Πολύ πριν η τηλεοπτική σειρά Fauda διαφημίσει τις δυνατότητες των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών, μια αληθινή επιχείρηση κατασκοπείας με την κωδική ονομασία Ulysses (Οδυσσέας) εκτυλίχθηκε την δεκαετία του 1950 στα αραβικά χωριά που είχαν απομείνει μέσα στην επικράτεια του νεοσύστατου κράτους του Ισραήλ μετά από τον εκτοπισμό και την προσφυγιά (Μεγάλη Καταστροφή) του παλαιστινιακού λαού. Η υπηρεσία εσωτερικής ασφάλειας Shabak «φύτεψε» μέσα στα παλαιστινιακά χωριά τουλάχιστον μια ντουζίνα Ισραηλινούς εβραίους πράκτορες οι οποίοι εντάχθηκαν τόσο καλά στις κοινότητες που παντρεύτηκαν με μουσουλμάνες, έκαναν παιδιά και ζούσαν εκεί επί χρόνια, μέχρι που έλαβαν διαταγή να αποσυρθούν.

Η μικρή ομάδα «μασκαρεμένων» πρακτόρων

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το 1952, τέσσερα χρόνια από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του, το Ισραήλ φοβόταν για τη στάση του παλαιστινιακού πληθυσμού στον επόμενο πόλεμο με τους Άραβες γείτονές του. Χρειαζόταν πράκτορες ανάμεσα στους ντόπιους, για να μαθαίνει τις διαθέσεις και τις κινήσεις τους. Οι επικεφαλής της Shabak (γνωστής και ως Shin Bet) δημιούργησαν μια μικρή ομάδα «μασκαρεμένων» πρακτόρων (Mista’arvim), από αφοσιωμένους νεαρούς Εβραίους (προερχόμενους κυρίως από το Ιράκ) που είχαν εξωτερικά χαρακτηριστικά παρόμοια με των Αράβων, γνώριζαν την αραβική γλώσσα, ήταν εξοικειωμένοι σε κάποιο βαθμό με τα αραβικά έθιμα και τα μουσουλμανικά ήθη.

Η εκπαίδευση

Οι πράκτορες εκπαιδεύτηκαν επί ένα χρόνο από τους καλύτερους καθηγητές αραβικών που διέθετε η χώρα, ώστε να μην χρησιμοποιούν την ιρακινή διάλεκτο αλλά την παλαιστινιακή. Έμαθαν να απαγγέλουν εδάφια του κορανίου, να χρησιμοποιούν κώδικες και όπλα ενώ πέρασαν από εξετάσεις σε αληθινές συνθήκες. Για παράδειγμα, φορούσαν φθαρμένα ρούχα και υποδύονταν τόσο καλά πως είναι Άραβες που η ισραηλινή αστυνομία τους ξυλοκοπούσε και τους έριχνε στα κρατητήρια. Εκεί οι πράκτορες έρχονταν σε επαφή με Παλαιστίνιους κρατούμενους, έκαναν γνωριμίες τις οποίες θα επικαλούνταν αργότερα.

Γάμοι με Παλαιστίνιες

Οι πράκτορες εμφανίστηκαν σταδιακά σε διαφορετικές κοινότητες, έλεγαν ότι ξεριζώθηκαν από άλλα χωριά και πόλεις, ότι αναγκάστηκαν να φύγουν σε γειτονικές χώρες όμως κατόρθωσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα. Κάποιοι δήλωσαν έμποροι, άλλοι εμφανίστηκαν ως δάσκαλοι. Γνώριζαν πρόσωπα και καταστάσεις, επικαλούνταν μακρινές συγγένειες, φιλίες με γνωστά ονόματα. Μέσα στο χάος εκείνης της εποχής κατάφεραν να παραπλανήσουν πολλούς. Όμως, όσο περνούσε ο καιρός, κινούσε υποψίες το γεγονός πως αν και ήταν σε ηλικία γάμου παρέμεναν εργένηδες, παρότι πλήθαιναν μάλιστα οι προτάσεις για συνοικέσια. Μετά από ειδικές συσκέψεις, με την άδεια της υπηρεσίας, οι πράκτορες παντρεύτηκαν με Παλαιστίνιες, έκαναν παιδιά με μουσουλμάνες και χριστιανές οι οποίες δεν γνώριζαν τίποτα για την κατασκοπευτική τους δράση. Σε όλο αυτό το διάστημα οι πράκτορες δεν είχαν την παραμικρή επαφή με τους γονείς τους ή με άλλους Εβραίους συγγενείς, οι οποίοι γνώριζαν μόνο πως οι νεαροί εκτελούσαν απόρρητη αποστολή.

