Από τις πυραμίδες της Γκίζας και τους Κρεμαστούς Κήπους της Βαβυλώνας ως το Αγαλμα του Δία στην Ολυμπία και τον Φάρο της Αλεξάνδρειας η Μπέτανι Χιουζ περιηγείται στο νέο της βιβλίο τα φυσικά ερείπια και τους λογοτεχνικούς τόπους των Επτά Θαυμάτων της αρχαιότητας. Στο απόσπασμα που ακολουθεί η βρετανίδα ιστορικός και συγγραφέας διερευνά τις απαρχές της ιδέας τους.

Bettany Hughes. Τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, Μετάφραση Δημήτριος Β. Σταυρόπουλος. Εκδόσεις Ψυχογιός, 2025, σελ. τιμή 22,20 ευρώ. Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 13 Νοεμβρίου.

To 1303 μ.X. ένας τερατώδης σεισμός σάρωσε την Ανατολική Μεσόγειο. Το πλήγμα έκανε τις αστραφτερές πέτρες της επένδυσης της Μεγάλης Πυραμίδας στην Γκίζα της Αιγύπτου –το αρχαιότερο από τα Επτά Θαύματά μας– να χαλαρώσουν, κι έκανε τα υπολείμματα του νεώτερου, του πανύψηλου Φάρου της Αλεξάνδρειας, να σωριαστούν με πάταγο στο έδαφος. Η Μεγάλη Πυραμίδα ενσάρκωνε την τεράστια προσπάθεια που κατεβλήθη για χάρη ενός σχεδόν παντοδύναμου ανθρώπου.

Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας ήταν ένας δημόσιος φωτοσημαντήρας που χρησίμευε για να κρατά ασφαλείς τους ταξιδιώτες από τέσσερις ηπείρους και να γνωστοποιεί το αποθετήριο όλης της γνώσης που ήταν δυνατόν να κατέχει η ανθρωπότητα. Σε όλο αυτό όμως το σύνθετο τόξο της εμπειρίας που καλύπτει σχεδόν 4.000 χρόνια, από το όραμα ενός μοναδικού και παντοδύναμου ανθρώπου μέχρι το δίκτυο των ανθρώπινων διανοιών, κανένα θαύμα φτιαγμένο από ανθρώπινα χέρια δε θα μπορούσε να αποδειχθεί ικανό να υπερνικήσει τη δύναμη της Μητέρας Γης.

Τα Επτά Θαύματα του Αρχαίου Κόσμου ήταν μια εξαιρετικά τολμηρή επιβολή στον πλανήτη μας. Ενσαρκώσεις της όμορφης, οδυνηρής, αξιωματικής αλήθειας του είδους μας ότι είμαστε αναγκασμένοι να φτιάχνουμε τον κόσμο κατ’ εικόνα μας και να τον τροποποιούμε κατά τη βούλησή μας. Ηταν επίσης η λαμπρή περιπέτεια του νου, δοκιμασία των ορίων της ανθρώπινης φαντασίας.

Το βιβλίο αυτό διασχίζει τα τοπία τόσο των αρχαίων όσο και των σύγχρονων καιρών· ένα ταξίδι που σκοπό έχει να θέσει το ερώτημα γιατί θαυμάζουμε, γιατί δημιουργούμε, γιατί επιλέγουμε να θυμόμαστε τον θαυμασμό των άλλων. Για να εξερευνήσω τα ίχνη των ίδιων των Θαυμάτων και τα ίχνη που έχουν αφήσει στην Ιστορία, ταξίδεψα με τον τρόπο που το έκαναν και οι αρχαίοι, διά ξηράς και διά θαλάσσης. Ο στόχος μου ήταν να ανακαλύψω τι σήμαιναν τα Επτά Θαύματα σε «αυτούς» –τους συγγενείς μας πίσω στον χρόνο– και τι κάνουν και μπορεί να σημαίνουν για εμάς.

