Το αγγελιοφόρο RNA, ή mRNA, ανακαλύφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ενώ τη δεκαετία του 1970 αναπτύχθηκε η έρευνα για το πώς θα μπορούσε να χορηγηθεί στα κύτταρα και αργότερα ως φάρμακο. Η μεγαλύτερη πρόκληση υπήρξε ότι το mRNA όταν χορηγείται στο σώμα αποικοδομείται γρήγορα, προτού προλάβει να «παραδώσει» το μήνυμά του – το μεταγράφημα RNA – ώστε να διαβαστεί, να μετατραπεί σε φαρμακολογικά δραστικές πρωτεΐνες στα κύτταρα. Η λύση σε αυτό το πρόβλημα ήρθε από την πρόοδο της νανοτεχνολογίας και την ανάπτυξη λιπαρών σταγονιδίων (νανοσωματίδια λιπιδίων) που «τύλιξαν» το mRNA σαν μια φυσαλίδα και το προστάτευσαν, γεγονός που επέτρεψε την είσοδό του στα κύτταρα. Επιπλέον, η αλλαγή ενός και μόνο συστατικού του νουκλεοσιδίου με ένα άλλο τεχνητό έδωσε ικανή σταθερότητα στο mRNA ώστε να προλάβει να εισέλθει στο κύτταρο. Τα πρώτα εμβόλια mRNA που χρησιμοποίησαν αυτές τις «λιπαρές φυσαλίδες» αναπτύχθηκαν κατά του θανατηφόρου ιού Εμπολα αλλά, δεδομένου ότι αυτός ο ιός βρίσκεται μόνο σε περιορισμένο αριθμό αφρικανικών χωρών, δεν είχαν ανάπτυξη στον υπόλοιπο κόσμο. Η ανάπτυξη των mRNA εμβολίων όμως είναι η περίτρανη απόδειξη της εξαιρετικής σημασίας της βασικής βιοϊατρικής έρευνας, τα ευρήματα της οποίας γίνονται συνήθως κλινικά χρήσιμα ύστερα από χρόνια σε ανύποπτο χρόνο, όπως στην περίπτωση της πανδημίας του κορωνοϊού το 2020.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω