Η ιδέα ότι υπάρχουν δύο ξεχωριστά είδη εγκεφάλου – ο «γυναικείος» και ο «ανδρικός» – εμφανίζεται συχνά ως αυτονόητη επιστημονική αλήθεια. Άλλες φορές υπονοείται ως η «φυσική» εξήγηση για το ότι οι γυναίκες παρουσιάζονται πιο «συναισθηματικές», ενώ οι άνδρες πιο «λογικοί» ή πιο «ικανoί για ηγεσία». Ωστόσο, όταν εξετάζουμε σε βάθος τη σύγχρονη έρευνα στις νευροεπιστήμες, καθώς και τον τρόπο που τα ευρήματα μεταφέρονται στη δημόσια σφαίρα, η εικόνα είναι πολύ πιο σύνθετη και, αναπόφευκτα, και πιο ενδιαφέρουσα.

Στο επίκεντρο βρίσκεται το ερώτημα των διαφορών φύλου (sex differences): υπάρχουν μετρήσιμες διαφορές στον εγκέφαλο και τη συμπεριφορά ανάμεσα σε ομάδες γυναικών και ανδρών; Η απάντηση είναι πως ναι, κάποιες διαφορές συχνά εμφανίζονται στα στατιστικά δεδομένα. Το πραγματικό όμως ζήτημα δεν είναι η ύπαρξή τους, αλλά το πώς ερμηνεύονται. Το αν μας οδηγούν, δηλαδή, σε μια εικόνα δύο κατηγοριών εγκεφάλων ή σε κάτι πολύ πιο ρευστό, πολύμορφο και βαθιά συνδεδεμένο με κοινωνικές εμπειρίες.

Η παραδοσιακή, ουσιοκρατική προσέγγιση βασίζεται στον εμφυτισμό (innatism): την ιδέα ότι το γενετικό υλικό, η προγεννητική ορμονική διαφοροποίηση και οι βασικές νευροανατομικές δομές διαμορφώνουν από νωρίς έναν γυναικείο ή έναν ανδρικό εγκέφαλο. Σε αυτή την οπτική, οι έμφυλες συμπεριφορές δεν είναι παρά η φυσική συνέπεια μιας προκαθορισμένης βιολογίας.

Από τη σκοπιά όμως της κοινωνιολογικής και διαθεματικής κριτικής, είναι δύσκολο να δούμε τον εγκέφαλο ως μια κλειστή βιολογική οντότητα, ανεπηρέαστη από το κοινωνικό περιβάλλον. Η έννοια της πλαστικότητας – και ιδιαίτερα η εξαρτώμενη από τις εμπειρίες πλαστικότητα (experience-dependent plasticity) – μας υπενθυμίζει ότι ο εγκέφαλος αλλάζει συνεχώς. Οι συνάψεις, τα λειτουργικά δίκτυα και η συνολική οργάνωση του εγκεφάλου διαμορφώνονται σε όλη τη διάρκεια της ζωής από το περιβάλλον: από τις σχέσεις, την εργασία, τη φροντίδα, τις ανισότητες, τις μορφές βίας, αλλά και τις κοινωνικές προσδοκίες για το τι «ταιριάζει» σε μια γυναίκα ή έναν άνδρα.

Εδώ βρίσκεται και η βάση του φαινομένου που ονομάζεται «νευροσεξισμός»: η τάση να χρησιμοποιούνται επιλεκτικά ή υπεραπλουστευμένα τα νευροεπιστημονικά ευρήματα ώστε να παρουσιαστούν κοινωνικά στερεότυπα ως βιολογικά δεδομένα.

Συχνά, μικρές στατιστικές διαφορές σε μελέτες λειτουργικής νευροαπεικόνισης παρουσιάζονται στον δημόσιο ή δημοσιογραφικό λόγο ως βαθιές, ουσιώδεις διαφορές μεταξύ «γυναικείου» και «ανδρικού» εγκεφάλου. Η μετάβαση από μια λεπτή στατιστική διαφοροποίηση σε διευρυμένα κοινωνικά συμπεράσματα γίνεται σχεδόν αθόρυβα, αλλά παράγει ισχυρά αποτελέσματα στη δημόσια κατανόηση της έμφυλης ανισότητας.

