Χώριζε την ανθρωπότητα σε δύο στρατόπεδα: Στους ηθοποιούς που έπαιζαν και στους θεατές που έβλεπαν. Ανήκε αυτονόητα στους πρώτους και «λυπόταν» τους άλλους, απορώντας πώς κρατιούνται και δεν ανεβαίνουν στη σκηνή «να σερβίρουν επιτέλους ένα λικεράκι».

Η Μαρίκα Κοτοπούλη, όπως έλεγε και η ίδια για τον εαυτό της, ποτέ της δεν σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να γίνει κάτι άλλο εκτός από ηθοποιός. Και εκτός από το σινάφι της που αγαπούσε, ξεχώριζε τους συγγραφείς, τους δημιουργούς, μια διάκριση που είχε μάθει από τον πατέρα της. Με τα χρόνια απέκτησε μια αχόρταγη διάθεση να μάθει γράμματα και να διαβάζει έργα.

Γεννημένη μέσα στο θέατρο, από γονείς ηθοποιούς, που έπαιζαν σε μπουλούκια, πήρε το βάπτισμα λίγους μήνες αφότου ήρθε στη ζωή (1887), σε οικογενειακή περιοδεία. Ηταν περίπου ενός έτους όταν κατάφερε να πει τον πρώτο της… ρόλο, εκστομίζοντας τη φράση «Πάμε στην πεδιάδα να κόψουμε χαμοκέρασα». Στα πέντε της έπαιξε επιθεώρηση και συνέχισε να περιοδεύει εντός και εκτός Ελλάδας με τους γονείς της. Σπίτι της ήταν το θέατρο. Δεν είναι τυχαίο ότι, χρόνια μετά, όταν αρρώστησε η μητέρα της, για να την έχει κοντά της, την πήρε στο καμαρίνι της για να τη φροντίζει. Ποιος θα το έκανε αυτό σήμερα;

Με το ταλέντο της δεν άργησε να ξεχωρίσει, ούτε άργησε να γνωρίσει τις ζήλιες και τις εχθρότητες από τις συναδέλφους της.

Αρχές του 20ού αιώνα έκανε το ντεμπούτο της στο τότε Βασιλικό Θέατρο και οι ρόλοι άρχισαν να διαδέχονται ο ένας τον άλλον. Το 1908 έγινε θιασάρχης και από το 1912 εγκαταστάθηκε στο θέατρο Ομονοίας που το βάφτισε με το όνομά της. Το 1936 μετακόμισε στο Ρεξ της οδού Πανεπιστημίου. Κοντά της στα θεατρικά της ανοίγματα ήταν ο Γιώργος Χέλμης, που τη στήριζε και οικονομικά. Παντρεύτηκαν αλλά ίσως να μην τον αγάπησε ποτέ.

Γυναίκα με έντονη προσωπικότητα και τσαγανό, έξυπνη και ιδιαίτερη μπροστά από την εποχή της, τάραξε πολλές φορές τα νερά του αστικού θεατρικού καθωσπρεπισμού. Πήρε μέρος στην πρώτη παράσταση τραγωδίας στην δημοτική γλώσσα. Ηταν η «Ορέστεια» του Αισχύλου και οι αντιδράσεις από τους υποστηρικτές της καθαρεύουσας οδήγησαν σε αντιπαραθέσεις και επεισόδια. Στην επιθεώρηση «Παναθήναια 1908» ερμήνευσε το πρώτο, ίσως, φεμινιστικό τραγούδι «Εγώ είμαι η νέα γυναίκα» και άφησε εποχή, εκφράζοντας το καινούργιο που ερχόταν.

Η Κοτοπούλη είχε την άνεση και τη διάθεση να περνά από το ένα είδος στο άλλο, χωρίς ταμπέλες και ταμπού, διαγράφοντας τελικά έναν προσωπικό δρόμο. Σε αυτόν τον δρόμο είχε τη γενναιοδωρία να στηρίζει τους νεότερους ηθοποιούς, δίνοντάς τους ευκαιρίες – ο Βασίλης Λογοθετίδης, η Ελλη Λαμπέτη και ο Ντίνος Ηλιόπουλος ανήκουν στους ευεργετηθέντες που τη δικαίωσαν και με το παραπάνω. Από εκείνη άλλωστε ξεκίνησε και το Επαθλο Κοτοπούλη, που αφορούσε νέες ηθοποιούς (με πρώτη νικήτρια τη Λαμπέτη). Εξίσου γενναιόδωρη ήταν και με τους συναδέλφους της. Θαύμαζε την Ελένη Παπαδάκη και όταν εκείνη έπαιξε την Εκάβη, ρόλο που είχε ήδη ερμηνεύσει η  Κοτοπούλη, η τελευταία δήλωσε ότι «τώρα σβήστηκε η δική μου (σ.σ.: Εκάβη). Να γράψετε ότι η Παπαδάκη είναι σπουδαιότερη από μένα. Γιατί αυτό είναι δίκαιο»…

Αλλά και στην προσωπική της ζωή ήταν τολμηρή, δεν έμπαινε σε καλούπια. Ηταν σε περιοδεία όταν γνώρισε τον πολιτικό, διπλωμάτη και διανοούμενο Ιωνα Δραγούμη, γόνο της γνωστής μεγαλοαστικής οικογένειας. Η σχέση τους, που κράτησε πάνω από μία δεκαετία και έληξε με τη δολοφονία του Δραγούμη, είχε προκαλέσει αντιδράσεις στην οικογένεια και στον κοινωνικό του κύκλο. Για εκείνους ήταν πάντα μια… θεατρίνα. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ αλλά μοιράστηκαν έναν μεγάλο έρωτα, όπως πιστοποιούν και οι επιστολές που αντάλλασσαν.

