Έδωσε πνοή στον άκρως κινηματογραφικό μονόλογο του Αργύρη Ξάφη στο «Πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος» του Καταλανού Ζοζέπ Μαρία Μιρό, μία από τις πιο επιτυχημένες παραστάσεις του τελευταίου χρόνου στην αθηναϊκή σκηνή. Η Ζωή Ξανθοπούλου, άνθρωπος των τεχνών και των συνεργειών στο θέατρο και στο σινεμά τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ελίσσεται ανάμεσα στη σκηνοθεσία και την υποκριτική με γνώμονα τη δημιουργία. Αυτή την περίοδο πρωταγωνιστεί στην παράσταση «MONDUS VIVENDI ή Πώς να ζήσουμε;» του Αντώνη Διαμαντή που θα παρουσιαστεί στην Αθήνα και στο θέατρο Ρεκτιφιέ ενώ συνεχίζει την διεθνή της περιοδεία.
Το έργο, βασισμένο κατά κύριο στις «Τρεις αδελφές» του Άντον Τσέχωφ, εμπεριέχει κείμενα – ποιήματα της Μαρίνας Σβετάεβα, αποσπάσματα από το «Δεύτερο φύλο» της Σιμόν Ντε Μποβουάρ, κείμενα από τον Κόμη του Ντε Λωτρεαμόν αλλά και αναφορές από το Κοράνι – με τα οποία συνομιλεί. Η παράσταση είναι αφιερωμένη στην Καλλιρόη Παρρέν, την πρώτη γυναίκα φεμινίστρια της Κρήτης.
Με την ιδιότητα της ηθοποιού αυτή τη φορά, η Ζωή Ξανθοπούλου λέει στο ΒΗΜΑ για τον υπαρξιακό μαραθώνιο που καλούμαστε να διατρέξουμε ο καθένας ξεχωριστά, τις ηρωίδες που μας κάνουν «να παραμένουμε αλέρτ για τους δικούς μας αγώνες», αλλά και για την συγκίνηση μιας παράστασης που μετακινείται από πόλη σε πόλη.
Αυτή την περίοδο συνεργάζεστε με την θεατρική ομάδα ΟΜΜΑ ΣΤΟΥΝΤΙΟ στο «MONDUS VIVENDI ή Πώς να ζήσουμε». Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
Με τον Αντώνη και την Ειρήνη από παλιά παρακολουθούμε ο ένας τις δουλειές του άλλου. Πριν πολλά χρόνια, είχαμε συνεργαστεί με τον Αντώνη στη δραματουργία της παράστασής του «Οι γίγαντες του βουνού». Από τότε, δε βρέθηκε ξανά το πλαίσιο μιας συνεργασίας. Όταν μου πρότεινε ο Αντώνης τη συμμετοχή μου σε αυτή την περιοδεία χάρηκα γιατί επιτέλους μετά από τόσα χρόνια βρεθήκαμε και δημιουργικά παρέα.

Η Ζωή Ξανθοπούλου στο «MONDUS VIVENDI ή Πώς να ζήσουμε;»
Η παράσταση εξερευνά υπαρξιακά ερωτήματα μέσα από τη συνάντηση τριών γυναικών επί σκηνής, με σημείο αναφοράς το έργο «Οι τρεις αδελφές» του Τσέχωφ. Ποια είναι τα βασικά υπαρξιακά ζητήματα που πραγματεύεται και ποιος είναι ο ρόλος σας επί σκηνής, καθώς και η προσωπική σας οπτική στον χαρακτήρα που υποδύεστε;
Το πιο βασικό ερώτημα της παράστασης είναι μια φράση που λέει και η ηρωίδα μου, το «γιατί ζούμε». Και φυσικά το «πώς». Οι ηρωίδες του έργου έχουν την ανάγκη να βρούνε το νόημα που κινεί την ύπαρξή τους για να μπορέσουν να συνεχίσουν τη ζωή τους. Εγώ είμαι η Μάσα, που θρηνεί κι αμφισβητεί παράλληλα, που χαίρεται κι απελπίζεται την ίδια στιγμή.
«Αν έχω κάποιον να με αγαπήσει και να με αποδεχτεί όπως είμαι σε αυτήν την πόλη θα πρέπει να συνεχίσω να ταξιδεύω».
Πώς συνδέεται το έργο του Τσέχωφ με τα σύγχρονα ζητήματα που παρουσιάζονται και ποια είναι η σκηνοθετική προσέγγιση του Αντώνη Διαμαντή;
Τον Αντώνη τον ενδιαφέρει κυρίως η θέση της γυναίκας μέσα στο κοινωνικοπολιτικό μας πλαίσιο και διερευνά αυτό το κομμάτι μέσα στο πέρασμα των χρόνων. Σκηνοθετικά χρησιμοποιεί προσεγγίσεις που βασικά ακουμπούν σε μεθόδους του Γκροτόφσκι και του Μπάρμπα. Στην παράσταση βεβαίως τα θέματα που θίγονται είναι παναθρώπινα και πέρα από τις έμφυλες ταυτότητες. Πιστεύω ότι ο Αντώνης Διαμαντής φτιάχνει έναν κόσμο όπου μπορούν οι ηρωίδες, ως άλλες τρεις αδελφές του Τσέχωφ, απερίσπαστες από την καθημερινότητά τους, να αναρωτηθούν για την ύπαρξή τους και τον δρόμο τους.
