Η Ανεργία προσεγγίζει πλέον τον ένα στους πέντε (18,9%) στην ηλικιακή ομάδα 16-24 ετών, με εκατομμύρια νέους πτυχιούχους να μένουν εκτός αγοράς εργασίας. Μη βιώσιμες ή χρεοκοπημένες επιχειρήσεις που επιβιώνουν εν πολλοίς λόγω κρατικής χρηματοδοτικής στήριξης. Και ένα χάσμα – σε εισοδήματα κι επενδυτικές ευκαιρίες – μεταξύ υπαίθρου και μεγαλουπόλεων που ολοένα και αυξάνεται. Τα δεδομένα θα μπορούσαν να αφορούν μία από τις ελάσσονες οικονομίες της Ασίας, με τα γνωστά προβλήματά τους. Κι όμως, σκιαγραφούν την εικόνα του γίγαντα ονόματι Κίνα.

Εκ πρώτης όψεως φαντάζει παράξενο – αν όχι εξωφρενικό – να περιγράφεται ως προβληματική η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, με ΑΕΠ ύψους 19,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, κατά κεφαλήν εισόδημα 13.000 δολαρίων και (εκτιμώμενο) για το απερχόμενο έτος ρυθμό ανάπτυξης 4,8%.

Δεν έχουν μεσολαβήσει άλλωστε ούτε δύο μήνες από όταν οι φιλοδοξίες του Πεκίνου ενσαρκώνονταν στην συνάντηση του κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ με τον αμερικανό ομόλογό του, Ντόναλντ Τραμπ, όπου ο δεύτερος προσέρχονταν στο τραπέζι της συνάντησης μετά από έναν εμπορικό πόλεμο που φαινόταν να χάνει. Η Κίνα ανταπέδωσε τους δασμολογικούς εκβιασμούς των ΗΠΑ, αξιοποιώντας τον κομβικό ρόλο της στην παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή, και έδειχνε μάλιστα να προδιαγράφει την μετάβαση σε έναν πολυπολικό κόσμο.

Δύο αντίθετες τάσεις

Κι όμως, η Wall Street Journal, σε ρεπορτάζ απεσταλμένου της στο Πεκίνο, κάνει εκτεταμένη αναφορά σε αυτό που αποκαλείται «κινεζικό παράδοξο» και το οποίο συνίσταται στη συνύπαρξη δύο αντιθετικών τάσεων στο εσωτερικό της Κίνας και της οικονομίας της.

Η πρώτη αφορά την πρωτοκαθεδρία στην παραγωγή εμπορευμάτων (η Κίνα κρατάει τα πρωτεία στις εξαγωγές) και την αυξημένη επενδυτική δραστηριότητα στις νέες τεχνολογίες, όπου η εκτόξευση των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη μεταξύ του 2020 και του 2024 αγγίζει το 50%, σηματοδοτώντας την πίστη της πολιτικής ηγεσίας στην ανάγκη του εκσυγχρονισμού.

Πρωτοβουλίες όπως η κατασκευή αριθμού ρεκόρ βιομηχανικών ρομπότ, η δημιουργία νέου αεροπλανοφόρου κι ο διακηρυγμένος στόχος για επανδρωμένη διαστημική αποστολή το 2030, επιβεβαιώνουν τις ισχυρές φιλοδοξίες του ασιατικού «δράκου».

Η δεύτερη τάση αγγίζει τα μεγάλα, επίμονα προβλήματα που ταλανίζουν την ανερχόμενη υπερδύναμη. Ένα εξ αυτών είναι η διαρκής μείωση των τιμών των ακινήτων (17% σε σχέση με τα

επίπεδα πριν την πανδημία του Covid-19), που αφήνει πάντοτε ανοικτό το σενάριο να ξεσπάσει μια νέα στεγαστική «φούσκα» ικανή να προκαλέσει απρόβλεπτες εξελίξεις, ανάλογες της κατάρρευσης της εταιρίας ακινήτων Evergrande το 2021. Ένα άλλο πρόβλημα αφορά την υστέρηση της κινεζικής ενδοχώρας, αδιαμφισβήτητο τεκμήριο της αναπτυξιακής ασυμμετρίας. Η περίπτωση της επαρχίας Μιαντσί, στην οποία αναφέρεται το δημοσίευμα, είναι ενδεικτική αφού η μείωση των εσόδων κατά 10% συνοδεύτηκε από την προβλεπόμενη αύξηση κατά 50% των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη. Αποτέλεσμα, να παρατηρείται καθυστέρηση στις πληρωμές των τοπικών αξιωματούχων.

