Σαν σήμερα, στις 3 Μαΐου 1887, γεννήθηκε η Μαρίκα Κοτοπούλη – μια από τις σημαντικότερες μορφές του νεοελληνικού θεάτρου. Η πορεία της υπήρξε μακρά και πολυτάραχη: φτώχεια, δόξες, πάθη, πολιτικοί διχασμοί και ιστορικές καμπές συνυφαίνονται με τη ζωή της.
Σχεδόν μισό αιώνα μετά τον θάνατό της, το έργο και η προσωπικότητά της εξακολουθούν να εμπνέουν μελετητές και ανθρώπους του θεάτρου.
Στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» της 17ης Απριλίου 1996, ο Γιώργος Δ. Σαρηγιάννης παρουσιάζει ένα χρονικό αφιερωμένο στη ζωή της, γραμμένο από τον Φρίξο Ηλιάδη, έναν άνθρωπο που τη γνώρισε από κοντά και αφιέρωσε δεκαετίες για να συγκροτήσει τη βιογραφία της:
«“Ένα μικρό, ξανθό κοριτσάκι, καταπληκτικά άσχημο, ατημέλητο ντύσιμό του, γεμάτο σπυριά στο πρόσωπο, έπαιζε με τ’ αγόρια της γειτονιάς. Σωστό αγρίμι, με δυο ξανθά, χρυσά κοτσίδια και τα γόνατα ματωμένα από πεσίματα, με την αρρενωπή φωνή, να βολοδέρνει στη γειτονιά, μασώντας ένα κομμάτι μαστίχα”.
»Το ξανθό κοριτσάκι, που περιέγραφαν οι παλιοί Μεταξουργιώτες, εκεί στο τέλος του περασμένου αιώνα, είχε ένα όνομα που πολύ σύντομα επρόκειτο να το δοξάσει: Μαρίκα Κοτοπούλη.
Γεννήθηκε στην σκηνή
»Κόρη δύο θεατρίνων της εποχής, του Δημητρού και της Ελένης Κοτοπούλη, η Μαρίκα είχε γεννηθεί σχεδόν πάνω στη σκηνή – οι πόνοι είχαν πιάσει τη μάνα της πάνω στο σανίδι, ενώ έπαιζε στο ιταλικό κωμειδύλλιο “Οι μυλωνάδες” και η παράσταση είχε διακοπεί.
»Είχε “ντεμπουτάρει” στο θέατρο σαράντα ημερών με… βουβό ρόλο, όταν είχαν χρειαστεί ένα μωρό στον “Αμαξηλάτη των Άλπεων” που έπαιζαν οι γονείς της, πέντε χρόνων είχε παίξει τον πρώτο “μεγάλο” της ρόλο, το 1894, επτά χρόνων, είχε τραγουδήσει “Η κυρά μας η δασκάλα, που ‘ναι άγρια και κακή, είπε στα παιδιά τα άλλα πως δεν είμαι παστρική” στο “Λίγο απ’ όλα” του Μίκιου Λάμπρου, την πρώτη επιθεώρηση της ελληνικής θεατρικής ιστορίας, δέκα χρόνων είχε παίξει ρόλο ντάμας στα “Μαλλιά κουβάρια” του Λάσκαρη και ένδεκα τη γριά καρατερίστα κυρα Γιάνναινα στον “Αγαπητικό της βοσκοπούλας”!
Η γοητευτική δασκάλα του θεάτρου
»Η αυγή του 20ού αιώνα θα βρει τη Μαρίκα Κοτοπούλη πρωταγωνίστρια και δεν θα αργήσει ο καιρός που θα αναδειχθεί σε μία από τις δύο μαζί με την Κυβέλη – κορυφαίες του θεάτρου μας, το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
(…)
»“Η Κοτοπούλη”, τονίζει ο κ. Γεωργουσόπουλος, “υπήρξε ένας ακρογωνιαίος λίθος στην ιστορία του θεάτρου στον αιώνα μας. Δεν ήταν μόνο η μεγάλη ηθοποιός που κατόρθωσε να αφομοιώσει όλα τα στυλ και να παίξει με άνεση κωμειδύλλιο, φάρσα, δράμα, τραγωδία και επιθεώρηση δεν ήταν μόνο η δυναμική θιασάρχις που σε μιαν εποχή ανδροκρατίας διηύθυνε θίασο και κατηύθυνε τα καλλιτεχνικά πράγματα του τόπου.

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 18.9.1954, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»
»Δεν ήταν μόνον η γοητευτική γυναίκα με την έντονη προσωπικότητα που σαγηνεύει και μάγευε. Ήταν κυρίως μια πνευματική φυσιογνωμία και είχε συνείδηση της αξίας της και της ευθύνης της. Ήταν η μεγάλη δασκάλα του θεάτρου που σημάδεψε όλους όσους την πλησίασαν».
