Αν ο 59χρονος σήμερα Μαξ Ρίχτερ μπορούσε με κάποιο μεταφυσικό τρόπο να συναντήσει τον έφηβο εαυτό του, λέει πως δεν θα τον νουθετούσε ούτε θα τον συμβούλευε. Απλώς θα τον κοιτούσε στα μάτια και θα τον διαβεβαίωνε πως όλα τελικά θα πάνε καλά.
Ο γεννημένος στη Γερμανία και μεγαλωμένος στην Μεγάλη Βρετανία συνθέτης, ο οποίος σήμερα κατέχει το ρεκόρ του πιο πολυακουσμένου δίσκου κλασικής μουσικής στην ιστορία του streaming χάρη στο οκτώμισι ωρών αριστούργημα «Sleep», πιστεύει πως για τη βαθιά ματαιωμένη νεότερη εκδοχή του μόνο μια τόσο απλή, ευθεία και ανεπιτήδευτη φράση θα μπορούσε να λειτουργήσει ως χείρα βοηθείας.
Μόνο έτσι θα μπορούσε να βγει από την υπαρξιακή περιδίνηση στην οποία βρισκόταν.
Ξένος από παιδί
Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς έναν από τους πιο επιτυχημένους -μάρτυς μας τα 3 δις streams του- και λαοπρόβλητους σύγχρονους συνθέτες, τον οποίο θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε την 1η Ιουλίου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, ως ένα απογοητευμένο και θυμωμένο παιδί που γαλουχήθηκε με την πεποίθηση πως δεν είχε να περιμένει τίποτα από την ζωή.
Γεννημένος στην Κάτω Σαξωνία της Γερμανίας τον Μάρτιο του 1966 μετοίκησε παιδί ακόμα μαζί με τους γονείς και τα αδέλφια του στη Μεγάλη Βρετανία. Ήταν, όπως την ανακαλεί, μια βαθιά τραυματική συνθήκη, η οποία καθόρισε στη σκέψη, την αντίληψή του για τον κόσμο και τελικά τη μουσική του.

Στο σχολείο ο Ρίχτερ ήταν ένα λιγομίλητο και ντροπαλό παιδί. Η γερμανική καταγωγή του ήταν πάντα ένας λόγος για να νιώθει και να αντιμετωπίζεται από τους συνομήλικους του ως outsider. Παρότι παιδί ακόμα, αποφάσισε να αξιοποιήσει το πλεόνασμα της εσωστρέφειάς ζώντας σε ένα δικό του, παράλληλο σύμπαν. Στις σελίδες του Τ.Σ. Έλιοτ, της Βιρτζίνια Γουλφ, του Τζόις και του Μπέκετ. Και ακούγοντας μουσική. Πολλή μουσική.
Η τέχνη ως πεπρωμένο
Στις συνεντεύξεις του θυμάται ακόμα την πρώτη φορά που άκουσε Μπαχ στην ζωή του – ήταν μια κομβική για εκείνον στιγμή την οποία έζησε μόλις στα 4 χρόνια του- και μνημονεύει σχεδόν πάντα τον γαλατά που μοίραζε το γάλα στο σπίτι της οικογένειάς του στο Μπρέντφορντ. Όταν εκείνος αντιλήφθηκε πόσο φιλοπερίεργος αναφορικά με τη μουσική ήταν ο μικρός Μαξ, μαζί με τα μπουκάλια του γάλακτος ξεκίνησε να αφήνει και δίσκους. Έτσι ο Ρίχτερ άκουσε και γνώρισε τον Άρβο Παρτ, τον Φίλιπ Γκλας, τον Τζον Κέιτζ.
Οι γονείς του αντιλαμβανόμενοι την καλλιτεχνική τάση του – τον πατέρα του τον περιγράφει ως έναν τετράγωνο, πρακτικό τύπο που εργαζόταν ως μηχανικός ενώ τη μητέρα του ως μια αφηρημένη, καλλιτεχνική φύση-, τον προέτρεψαν να ξεκινήσει μαθήματα πιάνου.
Όμως εκείνο που θα μπορούσε να γίνει ένα καταφύγιο για τον ανήλικο Γερμανό που ένιωθε αποσυνάγωγος στη νέα του πατρίδα κατέληξε μια μεγάλη απογοήτευση. Η αυστηρή γηραιή δασκάλα του πιάνου δεν ήταν ακριβώς ο ιδανικός μέντορας. Ο Ρίχτερ μιλά ακόμα και σήμερα για τις ξυλιές που του έδινε στα χέρια με έναν χάρακα, κάθε φορά που υπέπιπτε στο σφάλμα να παίξει τη λάθος νότα.