Κείμενα των Μαρίνα Σβετάεβα, Σιμόν Ντε Μποβουάρ και Κόμη του Ντε Λωτρεαμόν, καθώς και αναφορές από το Κοράνι συνομιλούν με το τσεχοφικό έργο στην παράσταση. Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο κείμενο/ σημείο που σας συγκινεί ιδιαίτερα σε προσωπικό επίπεδο;
Είναι μια φράση που λέει η ηρωίδα μου προς το τέλος της παράστασης και είναι του Μπουκάι. Λέει: «Αν έχω κάποιον να με αγαπήσει και να με αποδεχτεί όπως είμαι σε αυτήν την πόλη θα πρέπει να συνεχίσω να ταξιδεύω». Με συγκινεί γιατί αποτυπώνει την ίδια τη μετακίνηση της παράστασης από πόλη σε πόλη. Κι επίσης, επειδή μου θυμίζει μια αγαπημένη μου φράση από το «Γυάλινο κόσμο» του Τενεσί Ουίλιαμς που είχα σκηνοθετήσει σε μετάφραση του Δ. Τσεκούρα. Μια φράση του Τομ που λέει: μόνο η κίνηση περιορίζει κάπως το χάος. Δημιουργεί χάος η μη αποδοχή και η έλλειψη αγάπης.
Πώς αισθάνεστε τη δυναμική των γυναικείων χαρακτήρων επί σκηνής;
Είναι βασικό το ότι υπάρχει μια ωραία σχέση, έτσι κι αλλιώς, με την Ειρήνη και τη Γεωργία που παίζουμε μαζί. Είμαστε διαφορετικές προσωπικότητες κι αυτό υπάρχει επί σκηνής, δημιουργώντας τρεις διαφορετικούς κόσμους που συνομιλούν μέσα σ’ ένα υπαρξιακό τοπίο. Με κάποιο τρόπο συμμετέχουμε, συμπάσχουμε, συμπαραστεκόμαστε η μία στην άλλη. Αυτό συχνά γεννά νέα πράγματα στην παράσταση που είναι και αναγκαία και καλοδεχούμενα.

«MONDUS VIVENDI ή Πώς να ζήσουμε;»
Η παράσταση είναι αφιερωμένη στη πρώτη γυναίκα φεμινίστρια της Κρήτης δημοσιογράφο και λογία από το Ρέθυμνο, την Καλλιρόη Παρρέν. Γιατί είναι απαραίτητο σήμερα να τη μνημονεύουμε, κατά τη γνώμη σας; Ποια είναι η σημασία του έργου της στο πλαίσιο των αναζητήσεων του «MONDUS VIVENDI ή Πώς να ζήσουμε»;
Είναι απαραίτητο να μνημονεύουμε κάθε άνθρωπο πρωτοπόρο σε θέματα κοινωνικής βελτίωσης κι εξέλιξης γιατί έτσι παραμένουμε αλέρτ και για τους δικούς μας αγώνες. Ένα τέτοιο πρόσωπο υπήρξε η Καλλιρόη Παρρέν. Οι ίσες ευκαιρίες για τις οποίες αγωνίστηκε, είναι ζητούμενο και των ηρωίδων μας.
Η διεθνής περιοδεία της παράστασης φέρνει το ελληνικό θέατρο σε διάλογο με το ευρωπαϊκό κοινό. Πώς βιώνετε σήμερα αυτή την συνθήκη πάνω στη σκηνή μετά από αρκετά χρόνια εμπειρίας σε παραστάσεις στο εξωτερικό συμπεριλαμβανομένου των υποχρεώσεών σας ως σκηνοθέτρια; Ποια είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή για την/τον ηθοποιό όταν παίζει μπροστά σε κοινό διαφορετικού πολιτισμικού υπόβαθρου από αυτό που έχει συνηθίσει στην εγχώρια σκηνή;
Αυτός ο διάλογος είναι γόνιμος και απαραίτητος. Μέσα από την περιοδεία της παράστασης, αυτό το διαπιστώνω για άλλη μια φορά. Απολαμβάνω την επαφή με το κοινό που δεν είναι μητρική μας η ίδια γλώσσα αλλά δημιουργούμε μια κοινή γλώσσα μέσω του θεάτρου που βασίζεται και διαπραγματεύεται αξιακά συστήματα, κοινές εμπειρίες, ξεχωριστές προσλαμβάνουσες και την επικοινωνία μέσα από τη θεατρική πράξη. Δεν ξέρω αν είναι μια διαφορετική ανταμοιβή, γιατί αυτό που εισπράττει ο ηθοποιός είναι έτσι κι αλλιώς ξεχωριστό όπου κι αν παίξει, σίγουρα όμως έχει ενδιαφέρον γιατί η γέφυρα επικοινωνίας αλλάζει σχήμα κάθε φορά και ταράζει δημιουργικά τη σχέση με το κοινό.