***

Υπάρχει όμως μία διεθνής επιλογή θαυμάτων, η οποία φαίνεται πως αποτέλεσε το προσχέδιο για όλες τις άλλες. Η ανακάλυψη, και μάλιστα η επιβίωση, αυτού του καταλόγου από το άλφα έως το ωμέγα μοιάζει με θαύμα. Η παλαιότερη σωζόμενη καταγραφή της σύνοψης των Επτά Θαυμάτων του Κόσμου, που συντάχθηκε τον 2ο αιώνα π.Χ., βρέθηκε σε ένα κομμάτι παπύρου που χρησιμοποιήθηκε για να τυλίξει ένα αιγυπτιακό μουμιοποιημένο σώμα. Αυτή η μουμιοποίηση με περιτύλιξη –καρτονάζ– ανακαλύφθηκε σε μία ανασκαφή στο Αμπουσίρ ελ-Μελέκ, στην Κεντρική Αίγυπτο. […] Γνωστός τώρα ως ο Πάπυρος του Βερολίνου 13044, ο Laterculi Alexandrini δημιουργήθηκε πριν από περισσότερα από 2.200 χρόνια.

Ο Laterculi Alexandrini (η ονομασία laterculus χρησιμοποιήθηκε από την ύστερη αρχαιότητα και μετά για να υποδηλώνει μία εγχάρακτη πινακίδα ή πέτρα που δημοσίευε πληροφορίες σε μορφή καταλόγου ή ημερολογίου) είναι ένας αποσπασματικός κατάλογος πολλών καταλόγων – όχι μόνο των Επτά Θαυμάτων του Κόσμου, αλλά και πάμπολλων άλλων επτάδων: τα επτά σημαντικότερα νησιά, οι επτά ομορφότεροι ποταμοί, τα επτά ψηλότερα βουνά, οι επτά καλύτεροι καλλιτέχνες (ο κατάλογος συνεχίζεται) – ένα είδος ζωτικής σημασίας αρχαίου ευρετηρίου του τύπου Ποιος είναι ποιος, αν θέλετε, ή το Buzzfeed της αρχαιότητας.

***

Ο Laterculi Alexandrini ξεκινά με μία φανταστική συνομιλία ανάμεσα στον Μέγα Αλέξανδρο και στους γυμνοσοφιστές –στην κυριολεξία, γυμνούς σοφούς ρήτορες– της ινδικής υποηπείρου σχετικά με τη φύση της εξουσίας του. Αναφερόμενοι σίγουρα στους Σαντού, τους βραχμάνους περιπατητικούς και τους βουδιστές της Βακτρίας (ανθρώπους που περιγράφονται ως χορτοφάγοι που ζούσαν γυμνοί), αυτοί οι γυμνοσοφιστές από την Ανατολή θεωρούνταν από τον ελληνιστικό κόσμο ως αρχέγονοι σοφοί, άνδρες που καταλάβαιναν την ευρύτερη δυνατή εξάπλωση της ανθρώπινης εμπειρίας (και οι οποίοι, είναι ενδιαφέρον, συμβούλευσαν τον Μέγα Αλέξανδρο ότι ο ισχυρότερος άνθρωπος στον κόσμο είναι ο άνθρωπος του οποίου η ισχύς δεν δημιουργεί φόβο).

Ο Ελληνας βιογράφος Πλούταρχος μας λέει κι αυτός ότι ο Αλέξανδρος συναντήθηκε με αυτούς τους σοφούς ανθρώπους και ότι στον απαιτητικό ηγεμόνα ελέχθη πως «οι σκληρές ερωτήσεις έχουν σκληρές απαντήσεις». Η παρουσία τους στην κορυφή αυτού του αποσπασματικού καταλόγου των αρχαίων Θαυμάτων είναι σημαντική: η σύνταξη των Επτά Θαυμάτων δεν ήταν απλώς ένας κατάλογος μυστηριώδους ή παροδικού ενδιαφέροντος, αλλά επισημαινόταν ως μία άσκηση κατανόησης.