Το χειροφίλημα από τον Βενιζέλο
Η ζωή και η καριέρα της Κοτοπούλη διασταυρώθηκαν με ταραγμένες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, και η ίδια δεν δίστασε να ταυτιστεί ανοιχτά με πολιτικές θέσεις, ακόμα κι αν αυτό την έφερνε απέναντι σε ισχυρές προσωπικότητες της εποχής της.
Κι όμως, όπως αποκαλύπτει ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο από την πρεμιέρα της «Ελεύθερης Σκηνής», του θεατρικού σχήματος που ίδρυσε η Μαρίκα Κοτοπούλη μαζί με τον Σπύρο Μελά και τον Μήτσο Μυράτ το 1929, ακόμα και οι πιο απρόβλεπτες συναντήσεις —όπως εκείνη με τον Ελευθέριο Βενιζέλο— έβρισκαν κοινό έδαφος στην τέχνη και το χιούμορ:
«Στην πρεμιέρα του “Ντυμπούκ”, και μισή ώρα πριν αρχίσει η παράσταση, ο Ελευθέριος Βενιζέλος πήγε, όπως είδαμε, στο καμαρίνι της Μαρίκας – και το ρεπορτάζ της εποχής μας πληροφορεί:
»“Μεγάλο γεγονός αυτό. Ο Βενιζέλος στο Θέατρο Κοτοπούλη! Ο Βενιζέλος σε παράσταση της πιο ‘φανατικής αντιβενιζελικής’ ηθοποιού της Ελλάδος!
»Παρ’ όλα ταύτα, ο Βενιζέλος συμπαθούσε πολύ την Μαρίκα Κοτοπούλη ως καλλιτέχνιδα, αδιαφορώντας για τα πολιτικά της φρονήματα. Ξεκίνησε λοιπόν να πάει να δει τη Μαρίκα στο “Ντυμπούκ” και πήγε μάλιστα και μισή ώρα προ της παραστάσεως και ανέβηκε κατευθείαν στο καμαρίνι της.
»Η Κοτοπούλη, τον δέχτηκε με κάποια στενοχώρια βέβαια και με αρκετή αμηχανία μα με μεγάλη ευγένεια. Άρχισε λοιπόν η κουβέντα Βενιζέλου και Μαρίκας γύρω από καλλιτεχνικά θέματα και συζητούσαν με μεγάλη εγκαρδιότητα. Η Μαρίκα είχε καταγοητευτεί με τον πρόεδρο και ο πρόεδρος με την Μαρίκα.
»Ώσπου για μια στιγμή, επάνω στον ενθουσιασμό της η Μαρίκα πετάγεται όρθια, αφήνει σύξυλο τον πρόεδρο και ανοίγοντας την πόρτα του καμαρινιού της άρχισε να φωνάζει έξαλλη, απευθυνόμενη στον Μήτσο Μυράτ που ντυνόταν στο διπλανό καμαρίνι:
– Βοήθεια… Σώστε με! Μήτσο, τρέχα να με γλιτώσεις. Πέντε λεπτά ακόμη αν μείνει ο πρόεδρος στο καμαρίνι μου θα γίνω… βενιζελική χωρίς να το καταλάβω!.. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σκασμένος στα γέλια, μόλις τ’ άκουσε, σηκώθηκε βιαστικά και φιλώντας το χέρι της Μαρίκας έσπευσε να απομακρυνθεί από το καμαρίνι της, λέγοντάς της:
– Φεύγω για να γλιτώσετε από εκείνο που φοβάσθε! Καληνύχτα. Πηγαίνω να σας χειροκροτήσω στην πλατεία!…”».
Η σύγκριση με τον Βενιζέλο
Η σκηνή με τον Βενιζέλο, όσο ελαφριά κι αν μοιάζει, αποκρυσταλλώνει κάτι ουσιώδες: τη γοητεία που ασκούσε η Κοτοπούλη ακόμη και σε εκείνους που στέκονταν απέναντί της πολιτικά. Ήταν από τις σπάνιες μορφές που, όπως κι ο Βενιζέλος, δεν μπορούσαν ποτέ να αποσπαστούν εντελώς από τον χώρο τους — εκείνος από την πολιτική, εκείνη από το θέατρο.
Χαρακτηριστική είναι η σύγκριση των δύο προσωπικοτήτων, όπως τη διατυπώνει ο Π. Παλαιολόγος σε ένα πορτρέτο της Μαρίκας Κοτοπούλη στο «ΒΗΜΑ» της 28ης Σεπτεμβρίου 1950, αναδεικνύοντας τη βαθιά, σχεδόν οργανική σχέση της με τη σκηνή:
»Τομηρή είναι η σύγκριση, αλλά θυμίζει Βενιζέλο. Έτσι κι εκείνος. Είχε τραβηχτή από την πολιτική. Ίσως να ήταν και ειλικρινής όταν τόλεγε. Ως τη στιγμή όμως του θανάτου του, η πολιτική δεν τραβιόταν απ’ αυτόν. Έξω από την πολιτική, ήταν εν τούτοις το έντρο της πολιτικής. Είτε απέχει, είτε δεν απέχει απ’ αυτό, γύρω στη Μαρίκα στρέφεται το νεοελληνικό θέατρο.
