσεις κι έναν άλλο τρόπο. Τα πράγματα πρέπει να ξανα-ανακαλύπτονται και με διαφορετικούς τρόπους. Το θέμα του Οιδίποδα είναι τόσο φοβερό, ένας πλανήτης. Κάθε φορά μπαίνεις από άλλη πόρτα».
Εχετε αγωνία;
«Αυτή τη στιγμή της ζωής σου, όταν βγαίνεις μπροστά να πεις αυτά τα λόγια, ασχέτως σκηνοθετικού-υποκριτικού, δεν μπορεί να μην έχεις μια αγωνία. Κάθε φράση είναι ένας ναός από μόνος του, μια επιστροφή προς τα πίσω, για να πάμε μπροστά. Αναζητάς την αλήθεια και την ίδια στιγμή φοβάσαι να τη μάθεις. Οσο πλησιάζεις σε αυτά τα κείμενα, τόσο χάνεται η λαλιά σου».
Ο σκηνοθέτης καθορίζει;
«Ο σκηνοθέτης σού δίνει το αμάξι. Τώρα, αν θα το βάλεις μπρος και πού θα το πας, αυτό είναι το θέμα. Σαν σκηνοθέτης πρέπει να κινητοποιήσεις το πνεύμα σου, δεκάδες ανθρώπους, να εφεύρεις κάτι. Σαν ηθοποιός πρέπει να κινητοποιείς το είναι σου. Αυτά τα κείμενα όταν τα λες, είναι τόσο μεστά, τόσο αληθινά που σχεδόν ξεπερνάνε την υποκριτική. Το θέμα είναι αν θα ενωθείς με το σύμπαν του κόσμου και με τις καρδιές των άλλων από κάτω. Ψάχνεις και τον εαυτό σου. Αναρωτιέσαι: Εγώ γιατί τα κάνω αυτά; Γιατί ήρθα στη ζωή; Και προχωράς μέχρι κάτι να σου φανερωθεί».
Σας έχει φανερωθεί;
«Οταν σε αυτό που κάνω είμαι πιο κοντά στην ψυχή και στην καρδιά μου, τότε, ναι, μου φανερώνεται. Οταν μου βγαίνει μπροστά η αρχαία, η παιδική μου πίστη για κάτι, όταν μόνο εγώ και μόνος μου κάτι λαχταρούσα».
Η σκηνοθεσία απελευθερώνει;
«Ναι, γιατί είναι εξουσία. Να το πούμε καθαρά. Σε απελευθερώνει γιατί έχεις την εξουσία του εαυτού σου. Το να μπορείς να πάρεις ανθρώπους, να τους δώσεις δουλειά και να τους πεις “κάντε αυτό”, δεν είναι μικρό πράγμα. Αλλά το θέμα εξουσιαστής δεν μου αρέσει. Περισσότερο είναι κυβερνήτης, καπετάνιος. Γιατί η δυνατότητα της εξουσίας στην πρόβα είναι μία δύναμη που πρέπει να ξέρεις πολύ καλά πώς θα τη χρησιμοποιήσεις. Να μην παρεμβαίνεις πολύ στις ζωές των άλλων, να τους κάνεις συνεργάτες, να πηγαίνετε μαζί για ένα κοινό όνειρο, ο καθένας από τη μεριά του, και να τους χαρίσεις κάτι και μετά την παράσταση».
Και τον χειμώνα ακολουθεί «Τζένη-Τζένη» των Πρετεντέρη – Γιαλαμά…
«Το να πιάσεις έναν Πρετεντέρη, είναι σαν δώρο, σαν σχολική εκδρομή. Η ελληνική κωμωδία είναι τα μεσημέρια μας, τα καλοκαίρια μας τα παιδικά, η χαρά, τα όνειρά μας. Εχεις αυτούς τους τύπους, τις ανάσες τους. Με αυτά τα έργα έχεις λαχτάρα για ζωή, μια άλλη καθαρότητα. Μπορεί να μην έχουν τα βάθη του “Οιδίποδα”, έχουν τα πλάτη της ψυχής».





