Κάθε φορά που ένας Πάπας κι ένας Οικουμενικός Πατριάρχης συναντώνται, δεν πρόκειται απλά για τη συνάντηση δυο εκκλησιαστικών ηγετών αλλά μάλλον για δυο τρόπους να αφηγηθεί κανείς την κοινή ιστορική πορεία της Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία. Η απόφαση του Πάπα Λέοντα ΙΔ΄ να εντάξει στο πρώτο μεγάλο ταξίδι του εκτός Ιταλίας τη Νίκαια και το Φανάρι – ανάμεσα στη Βηρυτό που αιμορραγεί και την Άγκυρα που σχοινοβατεί μεταξύ Δυτικού κόσμου και Ευρασίας– δεν θα πρέπει να ερμηνευτεί ως ένα ακόμα επεισόδιο στο βαρύ πρόγραμμα δραστηριοτήτων και συναντήσεων του επικεφαλής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Θα έλεγε κανείς ότι αποτελεί μια ακόμα ψηφίδα στο πολύχρωμο μωσαϊκό των οικουμενικών σχέσεων Ρώμης-Κωνσταντινούπολης που άρχισε να φιλοτεχνείται την περίοδο του Παύλου ΣΤ΄, συνεχίστηκε την εποχή του Ιωάννη Παύλου Β΄, εμπλουτίστηκε από τον Βενέδικτο ΙΣΤ΄ και τον πρόσφατα εκλιπόντα Φραγκίσκο και συνεχίζει να διαγράφεται πάντα με την ίδια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη θεολογία, τη γεωπολιτική και τις αδελφικές χειρονομίες.
Η σημασία της Νίκαιας, του σημερινού Ιζνίκ, δεν περιορίζεται στη λειτουργία της ως συμβολικού τόπου ενός χριστιανικού παρελθόντος αλλά αναδεικνύεται καλύτερα μέσα από την κατανόησή της ως λίκνο του χριστιανικού δόγματος και της συνοδικής συνείδησης της Εκκλησίας. Εκεί, το 325, η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος διατύπωσε το Σύμβολο της Πίστεως και καθόρισε τα όρια της τριαδολογικής και χριστολογικής ορθοδοξίας, πριν καν ακόμη υπάρξουν η «Καθολική» και η «Ορθόδοξη» Εκκλησία ως διακριτές εκκλησιαστικές οντότητες. Η κοινή επίσκεψη ενός Πάπα και ενός Οικουμενικού Πατριάρχη στο χώρο αυτό οφείλει να ερμηνευτεί ως κάτι πολύ περισσότερο από έναν συγκυριακό επετειακό εορτασμό. Πρόκειται για μια θεολογική απαίτηση ιστορικής συνέπειας. Αν η Ρώμη και η Κωνσταντινούπολη θέλουν να επικαλούνται την κοινή ιστορική διαδρομή της πρώτης χιλιετίας, θα πρέπει κάποια στιγμή να ξανασταθούν εκεί, όπου αυτή η χιλιετία άρχισε να διαμορφώνει συνοδική συνείδηση.
Παύλος ΣΤ΄ – Αθηναγόρας: ο αδελφικός εναγκαλισμός
Η ιστορία της επαναπροσέγγισης Ρώμης και Κωνσταντινούπολης ξεκινά την δεκαετία του ’60, μια περίοδο κατά την οποία οι δυο θρόνοι ανακαλύπτουν ξανά ο ένας τον άλλο. Πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας δυο σημαντικές φυσιογνωμίες της σύγχρονης εκκλησιαστικής ιστορίας: ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας. Η ιστορική συνάντηση τους στους αγίους Τόπους (1964), η αμοιβαία άρση των αναθεμάτων τα Χριστούγεννα του 1965 και τέλος η παρουσία του Παύλου ΣΤ΄ στο Φανάρι το 1967 συγκρότησαν ένα νέο λεξιλόγιο για την χριστιανική ενότητα.
