Στο «Faraway, So Close!» του Βιμ Βέντερς ο άγγελος Κασσιέλ χάνει την αθανασία του για να σώσει ένα παιδί σε ένα νωπό μεταψυχροπολεμικό Βερολίνο. Η μετάβαση από τη θέαση στη δράση είναι σωματική, δημόσια, μη αναστρέψιμη. Κάπως έτσι, κάθε βράδυ στο Σύνταγμα, μια παρέα της Gen Z κάνει το δικό της άλμα: κατεβαίνει από τη στρατόσφαιρα των timelines και καταλαμβάνει έναν χώρο κορυφαίου πολιτειακού συμβολισμού, λίγα μέτρα από το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη. Με μικροτελετουργίες – μουσική, ονόματα, κεριά, σιωπή – μετατρέπει τη μνήμη σε δημόσια αξίωση.
Στις 28 Φεβρουαρίου 2024, τα 57 ονόματα των θυμάτων των Τεμπών γράφτηκαν με κόκκινη μπογιά μπροστά στο μνημείο· αμέσως μετά σβήστηκαν. Στη μαζική διαμαρτυρία του περασμένου Φεβρουαρίου εμφανίστηκαν και πάλι. Έτσι η πόλη έμαθε να διαβάζει πάνω στο πλακόστρωτο της πλατείας το συλλογικό τραύμα, σαν παλίμψηστο.
Το ερώτημα δεν είναι ποιος «κατέχει» τον συμβολικό χώρο – μόνο οι θεσμοί με τα πρωτόκολλά τους ή και οι πολίτες με την «α-λήθεια» της εμπειρίας τους; –, αλλά πώς συνυπάρχουν οι δύο κόσμοι χωρίς να αλληλοαχρηστεύονται. Η παραστατική πράξη των νέων της ομάδας «Μέχρι Τέλους» λειτουργεί ως διεκδίκηση ελπίδας στην καρδιά της πόλης και, συμβολικά, της πολιτείας. Η επιλογή του σημείου αντιπαραβάλλει τη θεσμική ιερότητα του μνημείου με τη «βεβηλωμένη ιερότητα» του τόπου του δυστυχήματος και επιμένει να ζητά διαφάνεια και λογοδοσία.
Στις αρχές του μήνα οι συγκεντρώσεις επανήλθαν. Η ένταση ανάμεσα στη συλλογική έκφραση και την κανονικότητα της πρωτεύουσας ξύπνησε από την καλοκαιρινή ραστώνη. Πριν από μερικές ημέρες, ο Πάνος Ρούτσι, πατέρας του 22χρονου Ντένις, ξεκίνησε απεργία πείνας και δίψας κάτω από το βλέμμα Ευζώνων και τουριστών, ζητώντας άδεια εκταφής του γιου του.
Η κυβέρνηση αναγκάζεται, μάλλον όχι για τελευταία φορά, να τοποθετηθεί. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επαναλαμβάνει τον σεβασμό προς τις οικογένειες των θυμάτων και την ανάγκη «να αφεθεί η Δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της». Η θεσμική γλώσσα και εκείνη της διαμαρτυρίας διασταυρώνονται και πάλι. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η πλατεία Συντάγματος θεατροποιείται. Άλλοι ενοχλούνται σε αισθητικό επίπεδο. Κάθε τελετουργία, όσο σημαντικό κι αν είναι αυτό που πρεσβεύει, κινδυνεύει να γίνει ρουτίνα στα μάτια των περαστικών. Άλλο όμως η απονεύρωση κι άλλο η απονομιμοποίηση. Όσο η απονομή της δικαιοσύνης καθυστερεί, τόσο η τελετουργία της μνήμης θα επιμένει.
Όταν ένα συλλογικό σώμα βιώνει ένα γεγονός ως πλήγμα σε «ιερές» αξίες, τείνουν να αναδύονται νέοι φορείς που αποδίδουν ευθύνη και απαιτούν αποκατάσταση. Το τραύμα επουλώνεται μέσω αφηγήσεων, συμβόλων και διεκδικήσεων στον δημόσιο χώρο. Αυτή τη φορά η Gen Z, ή έστω μια πτυχή της, φαίνεται να βγαίνει μπροστά, μιλώντας τη γλώσσα της υπαρξιακής επιβίωσης στη μετα-COVID εποχή και συμπυκνώνοντας στη λέξη «οξυγόνο» δύο εμπειρίες: τη βιολογική φρίκη μιας τραγικής νύχτας και το θεσμικό τραύλισμα ενός συστήματος που δυσκολεύεται να εμπνεύσει εμπιστοσύνη.
Αν οι αξιώσεις μείνουν κενές, κινδυνεύουν να εκτραπούν σε μανιχαϊσμό. Αν αποκωδικοποιηθούν με πολιτική φαντασία και θεσμική σοβαρότητα, ίσως επηρεάσουν σημαντικά τις εξελίξεις. Όπως είχε πει ο Ιταλός κοινωνιολόγος και ψυχοθεραπευτής Αλμπέρτο Μελούτσι, τα κινήματα πολιτών, έστω και στη μοριακή κλίμακα όσων διαμορφώνονται τις τελευταίες ημέρες στο Σύνταγμα, ανακοινώνουν την έναρξη μιας αλλαγής που είναι ήδη παρούσα, αναγκάζοντας την εξουσία να βγει στο φως, προσδίδοντάς της μορφή και πρόσωπο.