Το τέλος της επιχείρησης

Το 1964 η ηγεσία της Shabak έκρινε πως η επιχείρηση Οδυσσέας έπρεπε να τερματιστεί. Όμως οι περισσότεροι πράκτορες αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους ζητώντας από το Ισραήλ να τους προστατεύσει όλους. Οι πράκτορες έπρεπε να βρουν τρόπους για να απομακρύνουν τις γυναίκες τους από τις κοινότητες για να τους αποκαλύψουν τις αληθινές ταυτότητές τους, σε ασφαλές περιβάλλον. Ακολούθησαν οικογενειακά δράματα. Τουλάχιστον μία από τις γυναίκες έμαθε σε ταξίδι στο εξωτερικό πως ο άντρας της ήταν ισραηλινός πράκτορας, και μάλιστα δεν της το είπε ο ίδιος αλλά ένα στέλεχος της Mossad. Η δύστυχη γυναίκα λιποθύμησε. Πάντως, στις περισσότερες περιπτώσεις οι γυναίκες ακολούθησαν τους άντρες μαζί με τα παιδιά τους, που ήταν 5-6 ετών, προσπαθώντας να φτιάξουν τη ζωή τους από την αρχή στο εξωτερικό. Μερικές ασπάστηκαν τον Ιουδαϊσμό, άλλες όχι. Με ειδική γνωμοδότηση ραβίνων τα παιδιά τους αναγνωρίστηκαν ως Εβραίοι και επέστρεψαν μετά από χρόνια στον τόπο τους ως Ισραηλινοί πολίτες, αλλά με βαθιές ουλές στον ψυχισμό τους, σύμφωνα με ισραηλινά δημοσιεύματα.

Για ορισμένους Ισραηλινούς ήταν μια κακοσχεδιασμένη, χωρίς ηθικούς φραγμούς επιχείρηση, για άλλους ήταν ακόμα μια απόδειξη των ικανοτήτων και της υπεροχής των μυστικών υπηρεσιών τους. Για την παλαιστινιακή πλευρά μια κηλίδα στην τιμή των οικογενειών που εν αγνοία τους πάντρεψαν τις κόρες τους με Ισραηλινούς πράκτορες, κατόπιν έχασαν εκείνες και τα εγγόνια τους.

Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, η επιχείρηση Οδυσσέας ή τουλάχιστον ένα σκέλος της συνεχίστηκε μετά από τον επίσημο τερματισμό της το 1964, με καθόλα αξιοσέβαστους «Παλαιστίνιους οικογενειάρχες» οι οποίοι ήταν στην πραγματικότητα Ισραηλινοί πράκτορες που συγκέντρωναν πληροφορίες για την οργάνωση και τη δράση της PLO μέχρι το 1967. Πού τελειώνει η πραγματικότητα και πού αρχίζει ο μύθος; Σε τέτοιες υποθέσεις τα όρια είναι δυσδιάκριτα και τα δημοσιεύματα, οι ανεπίσημες ή επίσημες παραδοχές ενίοτε θολώνουν τα νερά ακόμα περισσότερο. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για τη δράση των μυστικών υπηρεσιών του Ισραήλ, που «πιάστηκαν στον ύπνο» από την επίθεση της Χαμάς πριν από δύο χρόνια, αλλά «πήραν το αίμα τους πίσω» παγιδεύοντας με εκρηκτικά τα κινητά και τα γουόκι-τόκι εκατοντάδων στελεχών της Χεζμπολάχ στο Λίβανο.