Με την ίδια ελευθερία που έζησε τον έρωτά της για τον Δραγούμη άφησε να κυκλοφορούν και οι φήμες για τις σχέσεις της με γυναίκες. Πίστευε πως «ό,τι μας ευχαριστεί δεν είναι βρώμικο» και ότι «δεν με ενδιαφέρει αν το χέρι που με χαϊδεύει είναι αρσενικό ή θηλυκό, εγώ χάδια θέλω…». Και είχε ένα θάρρος που για την εποχή της (πρώτες δεκαετίες του 1900) θα πρέπει να φάνταζε εξωπραγματικό. Δεν υπάκουε σε καμία «λογοκρισία» και μιλούσε χρησιμοποιώντας λέξεις και εκφράσεις που ενίοτε άγγιζαν το χυδαίο. Είχε όμως αρωγό την αλήθεια της.

Φιλοβασιλική και αντιβενιζελική, είχε φτάσει στο σημείο να διώξει τον Ελευθέριο Βενιζέλο από το καμαρίνι της όταν πήγε να τη συγχαρεί. Ισως γιατί η Μαρίκα Κοτοπούλη αγαπούσε με έναν δικό της τρόπο την πατρίδα της, την Ελλάδα. Πέθανε ξαφνικά, στις 11 Σεπτεμβρίου του 1954 – κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη.

Η Κοτοπούλη της Νένας Μεντή

«Ηξερα ότι η Κοτοπούλη ήταν μια σπουδαία ηθοποιός που την αγαπούσε πολύ ο κόσμος, αλλά ομολογώ ότι δεν είχα ιδέα για την προσωπικότητά της, που ξέφευγε από την ηθοποιό» είπε στο «Βήμα» η Νένα Μεντή που υποδύεται την Κοτοπούλη στη θεατρική παράσταση «Μαρίκα».

«Ηταν μια σταρ, λαϊκή, με την πραγματική έννοια της λέξης. Ηταν ζυμωμένη με τον κόσμο. Ηταν μία από αυτούς.

Σε αντίθεση με τον ρατσισμό που υπάρχει σήμερα στο θέατρο ανάμεσα στο εμπορικό και στο ποιοτικό, η Κοτοπούλη έπαιζε όλα τα είδη που ακουμπούσαν στον κόσμο. Ηθελε να είναι και εμπορικό γιατί θα της έφερνε εισπράξεις. Ηταν επιχειρηματίας. Είχε πάρει τα πράγματα στα χέρια της. Δεν φοβόταν, είχε δύναμη. Αρκεί να σκεφτούμε ότι στις αρχές του 20ού αιώνα μια γυναίκα έκανε θεατρική επιχείρηση. Απίστευτο δεν ακούγεται;

Αυτό που τη χαρακτήριζε ήταν η αγάπη που είχε για τους νέους: Τους ανακάλυπτε, τους στήριζε. Σαν να τους είχε γεννήσει. Θεατρομάνα, κυριολεκτικά – ούτε αυτό υπάρχει σήμερα. Είμαι στο θέατρο 54 χρόνια, έχω συνεργαστεί και με τους παλαιότερους, αλλά αυτό που είχε η Μαρίκα με τους νέους δεν το συνάντησα ποτέ. Περισσότερο ανταγωνισμό και ζήλια έχω δει, παρά στήριξη.

Εχω εκτίμηση και θαυμασμό στην ελευθερία της. Ηταν τολμηρή, χωρίς λογοκρισία στο στόμα της και στις ερωτικές της επιλογές. Εκανε ό,τι ήθελε. Είχε μια βαθιά αγάπη για το θέατρο.

Φιλοβασιλική; Εκείνη πίστευε ότι ήταν πατριώτισσα. Εκτιμώ την αφοσίωση και την πίστη στα πιστεύω της. Πίστευε ότι ο βασιλιάς και ο Μεταξάς ήταν πατριώτες, ότι αγαπούσαν τον κόσμο. Αυτό. Από την άλλη έδινε λεφτά για να φάνε άνθρωποι που δεν είχαν, τηλεφωνούσε στους υπουργούς για να βγάλει αριστερούς από τη Μακρόνησο. Τώρα, γιατί μια τόσο κωλοπετσωμένη γυναίκα, μια γυναίκα της πιάτσας ήταν φιλοβασιλική, δεν έχω απάντηση.

Ξεχωρίζω την αλήθεια και την αυθεντικότητά της. Δεν έκρυβε τίποτα, ούτε τη μορφίνη ούτε τις σχέσεις της με γυναίκες. Κι αυτή την αλήθεια είχε και στην τέχνη της. Πάθος και αλήθεια. Ανεξέλεγκτη στον τρόπο έκφρασής της, χωρίς ταμπού, χωρίς φραγμούς, κι αυτό είναι κάτι που μοιράζομαι, γιατί έτσι έμαθα από τον πατέρα μου.

Ηθελε να τη φωνάζουν Κυρία Μαρίκα. Ηταν η Κυρία Μαρίκα για όλους».

«Μαρίκα», σε κείμενο και σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια. Στο θέατρο Χώρα. Με τη Νένα Μεντή και τους Γιώργο Δεπάστα, Νεφέλη Κουρή, Δημήτρη Σαμόλη, Μάκη Πατέλη, Χριστιάνα Τουντασάκη κ.ά.