Για πρώτη φορά ύστερα από αιώνες, ένας επίσκοπος Ρώμης στάθηκε μέσα σ’ έναν ορθόδοξο ναό, όχι ως κατακτητής ούτε ως κριτής, αλλά ως προσκεκλημένος αδελφός. Το γεγονός αυτό δεν έλυσε προφανώς καμία θεολογική διαφορά αφού θέματα όπως το πρωτείο, η συνοδικότητα, η σχέση τοπικής και καθολικής Εκκλησίας παρέμεναν ακόμα ανοιχτά ζητήματα στις διεκκλησιαστικές σχέσεις. Φάνηκε όμως να μετακινείται το βάρος από τη διαχείριση του εκκλησιαστικού σχίσματος ως μιας παγιωμένης κατάστασης σε μια διαδικασία αργής, επίπονης, αλλά πλέον αμφίπλευρης προσέγγισης που έλαβε το όνομα «διάλογος της αγάπης».
Η Ρώμη μόλις είχε βγει από την περιπέτεια της Β΄ Βατικανής Συνόδου, μιας μεγάλης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας με τη συμμετοχή επισκόπων, κληρικών και θεολόγων απ’ όλο τον κόσμο, και προσπαθούσε ερμηνεύσει τι σημαίνει aggiornamento (=επικαιροποίηση) χωρίς να θυσιάζει τον πλούτο της παράδοσης· το Φανάρι βίωνε τη σταδιακή συρρίκνωση του ρωμαίικου στοιχείου στον απόηχο των γεγονότων του ’55 και της διαρκούς αμφισβήτησης του διεθνούς του χαρακτήρα από το Τουρκικό κράτος. Με σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο, οι εκπρόσωποι των δυο Εκκλησιών επέλεξαν να εκτεθούν από κοινού στη δημόσια σφαίρα, πραγματοποιώντας μέσω της εικόνας του αδελφικού τους εναγκαλισμού την πιο εύγλωττη θεολογική δήλωση, ότι δηλαδή η χριστιανική ενότητα δεν είναι υπόθεση του ενός χωρίς τον άλλον.
Ιωάννης Παύλος Β΄– Δημήτριος:οι Εκκλησίες στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου
Δώδεκα χρόνια αργότερα, οι προτεραιότητες στις σχέσεις μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης φαίνεται να καθορίζονται και απ’ τη διεθνή συγκυρία. Όταν ο Πολωνός Πάπας επισκέφτηκε την Τουρκία το 1979, η συνάντησή του με τον Πατριάρχη Δημήτριο Α΄ στο Φανάρι δεν ερμηνεύεται μόνο ως εσωτερική υπόθεση του χριστιανικού κόσμου, αλλά ως σημαντικό γεγονός στον χάρτη του Ψυχρού Πολέμου. Από τη μία, ένας επίσκοπος Ρώμης που κουβαλούσε την εμπειρία Εκκλησιών κάτω από κομμουνιστικά καθεστώτα· από την άλλη, ένας Οικουμενικός Πατριάρχης που βίωνε τη δική του «μειονοτική» συνθήκη στην Κωνσταντινούπολη, στον απόηχο ακόμα της τραγωδίας της Κύπρου και του κλεισίματος της θεολογικής σχολής της Χάλκης.