Ο κατάλογος των Επτά Θαυμάτων καταρτίστηκε συνεπώς ως μία εξακρίβωση της φύσης της ισχύος και ως ένας διαφημιστικός και αλαζονικός οδηγός του «γνωστού κόσμου» – δηλαδή του κόσμου που γνώριζαν και είχαν εποικίσει οι Ελληνες της ελληνιστικής εποχής και οι σύμμαχοί τους. Ολα τα Θαύματα είχαν σύνδεση μεταξύ τους και όλες τις τοποθεσίες μπορούσε να τις επισκεφθεί κανείς με σχετική ευκολία.

Τα Επτά Θαύματα του Αρχαίου Κόσμου –ένας κατάλογος που ποικίλλει αλλά περιλαμβάνει στην πιο τυπική μορφή του τις Μεγάλες Πυραμίδες στην Γκίζα, τους Κρεμαστούς Κήπους της Βαβυλώνας, το Αγαλμα του Ολυμπίου Διός, τον Ναό της Αρτέμιδος στην Εφεσο, το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, τον Κολοσσό της Ρόδου και τον Φάρο της Αλεξάνδρειας, η πλειονότητα των οποίων είχε άμεση σχέση με τον Μέγα Αλέξανδρο, την οικογένειά του και τους ακολούθους του– διαιώνιζαν το εγκώμιο του ελληνισμού και της εγγενούς έμπνευσης, και την επιρροή του ελληνικού πολιτισμού στην αφύπνιση του αστεριού του Αλεξάνδρου.

Ποιος λοιπόν μεσολάβησε για να φτιαχτεί αυτή η πρωτεϊκή, εντυπωσιακή απογραφή των επτά; Ο Καλλίμαχος ο Κυρηναίος (γεννημένος στη Λιβύη αλλά που είχε επίσης έδρα του την Αλεξάνδρεια) έγραψε Μία συλλογή θεαμάτων στους τόπους όλου του κόσμου σε μια εποχή όπου ανεγειρόταν το ένα από τα Θαύματα, ο Φάρος της Αλεξάνδρειας, αλλά αυτό το έργο χάθηκε με το πέρασμα του χρόνου. Ο παλαιότερος πλήρης κατάλογος που έχει διασωθεί είναι σχεδόν σίγουρο ότι συντάχθηκε από έναν ποιητή γεννημένο στη φωτεινή, ευρεία ακτογραμμή του Λιβάνου, έναν άνδρα που ονομαζόταν Αντίπατρος ο Σιδώνιος.

Ο Αντίπατρος ταξίδεψε στη Ρώμη και έγραψε τους στίχους του για τα θαύματα κάπου ανάμεσα στο 140 και στο 100 π.Χ. Το ποίημα περιέχει τόσο τα τείχη της Βαβυλώνας όσο και τους Κρεμαστούς Κήπους της Βαβυλώνας, αλλά αγνοεί τον Φάρο της Αλεξάνδρειας. Αυτό μπορεί να φαίνεται παράξενο δεδομένου ότι η Αλεξάνδρεια αποτελούσε το επίκεντρο του ελληνιστικού κόσμου και ο Φάρος ήταν μία εξαιρετική κατασκευή. Ισως πάλι να ήταν απλώς πολύ προφανής. Ο κατάλογος των Επτά Θαυμάτων προήλθε από το δεσπόζον σημείο του φάρου – μία δέσμη φωτός που αναζητούσε και φώτιζε τα Θαύματα στα οποία μπορούσε να φτάσει κανείς ταξιδεύοντας. Είναι σχεδόν σαν ο Φάρος να αποτελούσε τη βάση για εξορμήσεις προς τα Θαύματα, μια βάση τόσο οικεία στους συγγραφείς οι περισσότεροι των οποίων έμεναν στην Αλεξάνδρεια, ώστε αποτελούσε απλώς ένα δεδομένο.