Ρωσία και Ουκρανία έχουν εμπλακεί σε ένα παιχνίδι «γάτας και ποντικιού» για να επιτευχθεί μια συμφωνία ειρήνευσης ή εκεχειρίας, υπό τις αφόρητες πιέσεις προς αυτήν την κατεύθυνση από την πλευρά του Ντόναλντ Τραμπ και των Ευρωπαίων.
Ο διπλωματικός «ανταγωνισμός» μεταξύ των δύο εμπόλεμων χωρών για το ποια από τις δύο θα έχει την πρωτοβουλία στις διαπραγματεύσεις όταν αυτές επαναληφθούν και για τους όρους με τους οποίους αυτές θα γίνουν (αν γίνουν) είναι ουσιαστικά μια πλήρης αντανάκλαση της κατάστασης στο πεδίο, αλλά και η συνέχεια της προπαγάνδας που ασκούν και οι δύο πλευρές για το πως εξελίσσεται η σύγκρουση.
Το ρωσικό «άνοιγμα» και η στρατηγική
Η Ρωσία στην προσπάθεια της να διατηρήσει το πάνω χέρι -που ούτως ή άλλως έχει εξαιτίας της δυναμικής στο πεδίο, αλλά και σε επίπεδο πολιτικής και οικονομικής επιρροής- στις επόμενες διαπραγματεύσεις έδειξε η ίδια καλή θέληση και πρότεινε την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής τους. Με αυτό τον τρόπο, η ρωσική πλευρά δημιουργεί τον «χώρο» ώστε στις 2 Ιουνίου στην Κωνσταντινούπολη να καταθέσει πίσω από κλειστές πόρτες όλα τα αιτήματα της ενώπιον της διαπραγματευτικής ομάδας της ουκρανικής πλευράς.
Η ρωσική διαπραγματευτική στρατηγική που έχει σαν στόχο η όποια συζήτηση να γίνει υπό τον πλήρη έλεγχο της Μόσχας, συμπληρώνεται από δηλώσεις για ένα Μνημόνιο Συνεννόησης (MoU) που θα καταθέσει στο τραπέζι, αλλά και από τον αυστηρό όρο πως οι συνομιλίες θα είναι απευθείας με τους ουκρανούς διαπραγματευτές και πως δεν θα υπάρχει καμία ανάμιξη από άλλες χώρες ή δυνάμεις.
Τα παραπάνω γίνονται πιο ξεκάθαρα αν κανείς δει και τις σχετικές δηλώσεις του Ρώσου ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ σχετικά με τη ρωσική πρόταση: «Η αντιπροσωπεία μας, με επικεφαλής τον Βλαντίμιρ Μεντίνσκι, είναι έτοιμη να παρουσιάσει ένα μνημόνιο στην ουκρανική αντιπροσωπεία και να παράσχει τις απαραίτητες εξηγήσεις κατά τη διάρκεια ενός δεύτερου γύρου άμεσων συνομιλιών στην Κωνσταντινούπολη τη Δευτέρα 2 Ιουνίου. Το μνημόνιο θα εκθέτει τις απόψεις της Ρωσίας σχετικά με όλα τα θέματα για μια αξιόπιστη υπέρβαση των βαθύτερων αιτιών της κρίσης».
Τόσο οι δηλώσεις Λαβρόφ, όσο και ο τρόπος με τον οποίο κινείται η ρωσική πλευρά στο θέμα των διαπραγματεύσεων, καταδεικνύουν ότι ουσιαστικά η Ρωσία θεωρεί το ουκρανικό ζήτημα ως ένα μέρος μιας ευρύτερης σύγκρουσης με την Δύση. Αυτό γίνεται κατανοητό από την αναφορά στα «βαθύτερα αίτια της κρίσης» στις τελευταίες δηλώσεις Λαβρόφ, αλλά και απο πληθώρα τοποθετήσεων τα τελευταία χρόνια από τη ρωσική ηγεσία συνολικά, που ανοιχτά έχουν σαν στόχο να επιβάλλουν την οπτική της Μόσχας και τα αφηγήματα της σχετικά με την επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, τον «ζωτικό χώρο» της Ρωσίας και πάει λέγοντας.
Η στάση της Ρωσίας να πάρει η ίδια την πρωτοβουλία για να κάνει μια συγκεκριμένη πρόταση για τις διαπραγματεύσεις, έχει και μια άλλη προέκταση όμως. Εναποθέτει το βάρος της επιβεβαίωσης της πραγματοποίησης τους, στην πλευρά της Ουκρανίας. Η Μόσχα όλη μέρα χθες και σήμερα εμφανιζόταν να πιέζει το Κίεβο να απαντήσει εάν δέχεται ή όχι την πρόταση της για την διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων στην Κωνσταντινούπολη στις 2 Ιουνίου.
