Ο Γιάννης Κακλέας δεν έμεινε πιστός σε ένα είδος θεάτρου. Έχει σκηνοθετήσει περισσότερες από 120 παραστάσεις και, με το γκάζι πατημένο, έχει περάσει από την κλασική δραματουργία στο σύγχρονο ρεπερτόριο, από τα υπαρξιακά κείμενα στη λαϊκή κωμωδία, από τους μικρούς χώρους στις κεντρικές σκηνές και την Επίδαυρο, από τα μιούζικαλ στις τραγωδίες και την αριστοφανική σάτιρα. Και όλα αυτά, μία, δύο και τρείς φορές, ξανά και ξανά και πάλι από την αρχή.
«Έχω περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωή μου σε πρόβες και μπορώ πια να το πω, οι πρόβες είναι το αγαπημένο μέρος να ζω γιατί εκεί είσαι ανοιχτός, εκτεθειμένος, ανεπιτήδευτος. Είσαι ο εαυτός σου», δηλώνει στα πρώτα λεπτά της συνάντησής μας στο διαμέρισμά του στην Κυψέλη.
Οι σκηνοθεσίες του άλλοτε σε χτυπούν με την ορμή ενός σαρωτικού ριφ προορισμένο να παρασύρει το κοινό σε μια μεγάλη ανοιχτή συναυλία και άλλοτε έχουν κάτι από τη σκοτεινιά και τη σωματικότητας ενός house beat. Κι όμως εκείνος δεν λαχανιάζει ποτέ – ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται. «Η ανανέωση έρχεται μέσα από τη δημιουργική διαδικασία της πρόβας», θα πει σχολιάζοντας πώς μοιάζει πάντα έτοιμος για κάτι καινούργιο, για λίγο «χορό» ακόμα.
Τι έχει να πει ο «Ράφτης κυριών σήμερα»;
Κάθε παράσταση έχει για τον ίδιο κάτι από μια ερωτική σχέση. «Άλλες τις θυμάσαι έντονα, άλλες προτιμάς να τις ξεχάσεις, όμως όλες ανεξαιρέτως σε διαμορφώνουν και τις κουβαλάς μαζί σου», θα πει κάνοντας ένα παραλληλισμό αυτής της άοκνης πορείας με το θέμα που πραγματεύεται η πιο πρόσφατη δουλειά του, «Ο ράφτης κυριών» στο θέατρο Ακροπόλ, με τον Δημήτρη Μακαλιά και την Νίκη Λάμη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Φωτό: Νίκος Κόκκας
Είναι μια κωμωδία άμεση, όπου η μια παρεξήγηση διαδέχεται την άλλη. Αν και γραμμένη στα τέλη του 19ου αιώνα, χωρά μέσα της σύγχρονες αναφορές, όπως την τυποποιημένη ζωή που προστάζουν οι συμβουλές των κάθε λογής coaches, αλλά και την παγκόσμια εμμονή με την αυτοβελτίωση. Πάνω απ’ όλα όμως, είναι μια κωμωδία που μιλά για την ερωτική επιθυμία, τη σεξουαλική ελευθερία και πώς η κοινωνία τις ελέγχει αμφότερες επενδύοντας τες με υποκρισία, ενοχή και στίγμα.
Για τον Κακλέα παίζει καθοριστικό ρόλο και η εποχή κατά την οποία γράφτηκε το έργο. «Η μπελ επόκ ήταν μια εποχή ξεφαντώματος, διασκέδασης και ελευθεριότητας. Ο Φεντώ έφευγε από το σπίτι του κάθε απόγευμα, πήγαινε στο Μουλέν Ρουζ και επέστρεφε τα χαράματα. Σίγουρα θα ήταν πολύ διασκεδαστικό να βλέπει άνδρες και γυναίκες να υπόσχονται το ένα βράδυ αιώνια αγάπη στο ταίρι του και το επόμενο να εμφανίζονται με άλλο σύντροφο ή σύντροφο τάζοντας τα ίδια ακριβώς πράγματα ή να βλέπει ανθρώπους που έχουν δώσει όρκους ισόβιας -υποτίθεται- πίστης να απιστούν» σημειώνει.
«Σήμερα είναι τόσο εύκολη και διαδομένη η απιστία επειδή αντιμετωπίζουμε τις ερωτικές (και τις άλλες) σχέσεις με όρους προϊόντος».
Ωστόσο ο «Ράφτης» δεν είναι μία ακόμα ηθογραφία, «δεν σατιρίζει απλώς την υποκρισία και την σεμνοτυφία της εποχής, αλλά διεισδύει βαθύτερα και αναλύει την ανθρώπινη συνθήκη», λέει στο ΒΗΜΑ ο σκηνοθέτης. ««Για να το επιτύχει αυτό αξιοποιεί μια πλούσια κληρονομιά, από τη μία την κωμική παράδοση του Μολιέρου και από την άλλη τα κείμενα του Μαρκήσιου Ντε Σαντ, ο οποίος ανοιχτά μίλησε για όσα προκαλεί η καταπίεση των ερωτικών επιθυμιών», συμπληρώνει.
Ένα ανάγνωσμα απιστίας
Ο Φεντώ έγραψε με τόλμη για τις προσωπικές αλλά και κοινωνικές προεκτάσεις της μονογαμίας. Δεν στιγματίζει τους «παράνομους» εραστές, αλλά επιχειρεί να φωτίσει γιατί οι άνθρωποι μπαίνουν στη διαδικασία να εξαπατήσουν τον/την σύντροφό τους, αλλά γιατί αρνούνται να παραδεχθούν ότι δεν είναι φτιαγμένοι να φέρουν τις επιθυμίες τους στα μέτρα της κοινωνίας.
«Αυτά τα θέματα δεν είναι “ευχάριστα” ή “αστεία” ούτε έχουν εύκολες απαντήσεις», σχολιάζει ο Κακλέας. «Εκεί όμως ξεχωρίζει ο μεγάλος κωμικός συγγραφέας, όταν μας κάνει να βλέπουμε μέσα από το γέλιο και την κωμική συνθήκη όσα αρνούμαστε ή φοβόμαστε να δούμε στην πραγματικότητα». Η εκτίμηση του Κακλεά στον Γάλλο συγγραφέα είναι γνωστή εδώ και χρόνια, καθώς δεν είναι η πρώτη φορά που ανεβάζει κάποιο έργο του.

Φωτό: Νίκος Κόκκας
Σε ένα κατάμεστο θέατρο, μια παράσταση που μιλά για την απιστία, οπωσδήποτε αγγίζει ένα μεγάλο μέρος του κοινού. «Έξι στα δέκα παντρεμένα ζευγάρια απιστούν ή έχουν απιστήσει» μου λέει επικαλούμενος μελέτες που διαβάσει κατά την περίοδο των προβών. Φανταστείτε τον αριθμό αυτό ανάμεσα στους θεατές που θα παρακολουθούν την παράσταση στην πλατεία».
Σύμφωνα με τον ίδιο, η ματαίωση της υπόσχεσης της μονογαμίας φέρει αρκετό βάρος ώστε να προσθέτουμε και τον στιγματισμό από την κοινωνία. «Τη στιγμή που υποσχόμαστε σε κάποιον ή κάποια ότι θα τον αγαπάμε για πάντα, εκείνη τη στιγμή το λέμε συνήθως με απόλυτη ειλικρίνεια, το πιστεύουμε. ‘Οταν το αθετούμε μας βαραίνει η συνειδητοποίηση ότι τελικά δεν υπήρξαμε αληθινοί».
Από την άλλη, σημειώνει ο ίδιος, είναι μια διαδικασία αναπόφευκτη -όχι μόνο στις ερωτικές σχέσεις. Θα είχε ενδιαφέρον να βλέπαμε την απιστία ως κομμάτι της εξέλιξης μας. «Απιστώ σημαίνει αρνούμαι μια δεδομένη κατάσταση, δίχως αυτήν την άρνηση δεν μπορούμε να προχωρήσουμε ως προσωπικότητες και ως κοινωνίες, αν θέλετε. Προσωπικά, έχω απιστήσει σε πολλά που πίστευα για να κάνω βήματα μπροστά».
Ο Φεντώ και το Tinder
Όταν γραφόταν ο «Ράφτης Κυριών», ο Φεντώ δεν θα μπορούσε να φανταστεί τα dating apps και το πόσο έχουν καθορίσει τον τρόπο που γνωριζόμαστε, φλερτάρουμε και συνάπτουμε ερωτικές σχέσεις. Παρόλα αυτά, η ματιά του παραμένει διαχρονική επειδή ακριβώς συνέλαβε τον ρευστό χαρακτήρα της απιστίας.
«Σήμερα είναι τόσο εύκολη και διαδομένη η απιστία επειδή αντιμετωπίζουμε τις ερωτικές (και τις άλλες) σχέσεις με όρους προϊόντος», λέει ο Κακλέας. «Έχει κυριαρχήσει η ηθική του καπιταλισμού, η οποία επιδιώκει τη μετατροπή της επιθυμίας σε συναλλαγή και την καθηλώνει σε αυτό το επίπεδο. Γιατί είναι κατακριτέο να έχεις παράλληλη σχέση, αλλά όχι το είσαι τακτικός συνδρομητής σε ένα μοντέλο του Only Fans;», αναρωτιέται.

Φωτό: Νίκος Κόκκας
Όπως σημειώνει, προσποιούμαστε ότι είμαστε πιο απελευθερωμένοι, αλλά στην πραγματικότητα οι κοινωνίες μας γίνονται όλο και πιο σεμνότυφες άρα συντηρητικές. «Δίνουμε μάχη οπισθοφυλακής σε θέματα που αφορούν το έρωτα και το σώμα μας. Ανοίγουν συζητήσεις, όπως πχ οι αμβλώσεις, που υποτίθεται ότι είχαν κλείσει υπέρ των γυναικών».
Το φαινόμενο του «Αναρχικού»
Μιλώντας για απιστία δεν γίνεται να μην αναφέρουμε ότι ο Κακλέας ήταν ο σκηνοθέτης που έστησε μια άλλη απιστία. Έπεισε το κοινό να απιστήσει απέναντι στη διαδεδομένη πλάνη ότι ένα αντιεξουσιαστικό κείμενο δεν μπορεί να γίνει mainstream.
Ο «Αναρχικός», με πρωταγωνιστή τον Πάνο Βλάχο, γέμισε για διαδοχικές σεζόν ένα μεγάλη σκηνή και αποτέλεσε ορόσημο ώστε το θέατρο να επιστρέψει στην πρώτη γραμμή της μαζικής ψυχαγωγίας.
«Νομίζω το μυστικό της επιτυχίας του “Αναρχικού” ήταν η ενέργειά του -το κοινό τότε, αμέσως μετά τον εγκλεισμό, είχε ανάγκη για ενέργεια- αλλά και η ολομέτωπη κριτική του στις εξουσίες», θα πει ο Κακλέας.
Στην περίοδο μετά τις καραντίνες, ήταν, μαζί με τους «Παίκτες», το μεγάλο sold-out -μια λέξη πλέον που ακούγεται σχεδόν για κάθε παράσταση που ανεβαίνει στην Αθήνα. «Είμαι πολύ καχύποπτος με αυτή τη λογική διαφήμισης των sold out για πολλούς λόγους. μια τέτοια προσέγγιση δεν είναι ζητούμενο στο θέατρο και την Τέχνη. Προφανώς, είναι επιθυμητό μια καλλιτεχνική δουλειά να έχει αποδοχή, ωστόσο η προβολή του sold out μοιάζει με μια κίνηση να δείξουμε ότι είμαστε αρεστοί. Δεν κάνουμε θέατρο για να είμαστε αρεστοί», σχολιάζει.







