Αγανάκτηση. Αυτή μοιάζει να είναι η λέξη-κλειδί που διαπνέει τη δημοσκοπική έρευνα της αμερικανικής εκδοχής του ιστότοπου Politico, σχετικά με την πολιτική συμπεριφορά στις πέντε πιο ανεπτυγμένες δημοκρατίες της ευρύτερης Δύσης (με ό,τι συνεπάγεται αυτού του είδους η αφαιρετική έννοια).
Ειδικότερα, σε ΗΠΑ, Καναδά, Γερμανία, Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο, καταγράφεται η ίδια, κυκλική τάση έντονης οικονομικής δυσαρέσκειας, την οποία διαδέχεται η ταχύτατη πολιτική αποδυνάμωση των κυβερνόντων κομμάτων και η υψηλή αντιδημοφιλία των επικεφαλής τους.
Απαισιοδοξία
Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι τις προαναφερθείσες χώρες συνδέει το γεγονός ότι βίωσαν πολύ πρόσφατα πολιτική αλλαγή, με πρόσωπα, που αναδείχτηκαν ακριβώς στη βάση μιας εναλλακτικής οικονομικής πολιτικής, να μη δικαιώνουν τις προσδοκίες σε ό,τι αφορά τον πιο άμεσο, υλικό πυρήνα των κοινωνικών αιτημάτων.
- Οι ΗΠΑ αποτελούν την εμβληματικότερη περίπτωση, αφού έναν χρόνο μετά την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, με την οικονομία –την αντιμετώπιση του πληθωρισμού ειδικότερα- αιχμή του δόρατος της προεκλογικής του εκστρατείας, το 65% των πολιτών διαπιστώνει επιδείνωση του επιπέδου διαβίωσής του. Την ίδια ώρα, ο αμερικανός πρόεδρος παραμένει αντιδημοφιλής, με τις αρνητικές απόψεις προς το πρόσωπό του να υπερτερούν των θετικών, κατά μέσο όρο 12 μονάδων.
- Στη Γερμανία, που είδε την κυβέρνηση του Σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς να καταρρέει εν πολλοίς, για οικονομικούς λόγους, η σημερινή ηγεσία του Χριστιανοδημοκράτη Φρίντριχ Μερτς κλυδωνίζεται, και το 78% των Γερμανών έχουν την άποψη ότι το κόστος διαβίωσής τους έχει επιδεινωθεί το τελευταίο έτος.
- Στον Καναδά, όπου ο επί δεκαετία πρωθυπουργός Τζαστίν Τριντό παραιτήθηκε τον Μάρτιο του 2025, εξαιτίας διαφωνιών που αφορούσαν την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Σήμερα, ο διάδοχός του Μαρκ Κάρνεϊ βλέπει το 60% των συμπατριωτών του να διαπιστώνει ότι «το κόστος διαβίωσης είναι χειρότερο από ποτέ άλλοτε στη διάρκεια της ζωής του».
- Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο εκλεγμένος, τον Ιούλιο του 2024, με τους Εργατικούς, Κιρ Στάρμερ, ενσάρκωνε, όταν αναδείχθηκε, την ελπίδα η βρετανική οικονομία να μπει σε τροχιά κανονικότητας, μετά από το ισχυρό σοκ του Brexit και 14 συναπτά έτη διακυβέρνησης από τους Συντηρητικούς. Σύμφωνα με την υφιστάμενη δημοσκόπηση, το 77% των ερωτηθέντων Βρετανών έχει σήμερα αρνητική άποψη για το κόστος διαβίωσής του. Την ίδια στιγμή, το ακροδεξιό ReformUK του Νάιτζελ Φάρατζ παραμένει σταθερά πρώτο στις έρευνες κοινής γνώμης, με τα παραδοσιακά κόμματα να καταρρέουν.
- Στη Γαλλία, όπου ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν καταγράφει ιστορικό ρεκόρ 50ετίας σε ότι αφορά την αποδοχή του (17% σύμφωνα με τις πρόσφατες μετρήσεις), το 45% των γάλλων πολιτών έχει την άποψη ότι η χώρα του χάνει το τρένο της ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τις υπόλοιπες αναπτυγμένες οικονομίες.
Προσιτότητα και πεσιμισμός
Κυρίαρχος όρος, συνδυασμένος με την ικανότητα των πολιτών να ανταπεξέλθουν στις βασικές οικονομικές τους υποχρεώσεις (στέγαση, διατροφή, θέρμανση), αναδεικνύεται η προσιτότητα (affordability). Δεν είναι τυχαίο ότι και στις πέντες χώρες, η συντριπτική πλειοψηφία (άνω του 60%) εκτιμά ότι οι ηγέτες των χωρών τους μπορούν να κάνουν περισσότερα για τη βελτίωση των όρων διαβίωσης τους.
Υπάρχουν ασφαλώς και παράπλευρα άγχη, που διαμορφώνουν τη γενικότερα αρνητική στάση των πολιτών απέναντι στις πολιτικές και οικονομικές ελίτ. Οι συνέπειες της υγειονομικής κρίσης του Covid-19, η ορμητική είσοδος της Κίνας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, η εμφάνιση του άγνωστου ακόμη – σε επίπεδο εφαρμογής – παράγοντα της Τεχνητής Νοημοσύνης (AI) και οι προβληματισμοί που γεννιούνται από τη δημογραφική γήρανση, που ταλανίζει μια σειρά από τα κράτη εκείνα που συνήθιζαν να πρωταγωνιστούν σε ανάπτυξη και οικονομική αισιοδοξία, τις τελευταίες δεκαετίες.
Όπως και να’ χει, το γενικότερο αρνητικό κλίμα δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την ανατροπή των κατεστημένων παρατάξεων, που εναλλάσσονταν με μια σχετική κανονικότητα στην εξουσία. Η σταθερή εκλογική και δημοσκοπική άνοδος του ακροδεξιού AfD στη Γερμανία, η ταχύτατη φθορά της κυβέρνησης Τραμπ στις ΗΠΑ, η ενίσχυση του ReformUK και των Πρασίνων στην Γηραιά Αλβιώνα, προδιαγράφουν την παγίωση μιας γενικευμένης αβεβαιότητας κι ενός εκλογικού σώματος αλλεργικού στα μακρόχρονα πλάνα. «Δεν υπάρχει προσδοκία ότι τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα στο ορατό μέλλον κι έτσι υπάρχει όλο και μεγαλύτερη ζήτηση για αντισυστημικές πολιτικές», σημειώνει, μιλώντας στο Politico, o Χαβιέρ Καρμπονέλ, πολιτικός αναλυτής στο Κέντρο Ευρωπαϊκής Πολιτικής, περιγράφοντας θαυμάσια τη νέα κατάσταση.





