Στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001 η ιστορία σκίστηκε στα δύο. Η τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης και το Πεντάγωνο των ΗΠΑ χώρισε την αφήγηση για τον κόσμο στο πριν και το μετά. Οποιοδήποτε γεγονός ήταν τοποθετημένο πίσω από τη νοητή γραμμή της ημερομηνίας-οροσήμου μίκραινε, σχεδόν εξαφανιζόταν κάτω από το βαρύ ίσκιο του άδηλου μέλλοντος που ξημέρωνε –και μάλιστα με φορά αντίθετη από εκείνη της συμπαντικής νομοτέλειας, από τη δύση προς την ανατολή.

Παρά το σημαδιακό για τη ροή του κόσμου και το μέλλον της ανθρωπότητας γεγονός της τρομοκρατικής επίθεσης που παρακολουθούσαμε περιδεείς σε ζωντανή τηλεοπτική ροή, μπορεί κανείς να στοιχηματίσει πως ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού κοινού ξημεροβραδιαζόταν με μαράζι παρασάγγας διαφορετικό από εκείνο του υπόλοιπου κόσμου.

Στις εσχατιές της βαλκανικής χερσονήσου οι 12 πρώτοι τρόφιμοι του Big Brother, μια ντουζίνα ανθρώπων που στα μάτια άλλων φάνταζαν ως εκλεκτοί, τολμηροί και πρωτοπόροι και στη συνείδηση κάποιων -συντριπτικά ελαχιστότερων τότε- αποκρυσταλλώνονταν σαν πειραματόζωα με χέρια, πόδια και ενδεχομένως μυαλό, συμπλήρωναν το πρώτο τους εικοσιτετράωρο στο σπίτι του Big Brother. Δηλαδή σε ένα καθεστώς εθελούσιου εγκλεισμού, αποχής από τα εγκόσμια και αεργίας – κανείς δεν κόλλησε ποτέ ένσημα κοιτώντας το ταβάνι ή βαρώντας μύγες.

Ο reality Ολλανδός

Το πείραμα της από τηλεοράσεως παρακολούθησης της ζωής κάποιων τυχαίων άλλων επί 23 ώρες το 24ωρο είχε ήδη δοκιμαστεί στις χώρες της κεντρικής και της βόρειας Ευρώπης, είχε κριθεί – εκ του αποτελέσματος της τηλεθέασης- επιτυχημένο και είχε αρχίσει ήδη να αβγατίζει τον τραπεζικό λογαριασμό του Γιον Ντε Μολ ή αλλιώς του ανθρώπου εφηύρε το μακρινό 1997 το Big Brother και κατοχύρωσε για τον εαυτό του τον τίτλο του πατριάρχη της reality τηλεόρασης. Έκαστoς εφ ω ετάχθη.

Σκηνή από την ταινία «Truman Show» που το 1998 είχε διαβλέψει με ανατριχιαστική ακρίβεια εκείνο που λίγα χρόνια αργότερα καθήλωνε τα πλήθη στους τηλεοπτικούς δέκτες.

Κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλει πως και η πρώτη εν Ελλάδι εκδοχή του τηλεοπτικού σόου που έδωσε νέο νόημα στο οξύμωρο δίπολο του ελεύθερου πολιορκημένου ήταν εμπορικά επιτυχημένη. Φτάνει να αθροίσει το μέσο όρο της τηλεθέασης των τριών και κάτι μηνών που έφτασε στο 38%, το γεγονός ότι κάποιοι ανταγωνιστικοί τηλεοπτικοί σταθμοί κινήθηκαν με σπουδή να αποκτήσουν προγράμματα-κλώνους ή την – καταφανώς αμήχανη και ακροθιγώς πικρή- παραδοχή ότι 24 χρόνια μετά πολλοί από εμάς θυμόμαστε τους τρόφιμους του πρώτου ελληνικού reality με τα μικρά ονόματά τους. Μιλάμε βέβαια για μια επιτυχία που θεμελιώθηκε στην ελαφρά τη καρδία και τελικά ανερυθρίαστη εκμετάλλευση ανθρώπων, στη χειραγώγηση των συναισθημάτων τους και στην εργαλειοποίηση των καλών μα κυρίως των κακών εκφάνσεων του χαρακτήρα τους.

Να περάσει το επόμενο Παρατράγουδο

Ακόμα πιο αποθαρρυντική είναι η συνειδητοποίηση πως ένα τέταρτο του αιώνα μετά φαίνεται πως κάποιοι επιμένουν να επενδύουν στην εκφυλισμένη και χιλιομηρυκασμένη συνταγή της νομιμοποιημένης ως τηλεοπτικό θέσφατο κλειδαρότρυπας, διαλαλώντας την μάλιστα εν χορδαίς και οργάνοις, και κάποιοι άλλοι μοιάζουν πρόθυμοι να διαθέσουν κάθε ικμάδα του εαυτού τους για λίγα δράμια δημοσιότητας και μερικά ψίχουλα από την πίτα του δημόσιου λόγου.

Εσχάτως ο Μίκι Ρουρκ ενέδωσε στο «δέλεαρ» του celebrity Big Brother, αλλά εκδιώχθηκε από το reality show, λόγω της απρεπούς συμπεριφοράς του.

Το είδος του reality show, παρότι κατατροπώθηκε πολλάκις από την ίδια την εξέλιξη της κοινωνίας, επικρίθηκε από εκείνους που το παρακολουθούσαν αλλά συχνά κι από αυτούς που το υπηρέτησαν ως κομπάρσοι, απαξιώθηκε και τελικά έχασε κάθε λόγο ύπαρξης – ανάμεσα στα άλλα και εξαιτίας της γιγάντωσης των κοινωνικών δικτύων, όπου πια το δημόσιο και αυτό που βρίσκεται σε κοινή θέα είναι το νέο ιδιωτικό-, φαίνεται πως παραμένει μια πρόχειρη, φτηνή και γρήγορη πλην εξυπηρετική λύση για την τηλεόραση του 2025. Αλλά και ένα απάνεμο απάγκιο για τη φυλή των επαγγελματιών παικτών που από ναρκισσισμό, κενοδοξία ή απλώς απελπισία είναι διαθέσιμοι και πρόθυμοι να μπουν στο πετσί του ρόλου του ινδικού χοιριδίου.

Μπορεί κάποτε το τηλεοπτικό υβρίδιο που παρουσιάστηκε σε πλείστες όσες εκδοχές – αναζήτησης της περιπέτειας, αναζήτησης του έρωτα, αναζήτησης της επιβίωσης, κλπ-, τερματίζοντας σε κάθε έκφανσή του ολοένα και περισσότερο τη φτήνια, την ακαλαισθησία, τη χαμέρπεια και τελικά την κοινή λογική να έμοιαζε με δελεαστικό guilty pleasure, όμως πλέον ο μόνος τρόπος να το αντιληφθεί και να το αντιμετωπίσει κανείς είναι ως freak show. Και μάλιστα με ασχήμια που μοιράζεται ισομερώς και ακριβοδίκαια ανάμεσα σε εκείνους που το δημιουργούν, σε αυτούς που το υπηρετούν αλλά και σε εκείνους που το παρακολουθούν. Και που ξεχειλίζει όσο λούστρο κι αν έχει βάλει στο αμπαλάζ.