Η κοινή δήλωση που εξέδωσαν οι δυο προκαθήμενοι την 30ή Νοεμβρίου 1979 μπορεί να μην ήταν ένα θεολογικά ριζοσπαστικό κείμενο· υπήρξε ικανό, ωστόσο, να μετακινήσει με σαφή τρόπο το κέντρο βάρους της συζήτησης. Η χριστιανική ενότητα δεν παρουσιαζόταν πλέον ως αποκατάσταση ενός παλαιού εκκλησιαστικού τραύματος, αλλά περισσότερο ως προϋπόθεση για μια Ευρώπη διαιρεμένη σε δύο μπλοκ. Πάνω ακριβώς σ’ αυτή την αντίληψη θα καρποφορήσει αργότερα η μεγάλη ιδέα του Ιωάννη Παύλου Β΄ για την εικόνα μιας ηπείρου που «αναπνέει με δύο πνεύμονες», τον λατινικό και τον βυζαντινό. Σ’ αυτή την προοπτική, ο Οικουμενικός Πατριάρχης έπαυε να είναι απλώς ο θεματοφύλακας κάποιων απαρχαιωμένων «πρεσβείων τιμής» και αναδεικνυόταν σε αναγκαίος συνδιαμορφωτής μιας ανανεωμένης ευρωπαϊκής εκκλησιαστικής γεωγραφίας.
Με την έννοια αυτή, η εποχή του Ιωάννη Παύλου Β΄ κατέστησε τη σχέση Ρώμης-Κωνσταντινούπολης σ’ ένα κομβικό εργαστήριο με συγκεκριμένη αποστολή: να δοκιμαστεί κατά πόσο θα μπορούσε να μεταφραστεί η κοινή μνήμης της πρώτης χριστιανικής χιλιετίας σε κοινή ευθύνη μέσα σε έναν κόσμο διαιρεμένο ιδεολογικά, πολιτικά και θρησκευτικά. Και εκεί, μέσα από τις επαναλαμβανόμενες συναντήσεις, γεννιέται η συνείδηση ότι η ενότητα δεν είναι πολυτέλεια συζητήσεων κάποιων θεολογικών επιτροπών, αλλά στρατηγικό ερώτημα για το ίδιο το μέλλον του χριστιανισμού στην ήπειρο.
Βενέδικτος ΙΣΤ΄ – Βαρθολομαίος: στον απόηχο του Ρέγκενσμπουργκ
Στις αρχές του 21ου αι. το σκηνικό των σχέσεων ανάμεσα στη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη έγινε ακόμα πιο σύνθετο. Η Τουρκία αμφιταλαντευόταν μεταξύ ευρωπαϊκών φιλοδοξιών και εθνικιστικών περιχαρακώσεων, η σχέση της με τον ισλαμικό κόσμο είχε γίνει ολοένα πιο λεπτή ενώ η θέση των χριστιανικών κοινοτήτων στην επικράτειά της παρέμενε εύθραυστη. Όταν ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ πραγματοποίησε την επίσημη επίσκεψη του το 2006 κυριαρχούσε στην ατμόσφαιρα μια θύελλα από παρεξηγήσεις. Η διάλεξη που είχε δώσει πριν λίγο καιρό στο Ρέγκενσμπουργκ, μέσω ενός ατυχούς παραθέματος του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου, φάνηκε να συνδέει το Ισλάμ και τον προφήτη Μωάμεθ με τη βία και τον φανατισμό, με αποτέλεσμα ένα σημαντικό τμήμα του μουσουλμανικού κόσμου να εκλάβει την αναφορά ως ευθεία προσβολή. Ταυτόχρονα η Άγκυρα αντιμετώπιζε τον τότε Πάπα ως έναν επιφυλακτικό Ευρωπαίο που δεν ενθουσιαζόταν με την προοπτική της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η επίσκεψη του Βενέδικτου ΙΣΤ΄ στο Φανάρι απέκτησε σχεδόν θεραπευτικό χαρακτήρα. Ο Πάπας ήταν παρών στη Θεία Λειτουργία, στάθηκε στο πλευρό του Πατριάρχη Βαρθολομαίου κατά τους εορτασμούς του Αγίου Ανδρέα και στο τέλος υπέγραψαν από κοινού δήλωση, στην οποία οι δύο Πρωθιεράρχες μιλούσαν ρητά για τη χαρά τους «ως αδελφοί», ανανέωσαν την απόφαση να πορευθούν προς την πλήρη κοινωνία, επαναβεβαίωσαν την αναγκαιότητα του θεολογικού διαλόγου και κατέθεσαν την κοινή τους ανησυχία για την εκκοσμίκευση στο δυτικό κόσμο, για τη μοίρα των χριστιανών στη Μέση Ανατολή και για την ανάγκη υπεράσπισης της θρησκευτικής ελευθερίας.