Το αποτέλεσμα ήταν να παρατήσει το ωδείο, όπως παράτησε λίγα χρόνια αργότερα, στα 16 του το σχολείο. Αρνιόταν πεισματικά να χωρέσει σε καλούπια, φόρμες και θέσφατα. Εν τω μεταξύ στις αρχές της εφηβείας του είχε μία ακόμα καθοριστική εμπειρία. Σε ένα ντοκιμαντέρ που παρακολουθούσε μάλλον βαριεστημένα στην συχνότητα του BBC άκουσε το τραγούδι «Autobahn» των Kraftwerk. Την επομένη κιόλας ξεκίνησε να φτιάχνει το πρώτο του συνθεσάιζερ.
Μαθαίνοντας την ζωή
Όμως παρότι η μουσική τον συγκινούσε βαθιά, ο ίδιος ποτέ δεν είχε φανταστεί τον εαυτό του συνθέτη. Στην πραγματικότητα δεν τον φανταζόταν να κάνει τίποτα. Από τα 16 του, όταν εγκατέλειψε το σχολείο, μέχρι να περάσει το κατώφλι του πανεπιστημίου του Εδιμβούργου όπου σπούδασε τελικά μουσική ζούσε ως ένα μποέμ περιπλανώμενος. Διάβαζε, άκουγε, παρατηρούσε. Ήθελε να μορφώσει τον εαυτό του, όπως λέει.
Στο Εδιμβούργο και αργότερα στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου ο Ρίχτερ διδάχτηκε τους κανόνες της μουσικής. Την ουσία της όμως τη γνώρισε στη μαθητεία που έκανε στην Ιταλία υπό την εποπτεία του Λουτσιάνο Μπέριο. Ηταν ένας μουσικός που θαύμαζε και μάλιστα τον παρακάλεσε προκειμένου να τον δεχτεί κοντά του.

Το πιο σπουδαίο που έμαθε κοντά του; Πως δε χρειαζόταν να ακολουθεί τους κανόνες ως τυφλοσούρτη, ούτε να συνθέτει πολύπλοκη μουσική. Ο Ρίχτερ επανεκτίμησε την απλότητα. Αλλά θα περνούσε καιρός μέχρι να την εκτιμήσουν μέσω της μουσικής του και οι άλλοι.
Επιστρέφοντας στη Μεγάλη Βρετανία ξεκίνησε να δουλεύει ως πιανίστας στο σχήμα Piano Circus, για να εξασφαλίζει τα προς το ζην. Στην πραγματικότητα για πολλά χρόνια έζησε χωρίς καμία ασφάλεια, χωρίς χρήματα, χωρίς να γνωρίζει πώς θα βγάλει το μήνα.
Το 2002 κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ με τίτλο «Memoryhouse». Ήταν ένας δίσκος μπολιασμένος με συναίσθημα και προσωπικές αναμνήσεις αλλά και με πολιτικές αναφορές στον πόλεμο του Κοσόβου. Μπορεί δυο δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του να θεωρείται ένα παραπάνω από αξιόλογο ξεκίνημα, όμως, όπως χαρακτηριστικά έχει πει ο Ρίχτερ, την εποχή που κυκλοφόρησε σχεδόν δεν το πήρε κανείς είδηση.
Η καθοριστική στιγμή
Επανήλθε το 2004 με το «The Blue Notebooks». Ή αλλιώς αυτό που σήμερα θεωρείται, αν όχι το πιο εμβληματικό, σίγουρα το πιο αναγνωρίσιμο έργο του. Ο ίδιος αισθανόταν ικανοποιημένος όσο ποτέ με αυτό που είχε γράψει, όμως με τίποτα δε θα μπορούσε να φανταστεί πως το άλμπουμ που χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς του Guardian ως ένα από τα κορυφαία του αιώνα θα γινόταν το άρμα για τη μετεωρική άνοδό του.
Ο Ρίχτερ είχε μάθει να ζει στην αφάνεια, να συνομιλεί καθημερινά με την απογοήτευση και να τα βγάζει πέρα με δυσκολία – είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και το δαχτυλίδι του γάμου του το 2003 με την εικαστικό Γιούλια Μαρ, κόστιζε μόλις μία βρετανική λίρα. Δεν υπήρχαν λεφτά για παραπάνω.
