Δέκα χρόνια είχα να δω τον Βασίλη Γκουρογιάννη από κοντά. Κι όμως, στο μεταξύ, θαρρείς και δεν τον άγγιξε ο χρόνος. Στα εβδομήντα τέσσερα, παραμένει ακμαίος και δραστήριος, ασχέτως αν επισήμως έχει βγει στη σύνταξη. Ολο και κάποια παλιά υπόθεση παρακολουθεί ακόμα, ορισμένα πράγματα δεν αλλάζουν. «Η μαχόμενη δικηγορία, αυτή που γίνεται μέσα στον κόσμο, σε μαθαίνει να βλέπεις το δίκιο σε όλες τις πλευρές» μου απαντά όταν τον ρωτώ με ποιον τρόπο η Νομική συνέτρεξε, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, τη λογοτεχνία του.

Ηπειρώτης, πατέρας, παππούς και συγγραφέας, ο Γκουρογιάννης έχει χαράξει τη δική του ξεχωριστή πορεία στα σύγχρονα ελληνικά γράμματα (δεν ξεχνά κανείς, για παράδειγμα, το βιβλίο του Κόκκινο στην Πράσινη γραμμή, από το 2009, μια καταπληκτική διαχείριση του Κυπριακού μέσω της μυθοπλασίας). Δουλεμένο και μετρημένο ύφος έχει πάντοτε ο Γκουρογιάννης, ένα κράμα στιβαρό και λυρικό συνάμα, πότε νομίζεις ότι οι λέξεις του είναι βγαλμένες από  πέτρα και πότε παρμένες από όνειρο. «Ως λογοτέχνης, πάντως, έχω έναν σκαντζόχοιρο για ζώο συντροφιάς» συνεχίζει ο ίδιος, γελώντας.

Βιβλίο γραμμένο από το υποσυνείδητο

«Το Βήμα» τον συναντά με αφορμή το καινούργιο του έργο, που μόλις κυκλοφόρησε, με τίτλο Τα κιάλια του Βασίλι Τσουικόφ (σε περίπτωση που αναρωτιέστε, πρόκειται για ιστορικό πρόσωπο, υπήρξε ο εμβληματικός ρώσος στρατάρχης των Σοβιετικών που, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κράτησε το Στάλινγκραντ). Το μυθιστόρημα (όπου πρωταγωνιστεί ένας παλαιός αριστερός, ένας μπαρουτοκαπνισμένος και ορθόδοξος κομμουνιστής, ένας αμετανόητος «σύντροφος», ηλικιωμένος πια, σε φάση απολογισμού) είναι απαιτητικό και συγκαταλέγεται στα σημαντικά της τρέχουσας σεζόν. Και είναι γραμμένο με αρκετό ρίσκο (κυρίως στη δομή και στην εναλλασσόμενη εστίασή του).

«Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο από το υποσυνείδητό μου. Λέω πράγματα που, ορθολογικά αν τα πλησιάσω εκ των υστέρων, δεν θα έπρεπε να τα πω»

Ο Γκουρογιάννης τα ξέρει όλα αυτά καλά. Το θέμα όμως είναι, όπως εξήγησε στην εφημερίδα, ότι δεν θα μπορούσε να το κάνει κι αλλιώς. Με την Αναψηλάφηση (2019), το αμέσως προηγούμενο βιβλίο του, ο Γκουρογιάννης επιχείρησε να κλείσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς του με την πολύ πρόσφατη ιστορία. Τώρα όμως; Τι συνέβη;

«Από τότε, κάτι εξακολουθούσε να με πνίγει, να με ζορίζει, μια λάβα έλιωνε μέσα μου, ένιωθα ότι μάλλον κάτι δεν είχα πει. Δεν ξέρω γιατί. Οι μεταπολεμικές προσλαμβάνουσες που έχω να συνδυάστηκαν άραγε με το σήμερα, με την ασυνάρτητη πολιτική και τον ανυπόφορο κόσμο; Λοιπόν, κάτι μου έβγαινε και σχεδόν το απωθούσα» λέει ο συγγραφέας και, προς στιγμήν, σταματά.