Η ουκρανική «άμυνα»
Στην πίεση αυτή η ουκρανική πλευρά, απάντησε υποστηρίζοντας πως θα πρέπει η Ρωσία να δημοσιοποιήσει πρώτα τους όρους που θα παρουσιάσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και περιλαμβάνονται στο MoU που έχει συντάξει και προωθεί. Η απάντηση αυτή μόνο τυχαία δεν είναι, αφού το Κίεβο, γνωρίζει ότι οι όροι που θα θέσει η κυβέρνηση Πούτιν στο τραπέζι θα είναι πάνω κάτω οι πάγιες απαιτήσεις της, που δεν μπορούν να γίνουν δεκτές από την κυβέρνηση Ζελένσκι. Επιπλέον η ουκρανική στάση στοχεύει στο να αποδείξει ότι η Ρωσία δεν είναι μια αξιόπιστη συνομιλήτρια, αφού αποκαλύπτει πως στόχος της είναι να «φοβερίσει» την ουκρανική πλευρά πίσω από κλειστές πόρτες υπό την απειλή φυσικά μιας κατάρρευσης των συνομιλιών και την επιστροφή στην οδό της πολεμικής αντιπαράθεσης σαν μόνης λύσης στο ζήτημα.
Στην παρούσα φάση, το προηγούμενο που υπάρχει είναι οι διαπραγματεύσεις που πραγματοποιήθηκαν στις 16 Μαΐου, οι οποίες έγιναν ουσιαστικά με την σύνθεση που ήθελε η Μόσχα, χωρίς δηλαδή ένα τετ α τετ Πούτιν- Ζελένσκι, αλλά μέσω διαπραγματευτών. Από αυτές δεν προέκυψε καμία ουσιαστική διευθέτηση της σύγκρουσης πέραν της ανταλλαγής κρατουμένων.
Ο Τραμπ διαιτητής
Σε αυτό το πλαίσιο το οποίο περιγράφει το παιχνίδι της γάτας και του ποντικιού που παίζουν οι δύο πλευρές μεταξύ τους, έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον να προστεθεί και η διάσταση του χρόνου. Ο Ντόναλντ Τραμπ και η αμερικανική διπλωματία έχουν εδώ και καιρό χάσει την υπομονή τους, τόσο με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, όσο και με τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Και αυτό έχει συμβεί γιατί καμία από τις δύο πλευρές δεν ήταν διατεθειμένη για διαφορετικούς λόγους για μια συμφωνία μέσα στις πρώτες 100 μέρες της προεδρίας Τραμπ.
Τον τελευταίο μήνα, η αμερικανική πλευρά και ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ παρότι συνεχίζει να «εξαίρει» τον Βλαντίμιρ Πούτιν και μιλάει θετικά για την Ρωσία σαν μεγάλη δύναμη, έχει προχωρήσει σε επιθέσεις εναντίον της κωλυσιεργίας που παρατηρείται στις προσπάθειες διπλωματικής επίλυσης της κρίσης, και ανά διαστήματα -όπως επί παραδείγματι χθες- διατυπώνει τελεσίγραφα, πέραν των οποίων η υπομονή των ΗΠΑ με την Ρωσία τελειώνει. Στις τελευταίες του σχετικές δηλώσεις ο πρόεδρος των ΗΠΑ ανέφερε πως ο Πούτιν έχει μια με δύο εβδομάδες για να αποδείξει ότι όντως ειρήνη στην Ουκρανία, αλλά απέφυγε να πει συγκεκριμένα τι θα κάνουν οι ΗΠΑ σε περίπτωση που αυτός ο χρονικός περιορισμός ξεπεραστεί.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που τονίζουν ότι τόσο η Ρωσία, όσο και η Ουκρανία, θεωρούν ότι έχουν συμφέρον να μην υπάρξει καμία συμφωνία εκεχειρίας ή ειρήνης μεταξύ τους. Η μεν Ρωσία είναι ξεκάθαρο πλέον ότι όσο συνεχίζεται η σύγκρουση θα καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της Ουκρανίας, αφού η ουκρανική άμυνα εδώ και καιρό αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα (και εξαιτίας της πολιτικής του νέου Αμερικανού προέδρου), η μεν Ουκρανία γιατί όσο συνεχίζεται ο πόλεμος και η Ρωσία δεν κάνει πίσω, ευελπιστεί ότι θα εμπλακούν περισσότερο σε αυτόν πιο άμεσα μεγαλύτερες χώρες για να την υπερασπιστούν.