Πρόκειται για απότοκο της πολιτικής κεντρικού σχεδιασμού που χαρακτηρίζει την Κίνα και το κυρίαρχο Κομμουνιστικό Κόμμα, καθώς οι στόχοι εφαρμόζονται καθολικά αλλά σε επαρχίες και νομούς διαφορετικών ταχυτήτων, με συνέπεια να προκύπτουν χρέη που καλύπτονται δευτερογενώς από κρατικούς πόρους.

«Η κατασπατάληση πόρων διατρέχει την οικονομία της χώρας σε πολλά επίπεδα» σχολιάζει ο Λόρεν Μπραντ, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο. Στην ίδια διαπίστωση κατέληξε και έρευνα του Πανεπιστημίου της Γουχάν τον 2024, όπου μεταξύ άλλων η ανισότητα ανάμεσα στην ύπαιθρο και τα μεγάλα αστικά κέντρα (στην Κίνα υπάρχουν 18 μητροπόλεις με πληθυσμό άνω των δέκα εκατομμυρίων) χαρακτηρίζεται «σημαντική πρόκληση».

Πελατειακός καπιταλισμός

Δεν είναι η πρώτη φορά που θίγεται το ζήτημα της ανάπτυξης της Κίνας ως γρίφος προς επίλυση, με ορισμένους αναλυτές να συνδέουν την αυξανόμενη επιθετικότητά της με τα υπαρξιακά άγχη του καθεστώτος. Ήδη από το 2018, ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Tufts, Μάικλ Μπέκλει, έπαιρνε θέση με το βιβλίο του «Unrivaled: Why America Will Remain the World’s Sole Superpower», εκτιμώντας πως το Πεκίνο έχει μπει σε τροχιά φθοράς. Σε αυτό του το πόνημα – που ακολούθησε σειρά άρθρων στο Foreign Affairs – o Μπέκλει στήριζε τον ισχυρισμό του σε μια σειρά παραγόντων.

Ο κυριότερος αφορούσε την υστέρηση της Κίνας σε όλους τους δείκτες επιχειρηματικότητας, με το δυσχερές νομικό πλαίσιο και το ειδικό βάρος των πολιτικών διασυνδέσεων του επιχειρηματικού κόσμου με το Κομμουνιστικό Κόμμα να καθιστούν την Κίνα κατ’ εξοχήν περίπτωση πελατειακού καπιταλισμού (crony capitalism), ανελαστικού σε νέες ιδέες, ικανές να τροφοδοτήσουν πρωτογενείς καινοτομίες.

Ο ίδιος δεν δίστασε να υπερασπιστεί την άποψή του προ ημερών, στο πλαίσιο ομιλίας του από το βήμα World Knowledge Forum, κάνοντας λόγο για τέλος του «κινεζικού hangover» και δίνοντας έμφαση στο κοκτέιλ της δημογραφικής γήρανσης (ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 1,39 εκατομμύρια το 2024), της εισόδου εκατοντάδων εκατομμυρίων συνταξιούχων στο σύστημα και το ακόμη έντονο πρόβλημα του brain-drain, ειδικά για τους πιο εύπορους πολίτες που μεταναστεύουν κατά χιλιάδες σε φιλικότερους φορολογικά προορισμούς.

Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος πάντως δεν κάμπτεται και δείχνει διατεθειμένη να συνεχίσει με τον ίδιο μεθοδικό ρυθμό. «Η επιστημονική και τεχνολογική αυτάρκεια είναι το θεμέλιο της ευημερίας του έθνους» υπογραμμίζει ο Γκουό Γιουγουέν, κομματικός γραμματέας Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών της Γκουαντόνγκ, μιλώντας στην Wall Street Journal. Και συμπληρώνει με νόημα: «Και για την ασφάλειά της».