Το σκέφτεται λίγο. «Ολα τα βιβλία που έχω γράψει, πιστεύω, είχαν μια ενσυνείδητη αφετηρία και ένα πιθανό τέλος. Κάτι ήθελα να πω, κάτι συγκεκριμένο. Λειτουργούσε το ραντάρ, τηρούσα την πορεία μου και προσγειωνόμουν με ασφάλεια στο αεροδρόμιο που σκόπευα να φτάσω. Με το νέο βιβλίο όμως, η αίσθηση ήταν παράξενη, σαν ακούσια σύλληψη. Σαν να πιλοτάριζα ένα αεροπλάνο με χαλασμένο ραντάρ, μέσα στον ομιχλώδη και τοξικό αέρα της μετακατοχικής και μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Και για να μη συντριβεί, έκανα αναγκαστική προσγείωση σε κάτι χωράφια» τονίζει ο Γκουρογιάννης.

«Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο απ’ το υποσυνείδητό μου. Λέω πράγματα που, ορθολογικά αν τα πλησιάσω εκ των υστέρων, δεν θα έπρεπε να τα πω. Το έγραψα σε διάφορες εκδοχές και η τελική του μορφή, η δημοσιευμένη, είναι επώδυνη για μένα. Επώδυνη, γιατί λέω πράγματα που με πονάνε και μένα προσωπικά. Κατά βάθος, από μια άλλη άποψη, προσπαθώ ακόμα να καταλάβω κι εγώ ο ίδιος τι ακριβώς έγραψα» συμπληρώνει.

Η «πυκνή και πηχτή ματαίωση»

Επίσης, αν υποθέσουμε ότι η χώρα (με το παρελθόν της, τη συγκρότησή της, τη λογοτεχνία της, την τέχνη της) έχει υποσυνείδητο, ο Γκουρογιάννης το σκαλίζει με πίκρα και σαρκασμό προς πάσα κατεύθυνση.

«Ναι, αγγίζω όντως πάρα πολλά θέματα, με μια απορία βέβαια, αν μπορεί να σταθεί το βιβλίο, αν μπορεί να σηκώσει το βάρος όλων αυτών των πραγμάτων. Κι όλα τούτα ήρθανε επειδή έψαχνα να βρω τη ρίζα. Ο Εμφύλιος Πόλεμος είναι ένας τοκογλύφος που αδυνατούμε να αποπληρώσουμε. Τότε πήρε αίμα ανθρώπινο, τώρα παίρνει μελάνι. Και πάλι όμως δεν ξεχρεώνεται» εκτιμά ο πεζογράφος που, ειρήσθω εν παρόδω, πέρασε το εφετινό καλοκαίρι από τον Γράμμο και το Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης.

Ο κεντρικός ήρωας του Γκουρογιάννη (συνονόματος του συγγραφέα, μοναξιασμένος, μαρξιστής-λενινιστής, συνεπέστατος με την ιδεολογία του σε βαθμό τραγικωμικό, κάτι ανάμεσα στον ρομαντισμό και στην καθήλωση, κάτι ανάμεσα στο φοβερό και στο ευτράπελο) υπήρξε αφοσιωμένος αντάρτης στα βουνά με τον Δημοκρατικό Στρατό, έκανε εξορία, επί χούντας αργότερα δεν ανακατεύτηκε με τίποτα, εργάστηκε κατόπιν ως δικηγόρος (ειδικός στους πλειστηριασμούς, με γραφείο στο Κολωνάκι, μάλιστα), δεν παντρεύτηκε ποτέ (έχασε τον απόλυτο έρωτα της ζωής του, τη «συντρόφισσα Κική») και δεν έκανε παιδιά.