Η ίδια επίσκεψη, ωστόσο, σημαδεύτηκε και από μια άλλη, ιστορική χειρονομία: την προσευχή του Πάπα στο Μπλε Τζαμί, δίπλα στον Τούρκο μουφτή σε στάση που ερμηνεύτηκε ως σιωπηλή προσκύνηση προς τον «αόρατο Θεό». Επομένως, έγινε ξεκάθαρο ότι η παπική παρουσία στην Κωνσταντινούπολη δεν αφορούσε μόνο την Ορθοδοξία αλλά επρόκειτο για μια σύνθετη άσκηση εξισορρόπησης ανάμεσα στο μουσουλμανικό περιβάλλον, την τουρκική πολιτική και το ορθόδοξο αίσθημα μιας μικρής, αλλά ιστορικά βαρύτιμης, χριστιανικής μειονότητας.
Φραγκίσκος – Βαρθολομαίος: η εγκάρδια φιλία και ο «οικουμενισμός του μαρτυρίου»
Με τον Φραγκίσκο, η σχέση με το Φανάρι απέκτησε έναν τόνο σαφώς πιο προσωπικό. Ο Βαρθολομαίος υπήρξε ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης που παρευρέθηκε σε ενθρόνιση Πάπα μετά το σχίσμα, στην εγκατάσταση δηλαδή του νέου επισκόπου Ρώμης το 2013. Ο Φραγκίσκος ανταπέδωσε αυτή τη χειρονομία όχι μόνο με την επίσκεψη του στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και με μια αλληλουχία κοινών πρωτοβουλιών: πρόσκληση του Πατριάρχη στη Ρώμη, από κοινού προσευχή στα Ιεροσόλυμα το 2014, κοινές παρεμβάσεις για το περιβάλλον και την ειρήνη. Η ποιμαντική γλώσσα του Φραγκίσκου προτιμούσε τις χειρονομίες από τους θεωρητικούς ορισμούς. Ο οικουμενικός διάλογος οφείλει να ενσαρκώνεται και να καρποφορεί όχι μόνο μέσω των θεολογικών κειμένων, αλλά και μέσα από τα βλέμματα και την κοινή παρουσία.
Το ταξίδι του Φραγκίσκου στην Τουρκία το 2014, με τη συμμετοχή του στη Θεία Λειτουργία του Αγίου Ανδρέα στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου και την υπογραφή κοινής δήλωσης με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, απλώς επιβεβαίωσε μια ήδη διαμορφωμένη πορεία. Από τα Ιεροσόλυμα έως τη Λέσβο, όπου ο επίσκοπος Ρώμης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών στάθηκαν μαζί ενώπιον των προσφύγων και υπέγραψαν κοινή διακήρυξη, η σχέση Ρώμης–Φαναρίου έπαψε να είναι απλά ένα κεφάλαιο στην ιστορία των διαχριστιανικών σχέσεων και μετατράπηκε σ’ έναν από τους βασικούς άξονες της ποιμαντικής δράσης του Φραγκίσκου. Σ’ αυτή την προοπτική μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή και η αγαπημένη έκφραση του Φραγκίσκου σχετικά με τον «οικουμενισμό του μαρτυρίου» ή «του αίματος». Οι χριστιανοί της Μέσης Ανατολής, οι Αρμένιοι της γενοκτονίας του 1915, οι Κόπτες μάρτυρες της Λιβύης αποτελούσαν για τον Φραγκίσκο – και, σταδιακά, και για τον Βαρθολομαίο – σημείο όπου η χριστιανική ενότητα προκύπτει από τη συμμετοχή στον ίδιο πόνο και τα ίδια τραύματα πριν ακόμη εκφραστεί μέσα από κοινές θεολογικές διατυπώσεις.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Φραγκίσκος εξέφρασε δημόσια την επιθυμία να βρεθεί στην Τουρκία το 2025 για να τιμήσει την 1700ή επέτειο της Συνόδου της Νικαίας, με την παρουσία του Πατριάρχη Βαρθολομαίου μέσα σ’ ένα οικουμενικό πλαίσιο. Η ζωή δεν του άφησε τον χρόνο να υλοποιήσει αυτό το σχέδιο· η ιδέα, όμως, έμεινε ως εκκρεμές χρέος, το οποίο αναλαμβάνει τώρα ο διάδοχός του.
