Σε άλλες εποχές, το γεγονός ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφάσισε την ανάπτυξη πολεμικών πλοίων και χιλιάδων στρατιωτών λίγο έξω από τα χωρικά ύδατα νοτιοαμερικανικής χώρας, είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι θα αξιολογούνταν ως είδηση. Όμως για τον αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ – ο οποίος καλλιεργεί επίμονα προφίλ ειρηνοποιού- η περίπτωση της Βενεζουέλας φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα.
Πιο συγκεκριμένα, πηγές του Reuters, οι οποίες εκφράστηκαν υπό τον όρο να μην κατονομαστούν, αναφέρουν ότι τα σκάφη USS San Antonio, USS Iwo Jima και USS Fort Lauderdale αναμένεται να έχουν φθάσει στην περιοχή πιθανόν από την Κυριακή. Εκτός αυτών, έχουν διαταχθεί να πλεύσουν στην περιοχή άλλα τουλάχιστον τρία πολεμικά σκάφη, τα USS Gravely, USS Jason Dunham και USS Sampson.
Ανατροπή της ύφεσης
Η ιδιότυπη επίδειξη ισχύος έρχεται μετά από μια σειρά εντάσεων μεταξύ Καράκας και Ουάσιγκτον. Το αποκορύφωμα της όξυνσης των διμερών σχέσεων σημειώθηκε όταν ο Λευκός Οίκος αύξησε στα 50 εκατομμύρια δολάρια την αμοιβή για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στη σύλληψη του προέδρου της Βενεζουέλας, Νικολάς Μαδούρο, τον οποίο κατηγορεί ότι ηγείται του «Καρτέλ των Ήλιων» (Cartel de los Soles), εγκληματικής οργάνωσης που δραστηριοποιείται στη διακίνηση ναρκωτικών.
Σε ακόμη πιο έντονο ύφος, η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Κάρολαϊν Λέβιτ χαρακτήρισε την κυβέρνηση της Βενεζουέλας «τρομοκρατικό καρτέλ», και τον πρόεδρο Μαδούρο «φυγόδικο αρχηγό αυτού του καρτέλ». Ερωτηθείσα για την πιθανότητα οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις να αναλάβουν δράση στη Βενεζουέλα, είπε πως ο Ντόναλντ Τραμπ θα χρησιμοποιήσει «όλα τα μέσα» για να «εμποδίσει να πλημμυρίσουν τα ναρκωτικά τη χώρα μας». Στο μεταξύ, είχε μεσολαβήσει η ανακοίνωση του Μαδούρο για την ανάπτυξη 4,5 εκατομμυρίων εθνοφρουρών, επιφορτισμένων με την ασφάλεια της χώρας.
Σημειωτέον ότι η τελευταία φορά που αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις συμμετείχαν σε στρατιωτική επέμβαση στην αμερικανική ήπειρο ήταν το 1995 στην Αϊτή, στο πλαίαιο της στρατιωτικής επιχείρησης «Uphold Democracy». Έκτοτε η παρέμβαση των ΗΠΑ περιορίζεται στην παροχή πολιτικής στήριξης σε κινήματα ή στην επιβολή οικονομικών κυρώσεων σε κυβερνήσεις και κράτη που η ίδια θεωρεί ότι παραβιάζουν το δημοκρατικό κεκτημένο. Βενεζουέλα και Κούβα αποτελούν τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Αίτια και πιθανότητες
Κι όμως, το ξεκίνημα της δεύτερης προεδρικής θητείας του Τραμπ δεν προμήνυε μια τέτοια εξέλιξη. Τον περασμένο Φεβρουάριο, η επίσκεψη του ειδικού απεσταλμένου του αμερικανού προέδρου, Ρίτσαρντ Γκρένελ στο Καράκας, συνοδεύτηκε από την απελευθέρωση έξι Αμερικανών που κρατούνταν στη Βενεζουέλα, ενώ ταυτόχρονα η κυβέρνηση της νοτιοαμερικανικής χώρας θα ανταποκρίνονταν στο αμερικανικό αίτημα για επαναπατρισμό βενεζουελάνων μεταναστών. Και μόλις πριν από λίγες εβδομάδες, ο Μαδούρο ανακοίνωνε ότι ο αμερικανικός πετρελαϊκός κολοσσός Chevron εξασφάλισε έγκριση από την κυβέρνηση των ΗΠΑ για να ξαναρχίσει δραστηριότητές εντός της επικράτειας της Βενεζουέλας.
Ποια λοιπόν είναι τα αίτια της νέας όξυνσης και πως δένουν με τις επιδιώξεις του Τραμπ; Δεδομένου ότι ο αμερικανός πρόεδρος είναι θιασώτης της πόλωσης και θρέφεται από αυτή, η πραγματική αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί στην δυνατότητα πολλαπλής μόχλευσης που του δίνει μια ελεγχόμενη σύγκρουση με την κυβέρνηση Μαδούρο. Αφ’ ενός η επίκληση του αντικομμουνισμού λειτουργεί ως συσπειρωτικό αντανακλαστικό στις τάξεις των υπερσυντηρητικών Ρεπουμπλικανών, ιδιαίτερα των ισπανόφωνων υποστηρικτών του Τραμπ. Αφ’ ετέρου, το «χαρτί» της στρατιωτικής πίεσης προς τη Βενεζουέλα πιθανότατα εντάσσεται σε μια ακόμη τακτική κίνηση του Λευκού Οίκου, ώστε σε δεύτερο χρόνο, να τεθεί το ζήτημα ενός φιλικού προς τις ΗΠΑ συμβιβασμού, ο οποίος θα αφορά ζητήματα από το μεταναστευτικό έως την εκμετάλλευση των –πλούσιων- πετρελαϊκών κοιτασμάτων της χώρας.
Με τις διαπραγματεύσεις για το Ουκρανικό να βρίσκονται σε εξέλιξη, την ανθρωπιστική κρίση στην Λωρίδα της Γάζας να κορυφώνεται εξαιτίας της νέας ισραηλινής επίθεσης στον παλαιστινιακό θύλακα και τον ιρανό αντιπρόεδρο Μοχάμεντ Ρεζά Αρέφ, να προειδοποιεί ότι μια σύγκρουση Τεχεράνης- Τελ Αβίβ μπορεί να ξεσπάσει «ανά πάσα στιγμή», είναι αμφίβολο εάν ο Ντόναλντ Τραμπ έχει, καθ ‘οδόν προς τις ενδιάμεσες εκλογές του 2026 στις ΗΠΑ, και αναμένοντας διακαώς το Νόμπελ Ειρήνης, διαθέσεις για στρατιωτική εμπλοκή μεγάλης κλίμακας.