Ζει πλέον στη Νέα Σμύρνη, σε ένα μεγάλο διαμέρισμα (με μια Βουλγάρα οικιακή βοηθό, τη Στεφάνα) και έχει αγοράσει έναν άνετο τάφο στο «Α΄Α΄Α΄ Νεκροταφείο» (τον οποίο μαστορεύει ένας αλβανός τεχνίτης, ο Φατμίρ). Εχει γράψει επίσης, μεταξύ άλλων, ένα βιβλίο με τον σημαδιακό τίτλο Καλά, εγώ σκοτώθηκα σταδιακά και, λόγω αυτού, τον αναζητά ένας μεταδιδακτορικός ερευνητής.

Η παραπομπή του Γκουρογιάννη στο πολυδιαβασμένο βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου εξυπηρετεί απλώς την εσώτερη πορεία του δικού του ήρωα που περιμένει απλώς τη ληξιαρχική πράξη του θανάτου του καθαυτή, αλλά και τη μετά θάνατον ζωή, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει (με τη δική του αντίληψη για τη σχέση κομμουνισμού και χριστιανισμού) αν είναι εφικτή μια άλλη ζωή, καλύτερη, δίχως απογοήτευση.

«Είναι ένα βιβλίο για τη ματαίωση, σε μεγάλο βαθμό. Για την πυκνή και πηχτή ματαίωση. Γιατί, όπως καταλαβαίνει κι ο ήρωας, μιας και το έχει ζήσει στο πετσί του, τα ιδανικά δεν καλλιεργούνται με ιδανικό τρόπο. Είναι σαν τα λουλούδια που πρέπει να φάνε κοπριά για να ευωδιάσουν» επισημαίνει ο Γκουρογιάννης.

Η τιμή στον Αλεξάνδρου

Αν εξαιρέσουμε την ένοχη απόλαυση του ήρωα για τον «παρακμιακό» πλην ασύγκριτο Κ.Π. Καβάφη, ο άλλος λογοτέχνης που κυριαρχεί στο βιβλίο του Γκουρογιάννη είναι ο Αρης Αλεξάνδρου με το Κιβώτιο, ασφαλώς. «Ο ήρωας είχε βρεθεί μαζί σε κάποιο νησί με τον σύντροφο Βασιλειάδη (έτσι τον φώναζε, με το αληθινό του επίθετο). Κάποια στιγμή τον είχε σπρώξει κιόλας τον Βασιλειάδη, ένα περιστατικό για το οποίο έχει μετανιώσει. Οταν ο ήρωας διάβασε αργότερα το περίφημο βιβλίο του Βασιλειάδη ψυχανεμιζόταν πως έλεγε αλήθειες εκεί πέρα μέσα, όμως δεν ήθελε να τις πιστέψει. Ο Βασιλειάδης ήταν ένας αγνός άνθρωπος και ιδεαλιστής, δεν υπάκουγε στην κομματική γραμμή και τον είχανε παραπεταμένο. Εγώ θέλησα κάπως να τον τιμήσω τον Αλεξάνδρου, να περνάει μέσα στην αφήγησή μου σαν αντικαθρέφτισμα. Από μια άποψη, ένα ανάποδο “Κιβώτιο” ίσως να έχω γράψει, έτσι μου φαίνεται τουλάχιστον» αναφέρει σεβαστικά ο συγγραφέας.

Και το ενδιαφέρον είναι, εν προκειμένω, ποιος έχει γράψει μια τέτοια αφήγηση. Ο Γκουρογιάννης θυμάται.