»Αλλά οι μεγάλοι δεν έχουν τύχη στον τόπο μας. (…) Στα χρόνια αυτά, ίσως να πέρασαν καλλιτέχνες ισάξιοι μ’ αυτήν. Ασφαλώς θα περάσουν στο μέλλον καλλίτεροι απ’ αυτήν.
»Μαρίκα όμως σα σύνολο ανησυχιών, αγώνων, εξάρσεων, χαρισμάτων, ελαττωμάτων, κακιών, αρετών, δονήσεων, εκρήξεων, δεν έχει φανή ακόμα. Και αμφιβάλλω αν θα ξαναφανή.
»Γιατί η Μαρίκα δεν είναι μόνο η Μαρίκα της σκηνής. Είναι και η Μαρίνα της ζωής. Θέλουν να πουν μάλιστα – απεριόριστες, Μαρίκα, οι κακίες των ανθρώπων – ότι παίζει όταν ζη και ζη όταν παίζη. Στη σκηνή της ζωής, ίσως κάποτε και να παριστάνη. Στη σκηνή του θεάτρου δίνεται. Ανάλωση κορμιού και ψυχής.
Τα δάκρυα στο συνοικιακό θεατράκι
»Δεν ξεχνώ – παλιές ιστορίες – μια παράσταση της σε συνοικιακό θεατράκι. Συνοικία, καλοκαίρι, μωρά, νοικοκυρές, νοικοκυραίοι, γκαζόζες… Καταλαβαίνετε. Παράσταση του ποδαριού. Απ’ αυτές που πηγαίνετε… για πλάκα. Τη “Μαμά Κολιμπρί” έπαιζε η Μαρίκα. Κάποια στιγμή από την πλατεία που παρακολουθώ την παράσταση, μου φαίνεται η Μαρίκα δακρυσμένη. Θεατρίνα που σου είναι! λέω μέσα μου και γελώ στη σκέψη ότι κανένα υγρό που θάρριξε στα μάτια, έδινε την εντύπωση των δακρύων. Στο διάλειμμα ανεβαίνω στη σκηνή. Κλαμμένη η Μαρίκα.
– Μα σοβαρά;
Σοβαρά. Της περίσσεψαν δάκρυα – δάκρυα αληθινά – για μια απίθανη συνοικία και για ένα έργο που θα το είχε επαναλάβει πενήντα φορές ως τότε.

«ΤΑ ΝΕΑ», 17.4.1996, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»
»Ζη η Μαρίκα στο θέατρο, δεν παίζη. Ζη όπου κι’ αν βρεθή και με όλα τα έργα. Ζη την κυρά-νταντά των Παναθηναίων, το χαμίνι του Δεληκατερίνη, την Ηλέκτρα του Χόφμανσταλ. Την ίδια δε μέρα. Την έτυχα σε τουρνέ. Δυό απογευματινές, παρακαλώ, και εσπερινή. Επιθεώρηση στην πρώτη απογευματινή. Η “Άγνωστη” στη δεύτερη παράσταση. Ηλέκτρα το βράδυ. Και ήσαν σε όλα η ενσάρκωση των ρόλων της.
Ήταν η Μαρίκα
»Καλλιτέχνις αλλά και η γυναίκα που αγκαλιάζει απ’ όλες τις πλευρές τη ζωή. Η πανέξυπνη. Το αθηναϊκό πνεύμα με τη φινέτσα με τη μαγεία, με την κακία, με τη βωμολοχία συχνότατα. Δεν μπορείτε να πήτε: “Τι καλή που είναι η Μαρίκα!” Δεν μπορείτε να πήτε: “Τι κακιά που είναι η Μαρίκα!” Καλή, κακή, μεγάλη, μικρή, απόσταγμα των πάντων, είναι η Μαρίκα. Λέτε Μαρίκα και είστε μέσα.
»Πώς να την αποκαλέσετε; ρωτιέται ο συνάδελφος κ. Μανωλικάκης που της πήρε τη συνέντευξη, “Μεγάλη, ασύγκριτη, κορυφαία τραγωδό…”.
“Να με λέτε Μαρίκα Κοτοπούλη, έτσι σκέτα. Όλα τα άλλα είναι υπερβολές”

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 12.9.1954, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»
Η Μαρίκα Κοτοπούλη έφυγε από τη ζωή στις 3 Σεπτεμβρίου 1954, στο εξοχικό της στο Μαρούσι. Ήταν ένα ήσυχο τέλος, μακριά από τη σκηνή, σαν μια αυλαία που πέφτει αθόρυβα. Το ταλέντο της, όμως, το πάθος της για το θέατρο και η ανεξάντλητη ενέργειά της δεν έσβησαν ποτέ.
Σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά, η Μαρίκα εξακολουθεί να ζει, όχι μόνο στις αναμνήσεις, αλλά στον πυρήνα του ελληνικού θεάτρου.

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 18.9.1954, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»






