«Πίστεψέ με, σου λέγω την αλήθεια, πίστεψέ με!
Πίστεψέ με αμέσως, γιατί δεν υπάρχει πλέον ανάγκη να πιστέψεις στα τυφλά, η βεβαιότητα είναι εδώ, μέσω της αισθητής αμεσότητας. Η τηλεόραση και τα μίντια εκμεταλλεύονται αυτή την απογύμνωση της πίστης. (…)
Όταν μιλά κανείς για το τέλος των ιδεολογιών, για τον θάνατο της φιλοσοφίας, για το τέλος των συστημάτων, θα μπορούσε να συμπεράνει ότι οι θεωρίες, οι επιτακτικές ηθικές, οι ίδιες, τα δίκαια-δικαιώματα, οι πολιτικές, τουλάχιστον ως ιστορικές κατασκευές, αγγίζοντας το όριό τους, έχουν γευτεί την εμπειρία της περατότητάς τους, όπως και της προσωρινότητάς τους, και δη της ουσιαστικής αποδομησιμότητάς τους. Ως εκ τούτου, δεν παραμένει πλέον παρά μόνο το γυμνό έδαφος του κοινωνικού δεσμού – πάνω στο οποίο θα πρέπει να θεμελιωθούν εκ νέου τα πάντα, να ανασυγκροτηθούν τα πάντα».
Και συνεχίζει ο Ντερριντά στο δοκίμιό του «Προπάντων, όχι δημοσιογράφοι!», που μετέφρασε και σχολίασε, με τον απαράμιλλο τρόπο του ο Βαγγέλης Μπιτσώρης(*), «στο έδαφος αυτής της γυμνής επίθεσης τα μίντια συγκροτούνται, επιχειρώντας να ανασυστήσουν αδιάλειπτα τη γυμνή αντίληψη της εμπειρίας του “πίστεψέ με”».
Και προφανώς, συμπληρώνω, μας λένε ψέματα. Αλλά, παρά ταύτα, δεν είναι ψέματα, διότι τα μίντια, που προϋποθέτουν και ζητούν από εμάς την πίστη, και ειδικά το live στα μίντια, μας κάνουν να πιστεύουμε αυτό που δεν καταφέρνουμε να πιστέψουμε: ότι είμαστε μπροστά στο ίδιο το πράγμα. Οπότε, τι ψέματα και αλήθεια. Το «πράγμα» είναι ψεύτικο. Ο εμμονικός καπιταλισμός (το «πράγμα») διαθέτει στο οπλοστάσιό του ακόμη και τη ρουμπρίκα περί αληθείας και ψεύδους, που ενδυναμώνει τις εμμονές του μεσάζοντα ανάμεσα στα μείζονα απαρέμφατα: το «είναι» και το «έχειν», το «δούναι» και το «λαβείν».
Παραδείγματος χάριν, στη Δημοκρατία ή στον πόλεμο στην Ουκρανία. Όπου ως προς τη Δημοκρατία, υποτίθεται πως ψηφίζουμε ελεύθερα, αφού προηγουμένως μετρήσαμε το ψέμα της αλήθειας ή την αλήθεια του ψέματος των εντολοδόχων μας.
Ή, ως προς τον πόλεμο, ότι παρευρισκόμαστε στον πόλεμο. Και πως δεν έχουμε ανάγκη να επιβεβαιώσουμε ή όχι, να διαψευσθούμε ή όχι, γιατί είμαστε ήδη εκεί, ήδη επιβεβαιωμένοι για την ευπιστία μας ως «μέσα -ζώντες».
Τα μίντια και κυρίως η τηλεόραση, δημιουργούν για μας έναν άλλο, άυλο κοινωνικό δεσμό τη στιγμή που πιστεύουμε πως είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο, απευθείας συνδεδεμένοι στο παρόν. Και είμαστε στο παρόν εάν «κάνουμε πως είμαστε, ώστε να είμαστε». Μια βοηθητική τροπικότητα εδώ, ένα «πράττω ώστε», λαμβάνει τη θέση του ενεργητικού ρήματος, «πράττω».
Ζούμε όθεν στην εποχή του επιρρήματος.
Ένα επίρρημα στην γραμματική του ανθρώπου είναι τα μίντια. Το υπόδειγμα του θρησκευτικού πεδίου είναι το υπόδειγμά τους. Το ασώματο μιας, παρά ταύτα, ενσάρκωσης κατά τη θεία Μετάληψη του σώματος του Χριστού, το δυνητικό-εικονικό σώμα. Το «φασματικό νόημα του ίδιου του πράγματος», γράφει ο Ντερριντά, «ως εάν ήταν το ίδιο το πράγμα».
Αντίστοιχο, με την τεχνητή νοημοσύνη που είναι χωρίς νοημοσύνη, διότι είναι «χωρίς τέχνασμα», αφού «το πραγματικό τέχνασμα είναι μόνον το τέχνασμα του σώματος μέσα στο πάθος» (Μπωντριγιάρ).
Εκεί λοιπόν που το πρόσωπο δεν εμφανίζεται στην τηλεόραση, εκεί, γράφει ο Ντερριντά, «η αιτία παραμένει μυστική». Και κανένας διαμεσολαβητής άνκορμαν ή σχολιαστής, κανένα φάντασμα σινιαρισμένο, χαμογελαστό, με μέικαπ, δεν μπορεί να παρεμβληθεί ή να μεσολαβήσει.
«Προπάντων, όχι δημοσιογράφοι και όχι ειδήσεις! Όχι εξομολογητές και ψυχαναλυτές». Αλλά ούτε, προσθέτω, αρθρογράφοι της δικής μου αναποδιάς, ίσως γιατί η σχέση μου με τον άλλο (την κόλαση), είναι πλέον μια ανεκφώνητη, λέξη. Κι ακόμη, γιατί η πίστη, που την έχει ανάγκη αυτή η σχέση μου με τον άλλο, έχει ανατεθεί στις διαδικτυακές πλατφόρμες. Αυτές, βασίζονται στο ίδιο επιχειρηματικό μοντέλο με τα ΜΜΕ χωρίς να υπόκεινται σε συνταγματικές εγγυήσεις.
«Στο έδαφος αυτής της γυμνής πεποίθησης τα μίντια συγκροτούνται, επιχειρώντας να ανασυστήσουν αδιάλειπτα τη γυμνή αντίληψη της εμπειρίας του “πίστεψέ με”».
Και, εξ αιτίας μας, προσθέτω, το πετυχαίνουν.
Απογυμνώνουν την πίστη αναθέτοντάς την στο ποδόσφαιρο.
Όλα αυτά συμβαίνουν, όπως συμβαίνει και η αυτοκαταστροφή ή η αξίωση αυτοεξάλλειψης του «μέσου» από τον εαυτό του ώστε η σχέση να συναφθεί με το ίδιο το «πράγμα» σε ένα: “συσχετισθείτε αλλά μη συσχετίζεστε μέσω του “μέσου” μου» .
Τότε όμως περνάμε ξανά στο βινύλιο και τον Λεωνίδα Κύρκο. Έχουν καλύτερη απόδοση, πιο πιστό ήχο. Είναι High fidelity.
Ο σκύλος τους στο βινύλιο μπρος στο χωνί (το μέσο), δεν ακούει και δεν υπακούει στο αφεντικό του αλλά σ’ ένα άλλο σκυλί.

(*) Βλ. Jacques Derrida, «Προπάντων, όχι δημοσιογράφοι!» μετάφραση- σημειώσεις Β. Μπιτσώρης, εκδόσεις Ροπή, 2025.