Η ζωή του άλλαξε εν μία νυκτί. Και οι μουσικές από το «The Blue Notebooks» έγιναν (και παραμένουν) όχι μόνο αγαπητές αλλά και περιζήτητες. Οι σκηνοθέτες βρήκαν στη μουσική του Ρίχτερ την ιδανική επένδυση για τα φιλμ και τις σειρές τους. Ενδεικτικά έχουν χρησιμοποιηθεί από τον Σκορσέζε στο «Shutter Island», από τον Ντανί Βιλνέβ για το «Arrival» ενώ ο Ρίχτερ μέσω της μουσικής του έκανε την εμφάνισή του και στο «The Last of Us» του HBO.
Παράλληλα με το συνθετικό έργο του ο Ρίχτερ ξεκίνησε να γράφει και για τον κινηματογράφο. Το 2007 δημιούργησε το soundtrack για την ταινία «Βαλς με τον Μπασίρ» κι έκτοτε παραμένει ενεργός και σχεδόν πάντα πρόθυμος να βγει από τη μοναξιά του και να δημιουργεί μουσική για σειρές και ταινίες, όπως για το «Η υπέροχη φίλη μου», το «Handmaid’s Tale», το «Black Mirror», το «The Leftovers», κλπ.
Berghain, Βιβάλντι & Eurovision
Κι όλα αυτά χωρίς να εμπορευματοποιεί (ναι, να ξεπουλά) την τέχνη του, την οποία επιμένει να υπηρετεί μακριά από στεγανά, προκαταλήψεις και περιορισμούς. Παρεμπιπτόντως ο Γερμανός συνθέτης, που ανάμεσα στα πολλά εικονοκλαστικά που έχει πράξει ήταν και η ολονύχτια συναυλία του το 2016 στο περίφημο κλαμπ Berghain του Βερολίνου – με πρώτη ύλη το «Sleep», θεωρεί ότι η λεγόμενη νεο-κλασική μουσική γίνεται συχνά ένας χώρος ασφυκτικός που θυσιάζει τη δημιουργικότητα και την έμπνευση στο βωμό των κανόνων.
Ο ίδιος πάντως δε δίστασε το 2012 να «πειράξει» ένα ιερό και όσιο της κλασικής μουσικής, τις «Τέσσερις Εποχές» του Βιβάλντι, όπως δεν έχει και κανέναν ενδοιασμό να δηλώνει ορκισμένος θιασώτης της Eurovision.

Ο Ρίχτερ εξακολουθεί να δημιουργεί μουσική με συναίσθημα, καθαρότητα και τόλμη. Επιμένει να εξερευνά και να πειραματίζεται, όπως έκανε από τη νεότητά του. Μόνο που πλέον κάθε του ιδέα καταλήγει σε απειράριθμους αποδέκτες.
Ενα ησυχαστήριο στην Οξφόρδη
Ναι, ο Γερμανός συνθέτης μοιάζει να ζει σε μια δικιά του φούσκα, στην οποία μας παραχωρεί το προνόμιο να γινόμαστε ωτακουστές. Για να το κάνει μάλλον ακόμα πιο σαφές, τα τελευταία χρόνια δημιούργησε μαζί με την σύζυγό του το στούντιο Richter-Mahr στην Οξφόρδη.
Είναι ο τόπος όπου ζουν, δημιουργούν αλλά και υποδέχονται άλλους καλλιτέχνες που κάνουν εκεί τα residencies τους. Το σχεδίαζαν για περισσότερα από 20 χρόνια και πλέον το ζουν με τρία τους παιδιά, τους δύο σκύλους και τη γάτα τους, ονόματι Kiki, βαφτισμένη από το φιλμ «Kiki’s Delivery Service» του Studio Ghibli.
Εκεί πιθανότατα ο Ρίχτερ θα προσκαλούσε τους τρεις αγαπημένους του συνθέτες, τον Σούμπερτ, τον Μάλερ και τον Στραβίνσκι. Όχι απαραίτητα για να μιλήσουν για την τέχνη τους. Αλλά για την ζωή, την ακατέργαστη πρώτη ύλη που στο μυαλό του Ρίχτερ γίνεται μουσική που αφορά και συγκινεί.