«Το “πώς να ζήσουμε” είναι κάτι που οφείλει ο καθένας μας να το απαντήσει θαρρετά και ειλικρινά για τον εαυτό του κι όχι εφαρμόζοντας κοινωνικές κατασκευές που απαντούν σε αυτό».
Κατά την άποψη σας, έχει σήμερα το θέατρο τη δυνατότητα να στηρίξει τον σύγχρονο άνθρωπο στις υπαρξιακές του κρίσεις και στα πολλαπλά του προβλήματα, όπως δηλώνει ο τίτλος του έργου («Πώς να ζήσουμε»); Να λειτουργήσει ως φορέας έμπνευσης και δημιουργικής πνοής στην δύσκολη καθημερινότητα;
Το θέμα είναι αν ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να στηρίξει το θέατρο, αν μπορεί να σταθεί λίγο και ν’ απολαύσει τη διαδικασία του, το βιωμένο χρόνο που χρειάζεται για να αναπτυχθεί μια παράσταση ώστε να βρει απαντήσεις, λύσεις και νέα μονοπάτια να διαβεί. Το «πώς να ζήσουμε» είναι κάτι που οφείλει ο καθένας μας να το απαντήσει θαρρετά και ειλικρινά για τον εαυτό του κι όχι εφαρμόζοντας κοινωνικές κατασκευές που απαντούν σε αυτό. Ας ζήσει ο καθένας όπως θέλει. Πώς θέλει όμως; Αυτή η διαδρομή είναι -ίσως- μαραθώνιος.
Σκηνοθετήσατε τον Αργύρη Ξάφη στο «Πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος», ένα μονόλογο που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Σε ποια στοιχεία της παράστασης πιστεύετε ότι οφείλεται η ανταπόκριση του κοινού;
Πρόκειται για ένα κείμενο σύγχρονο – του Ζουζέπ Μαρία Μιρό που έχει μεταφράσει η Μαρία Χατζηεμμανουήλ, που δεν «δείχνει» αλλά εμπλέκει, ανοιχτό σε κάθε άνθρωπο, χωρίς να κρίνει. Αυτό από μόνο του δίνει ένα πλαίσιο ευρύ για να μπει μεγάλο κομμάτι του κοινού. Είναι ο Αργύρης Ξάφης που είναι υπέροχος ηθοποιός, μοναδικό σκηνικό όν. Νιώθω ότι έδεσε και η χημεία μας στη δημιουργία του κόσμου μας. Είναι όλο το δημιουργικό team που ήταν κοντά με αγάπη. Τι άλλο; Δεν ξέρω. Είναι και αυτές οι μαγικές στιγμές στο σύμπαν του θεάτρου.
Πώς λειτουργούν για εσάς οι διαφορετικές ενασχολήσεις και εναλλαγές των ρόλων σας μεταξύ σκηνοθεσίας και υποκριτικής και πώς επηρεάζουν την εξέλιξή σας ως δημιουργό;
Λειτουργούν δημιουργικά κι απελευθερωτικά. Μ’ ενδιαφέρει το πρότζεκτ, η συνεργασία, οι άνθρωποι. Οπότε κάθε φορά, έχω τη δυνατότητα να επιλέγω με ποια ιδιότητά μου θα συμμετέχω. Η σκηνοθεσία μου δίνει συχνά νέες πληροφορίες, εμπνεύσεις κι ερεθίσματα για την υποκριτική και το αντίστροφο.
Από τα επόμενα σχέδιά σας, τι υπάρχει στον ορίζοντα για το οποίο ανυπομονείτε;
Από αυτά που μπορώ ν’ αναφέρω τώρα, η παράσταση της «Γυάλας», του έργου της Τζένης Δάγλα που θ’ ανέβει στο Βερολίνο τέλος Ιουνίου.
*Λεζάντα βασικής φωτογραφίας: Ζωή Ξανθοπούλου, Φωτογραφία: Δήμητρα Τριανταφύλλου
INFO «Modus Vivendi ή Πώς να ζήσουμε» σε σκηνοθεσία Αντώνη Διαμαντή. Παίζουν: Παίζουν: Ειρήνη Κουτσάκη, Ζωή Ξανθοπούλου, Γεωργία Καρλατήρα. Πέμπτη 8 Μαΐου (2 παραστάσεις στις 20.00 και στις 21.30) ΡΕΚΤΙΦΙΕ – Κέντρο Έρευνας Μικτών Παραστατικών Τεχνών
*Αγοράστε εισιτήρια για όλες τις κορυφαίες εκδηλώσεις στο inTickets.gr.