«Οσες κουβέντες ακούγαμε παιδιά εκεί πάνω ήταν για πολέμους. Ο παππούς μου είχε πάει στη Μικρά Ασία. Ο πατέρας μου ήταν αντάρτης του ΕΔΕΣ. Πολεμούσε σχεδόν μια δεκαετία, πολέμησε στη σειρά Ιταλούς, Γερμανούς και Ελληνες αντιθέτου ιδεολογίας. Στην Ηπειρο, στα χωριά μας, έγιναν μάχες πολλές τότε, με τον αλληλοσπαραγμό ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ. Ο πατέρας μου, ως απλός στρατιώτης του Εθνικού Στρατού, βρέθηκε αντιμέτωπος και με τον Χαρίλαο Φλωράκη. Οταν μιλούσε για τις μάχες στ’ Αγραφα συγκινούνταν πολύ, τον έπιαναν τα κλάματα. Χάνονταν πολλοί δικοί τους από τους αιφνιδιασμούς. Στα νιάτα μου, όταν κι εγώ περνούσα το λενινιστικό-μαρξιστικό μου στάδιο – ξέμπαρκος, δεν μπήκα ποτέ σε καμία κομματική οργάνωση –, το είχα παράπονο από τον πατέρα μου επειδή διάφοροι συμφοιτητές και γνωστοί μου έλεγαν “δεν γίνεται να είσαι αριστερός και επαναστάτης, ρε Γκουρογιάννη, με πατέρα στον ΕΔΕΣ”. Κι εκείνος ο άνθρωπος με κοιτούσε και μου έλεγε “Βασίλη, εγώ παντρεύτηκα στα 17-18 και μέχρι τα 23 είχα τρία παιδιά, πώς αλλιώς θα τα ζούσα, παίρναμε μια λίρα από τον Ζέρβα”. Αυτά ο πατέρας μου, ένας άνθρωπος που επέζησε σε σκοτεινούς καιρούς και δεν φανατίστηκε ποτέ. Εγώ μετά προχώρησα, βέβαια, με τους άλλους αναθεωρητικούς σοσιαλισμούς, σαν εκείνους που στηλιτεύει με σφοδρότητα ο κατακόκκινος ήρωας μέσα στο βιβλίο μου» λέει περιπαικτικά.

Η αυτοκριτική και οι σύγχρονοι ήρωες

Στα Κιάλια του Βασίλι Τσουικόφ (τα κιάλια είναι ένα πολύσημο σύμβολο) ο Γκουρογιάννης επαναλαμβάνει τη λέξη «αυτοκριτική», αλλά με τον τρόπο «της ειλικρινούς παραδοχής του λάθους, όχι σαν ψεύτικη εξομολόγηση, αλλά σαν ψυχοθεραπεία που εφαρμόζουμε μόνοι μας στον εαυτό μας».

Ποιους θεωρεί ήρωες σήμερα ο ίδιος; «Ηρωες είναι αυτοί που δεν έχουν το μυαλό τους στα όπλα. Ηρωες είναι αυτοί που αγωνίζονται να κάνουν και να συντηρήσουν οικογένειες μέσα σε αυτό το δύσκολο, ενίοτε εχθρικό περιβάλλον. Ηρωες σήμερα είναι όσοι δεν θεωρούν ότι κάνουν κάτι ηρωικό, κι όμως το κάνουν. Γιατί πάντοτε ο αληθινός ηρωισμός δεν έχει συναίσθηση της πράξης του».

Πώς βλέπει την ελληνική κοινωνία; «Είναι δηλητηριασμένη η κοινωνία. Υπάρχει ένταση και επιθετικότητα, αγραμματοσύνη και φανατισμός, ατομισμός και εγωισμός. Και έλλειψη ιδανικών. Χωρίς ιδανικά δεν γίνεται. Τα ιδανικά παύουν να είναι ιδανικά όταν γίνονται φονικά όπλα. Δεν ξέρω όμως πώς θα βρει αυτή η χώρα προοπτική και ελπίδα, όλα μαραίνονται γρήγορα. Είμαστε σε κατάπτωση και σύγχυση».

INFO: Bασίλης Γκουρογιάννης, «Τα κιάλια του Βασίλι Τσουικόφ», εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 256, τιμή 15,50 ευρώ