Λέων ΙΔ΄: Νίκαια, Φανάρι και θεολογία της μνήμης
Σε αυτό το συνεχές παπικών επισκέψεων στην Κωνσταντινούπολη εγγράφεται και η επίσκεψη που πραγματοποιείται αυτές τις μέρες από τον Πάπα Λέοντα ΙΔ΄ στη Νίκαια και στο Φανάρι. Δεν πρόκειται για μια προσωπική «πρωτοβουλία» ενός εξαιρετικά θαρραλέου ή ιδιαίτερα προοδευτικού Πάπα ούτε για μια επιδέξια κίνηση ενός αποδεδειγμένα ανοιχτού Οικουμενικού Πατριάρχη. Πρόκειται για τη στιγμή, όπου οι δυο Εκκλησίες, η Ρωμαιοκαθολική και η Ορθόδοξη, έχοντας ήδη διανύσει επτά δεκαετίες κοινού βηματισμού, επιλέγουν να σταθούν μαζί στο τόπο, όπου η χριστιανική ενότητα υπήρξε κάποτε αυτονόητη, ενώ σήμερα δεν είναι.
Η Σύνοδος της Νίκαιας υπενθυμίζει προς όλους ότι η κοινή πίστη στην Αγία Τριάδα και στην θεότητα του Χριστού («ομοούσιος τω Πατρί») δεν αποτελούν διαπραγματεύσιμες έννοιες πολλώ μάλλον αποκλειστική κυριότητα καμίας εκκλησιαστικής κοινότητας ή ομολογίας. Η παρουσία, πλάι πλάι, του Πάπα Λέοντα ΙΔ΄ και του Πατριάρχη Βαρθολομαίου στον τόπο που έλαβε χώρα πριν από 1700 χρόνια η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος μπορεί να λειτουργήσει ως μια μορφή «θεολογίας της μνήμης»: η επίκληση της παράδοσης και την εμπειρίας της πρώτης χιλιετίας παύει να είναι ένα φιλόφρων ρητορικό σχήμα και μετατρέπεται σε συγκεκριμένη εκκλησιαστική ευθύνη και κριτήριο αυτοελέγχου για το παρόν και το μέλλον. Εφόσον ομολογούμε ότι υπήρξε μια περίοδος κοινής πίστης και κοινής συνοδικής πρακτικής, τότε οφείλουμε να αναρωτηθούμε τι σημαίνει αυτό σήμερα για τη δομή, τις σχέσεις και τις προτεραιότητες των Εκκλησιών. Αν επικαλούμαστε την Νίκαια δεν μπορούμε να παραβλέπουμε την αρχή και την πρακτική της συνοδικότητας. Η κοινή παρουσία Πάπα και Οικουμενικού Πατριάρχη στη Νίκαια και στο Φανάρι είναι ακριβώς αυτό: η στιγμή που η μνήμη των πρώτων αιώνων επιστρέφει ως ερώτημα και ως καθήκον – όχι μόνο για τη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη, αλλά και για κάθε τοπική Εκκλησία που, επικαλούμενη την «ορθόδοξη παράδοση», καλείται να δείξει αν η μνήμη της λειτουργεί ως άνοιγμα στον άλλον ή ως άλλοθι για να μένει αμετακίνητη.
Νίκος Κουρεμένος, Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου



