Οι ειδοποιήσεις Foreign Military Sales (FMS) είναι επίσημες ανακοινώσεις μέσω των οποίων η κυβέρνηση των ΗΠΑ ενημερώνει το Κογκρέσο για προτεινόμενες εξαγωγές όπλων. Κάθε ειδοποίηση καταγράφει τα συστήματα, τα εξαρτήματα και τις τεχνολογίες που πρόκειται να εξαχθούν, παρέχοντας ένα λεπτομερές αρχείο των αμερικανικών αμυντικών εξαγωγών. Αυτό που μοιάζει με γραφειοκρατική διαδικασία αποτελεί στην πραγματικότητα έναν αποκαλυπτικό χάρτη στρατιωτικής εξάρτησης.
Σε νέα έρευνα, δημιουργήσαμε μια βάση δεδομένων που περιλαμβάνει κάθε ειδοποίηση FMS από το 2008 και μετά. Η βάση δεδομένων, διαθέσιμη στο Bruegel, το ευρωπαϊκό ινστιτούτο οικονομικής πολιτικής, επιτρέπει την εκ νέου αξιολόγηση των εισαγωγών ευρωπαϊκών όπλων από τις ΗΠΑ. Τα ευρήματα αμφισβητούν την κοινή αντίληψη περί συντριπτικής εξάρτησης. Σε συνολικό επίπεδο, η Ευρώπη εισάγει μόνο ένα περιορισμένο ποσοστό του αμυντικού της εξοπλισμού από τις ΗΠΑ. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες διατήρησαν ή και αύξησαν τη δική τους στρατιωτική παραγωγή τα τελευταία χρόνια.
Η πραγματική ευαλωτότητα βρίσκεται αλλού: σε συγκεκριμένα, υψηλής τεχνολογίας συστήματα που είναι απαραίτητα στον σύγχρονο πόλεμο. Αυτά περιλαμβάνουν λογισμικά διαχείρισης μάχης, αρχιτεκτονικές αντιπυραυλικής άμυνας και ασφαλή δίκτυα ανταλλαγής δεδομένων.
Οι φρεγάτες F127 και το ενδεχόμενο «kill-switch»
Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα είναι το γερμανικό πρόγραμμα φρεγατών F127. Η Γερμανία δαπανά δισεκατομμύρια για νέα πλοία που θα ναυπηγηθούν σε ευρωπαϊκά ναυπηγεία, αλλά το σύστημα μάχης τους θα βασίζεται στο λογισμικό Aegis των ΗΠΑ — τον ψηφιακό πυρήνα που ενσωματώνει ραντάρ, στοχοποίηση και αναχαίτιση πυραύλων. Χωρίς το Aegis, οι προηγμένες δυνατότητες αεράμυνας των φρεγατών θα ήταν πολύ περιορισμένες.
Τέτοιες περιπτώσεις αναδεικνύουν ένα ευρύτερο διαρθρωτικό ζήτημα. Τα σύγχρονα όπλα δεν είναι πια στατικά· είναι συστήματα βασισμένα σε λογισμικό που απαιτεί τακτικές ενημερώσεις, συνδεσιμότητα δεδομένων και συχνά απομακρυσμένη συντήρηση από τον αρχικό προμηθευτή. Αυτό δημιουργεί το αποκαλούμενο «πρόβλημα kill-switch» — τη θεωρητική δυνατότητα ο προμηθευτής να περιορίσει ή ακόμη και να απενεργοποιήσει τη λειτουργικότητα ενός συστήματος, για παράδειγμα μη παρέχοντας ενημερώσεις λογισμικού. Ακόμη κι αν μια τέτοια ενέργεια μεταξύ συμμάχων είναι απίθανη, η απλή ύπαρξή της προσδίδει ισχύ στις ΗΠΑ.
Η εξάρτηση, άλλωστε, δεν χρειάζεται να ασκηθεί για να είναι αποτελεσματική. Η επίγνωση ότι τα προηγμένα ευρωπαϊκά συστήματα εξαρτώνται από την αμερικανική τεχνολογία μπορεί να διαμορφώνει διακριτικά αλληλεπιδράσεις πολύ πέρα από τον στρατιωτικό τομέα — από εμπορικές διαπραγματεύσεις μέχρι ζητήματα βιομηχανικής πολιτικής ή ελέγχων εξαγωγών. Στις πρόσφατες εμπορικές διαπραγματεύσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης, ανώτατοι ευρωπαίοι πολιτικοί και αξιωματούχοι παραδέχτηκαν ρητά ότι η εξάρτηση σε θέματα ασφάλειας επηρέασε τη συμφωνία.
Άμεση ανάγκη ενός μακροπρόθεσμου πλάνου για την Ευρωάμυνα
Η απάντηση δεν πρέπει να ξεκινήσει με μεγαλεπήβολα νέα προγράμματα, αλλά με προσεκτική ανάλυση. Η Ευρώπη χρειάζεται μια σαφή εμπειρική εικόνα για το ποιες είναι οι κρίσιμες εξαρτήσεις της — τεχνολογικές, συμβατικές και πολιτικές. Η νέα βάση δεδομένων FMS παρέχει ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Στο επόμενο βήμα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να αναπτύξουν ένα μεσοπρόθεσμο σχέδιο για τη μείωση των εξαρτήσεων που κρίνονται μη αποδεκτές. Αυτή η εργασία πρέπει να ξεκινήσει άμεσα.
Ιδιαίτερη πρόκληση για τους κυβερνώντες είναι ότι δεν μπορούν να βασιστούν στους στρατιωτικούς τους για μια αντικειμενική αξιολόγηση. Οι ένοπλες δυνάμεις στη Γερμανία και αλλού έχουν λειτουργήσει για πολύ καιρό στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και εμπιστεύονται σχεδόν τυφλά τους αμερικανούς ομολόγους τους. Η εμπιστοσύνη αυτή είναι κατανοητή σε στρατιωτικό επίπεδο, αλλά αγνοεί την πολιτική. Το πολιτικό ρίσκο για τη στρατιωτική συνεργασία που προκύπτει από ην κυβέρνηση Τραμπ είναι πολύ μεγάλος για να αγνοηθεί, όπως αναγκάστηκε να συνειδητοποιήσει και η Ουκρανία. Όταν αποκόπηκε για δύο εβδομάδες από τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών, υπέστη σοβαρές απώλειες. Ο πολιτικός σχεδιασμός στη Δυτική Ευρώπη πρέπει πλέον να αρχίσει να εργάζεται πάνω στο αδιανόητο. Η Ευρώπη δεν μπορεί να συνεχίσει να εξαρτάται από τις ΗΠΑ για τεχνολογία κρίσιμη για την ασφάλεια.
* Ο κ. Guntram Wolff είναι καθηγητής στη Solvay Brussels School of Economics and Management στο Université libre de Bruxelles και ανώτερος συνεργάτης στο Bruegel, του οποίου υπήρξε διευθυντής την περίοδο 2013–22. Ο κ. Juan Mejino-López είναι ερευνητικός αναλυτής στο Bruegel