Σύγχρονες προσεγγίσεις στις νευροεπιστήμες, οι οποίες συνομιλούν στενά με τις κοινωνικές επιστήμες και την ψυχολογία, προτείνουν μια διαφορετική εικόνα: όχι δύο διακριτοί τύποι εγκεφάλου, αλλά μωσαϊκισμός (mosaicism). Κάθε εγκέφαλος αποτελεί έναν μοναδικό συνδυασμό χαρακτηριστικών, κάποια από τα οποία εμφανίζονται συχνότερα σε γυναίκες, κάποια σε άνδρες, και πολλά σε όλους τους ανθρώπους. Οι κατανομές επικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό. Η ύπαρξη διαφορών φύλου δεν σημαίνει αυτόματα σεξουαλικό διμορφισμό (sex dimorphism).

Από μια κοινωνιολογική σκοπιά η οποία προσπαθεί να κατανοήσει και να ερμηνεύσει τα ευρήματα των νευροεπιστημών με σεβασμό και νηφαλιότητα, δεν πρέπει να θεωρείται ότι η μία ή η άλλη ερμηνεία είναι «η οριστική αλήθεια».

Αντιθέτως, το κρίσιμο είναι να διαβάζουμε τα δεδομένα με μετριοπάθεια και με ανοιχτότητα στις πολλαπλές διαστάσεις του φύλου. Σε αυτό συμβάλλει ο νευροφεμινισμός, ένα επιστημονικό ρεύμα που δεν απορρίπτει τη βιολογία αλλά προτείνει μια «βιοκοινωνική στροφή», δηλαδή να σκεφτούμε τον εγκέφαλο και το φύλο όχι ως δύο χωριστά επίπεδα, αλλά ως μια αδιάκοπη αλληλεπίδραση βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων.

Το τι σημαίνει αυτό στην πράξη για την κοινωνία είναι εξίσου σημαντικό. Αν δεχτούμε αβασάνιστα ότι «ο εγκέφαλος των γυναικών δεν είναι φτιαγμένος για τεχνολογία» ή ότι «οι άνδρες δεν είναι καλοί στη φροντίδα», τότε οι ανισότητες μοιάζουν φυσικές, άρα και αναπόφευκτες. Αν όμως δούμε τον ανθρώπινο εγκέφαλο ως προϊόν μιας έμφυλης κοινωνικής πραγματικότητας, τότε το ερώτημα μετατοπίζεται: όχι «τι μπορούν οι γυναίκες ή οι άνδρες», αλλά πώς η κοινωνία διαμορφώνει τις δυνατότητες όλων μας.

Για μια δημόσια σφαίρα όπου κυκλοφορούν εύκολα τίτλοι που «εξηγούν» την ανισότητα με όρους εγκεφάλου, η κριτική του νευροσεξισμού δεν αποτελεί πολυτέλεια, αλλά αναγκαιότητα. Χρειαζόμαστε έρευνες με προσεκτικό σχεδιασμό, χωρίς υπερερμηνείες, και μια επιστημονική προσέγγιση που να αναγνωρίζει την πολυπλοκότητα του φύλου και την κοινωνική διάσταση της βιολογίας.

Ίσως τελικά η καλύτερη απάντηση στο αρχικό ερώτημα να είναι και η πιο απλή: όχι, ο εγκέφαλος δεν είναι «γυναικείος» ή «ανδρικός». Είναι ανθρώπινος, πολύμορφος και βαθιά επηρεασμένος από τον κόσμο γύρω μας. Και αυτό, μακριά από το να απειλεί την επιστήμη, την κάνει πιο ακριβή, πιο δίκαιη και περισσότερο χρήσιμη για μια κοινωνία ισότητας και συμπερίληψης.

***Βαγγέλης Λιότζης, Διδάσκων, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών


Το Εργαστήριο Πολιτικής Κουλτούρας και Συμπεριφοράς του ΕΚΚΕ διοργανώνει τον 3ο κύκλο του Ερευνητικού του Σεμιναρίου για την ακαδημαϊκή χρονιά 2025-26. Η 1η παρουσίαση έχει τίτλο «Πόσα φύλα υπάρχουν; Τι είναι γυναίκα;: Εξετάζοντας τα νεοφανή πολιτικά ερωτήματα », με εισηγητή τον Βαγγέλη Λιότζη. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.