Πέρασαν πάνω από πενήντα χρόνια από τότε που ανήσυχος στο Παρίσι, υποστήριζα στο «Paris 8» με διευθυντή τον Νίκο Πουλαντζά την διδακτορική μου διατριβή με τον τίτλο: «Η ελευθερία της πληροφόρησης και της γνώμης στα ΜΜΕ των δημοκρατικών Κρατών της δυτικής Ευρώπης».
Προχθές που το κυριακάτικο «Βήμα» ζήτησε ένα άρθρο ελεύθερου στοχασμού», όπως ευγενικά μου ειπώθηκε, με μόνο περιορισμό την έκτασή του στο έντυπο, συνειδητοποίησα ότι ο «νεανικός ενθουσιασμός» μου τότε δεν με άφηνε να καταλάβω την αναμενόμενη μελαγχολία τώρα, που δεν επιτρέπει να επεξεργαστώ περισσότερο το ότι ο «ελεύθερος στοχασμός» δεν είναι ούτε τόσο ελεύθερος, ούτε τόσο στοχαστικός αλλά -αναστοχαστικά υποτίθεται ιδωμένος- ένας ακόμη φαινακισμός που τον υποστηρίζει το Σύνταγμα και που εκλαμβάνεται ως απερισκεψία. Αποτελεσμα; Να μην τον δημοσιεύει κανείς.
Η λεγόμενη «ελεύθερη γνώμη» έτσι, δεν είναι απλώς απόρροια της ελεύθερης βούλησης αλλά συγχρόνως και της παραπλάνησής της, όταν δεν ενέχει και στοιχεία (δια)στροφής ως προς τον κανόνα ή εξ αιτίας της παράβασης του κανόνα – αλλά και εξ αιτίας του νόμου που υποτίθεται πως τη διασφαλίζει στον δυτικό Πολιτισμό.
Τη διαμόρφωσε προφανώς :
- ηθικά, με βάση έναν δεοντολογικό δείκτη, -αισθητικά, μέσα από την κριτική ικανότητα,
- ψυχολογικά, με την εξιδανίκευση,
- πολιτικά, μέσω της κυβερνησιμότητας με την τελευταία ηλεκτρονική του προσφορά: το διαδίκτυο.
Τα αντιλαμβάνεται όλα αυτά κανείς διαβάζοντας την απάντηση του καντιανού και μετέπειτα φουκωϊκού ερωτήματος: «Τι είναι ο Διαφωτισμός;».
Όχι, «τι ήταν ο Διαφωτισμός;» στο «μετά» της Δημοκρατίας και της ηθικής, αλλά εκ νέου στο «τι μπορεί να γίνει;» με τον τρόπο του, όσο και με τις περιπέτειες της διαλεκτικής του. Όλες τις διαλεκτικές, και όλες του τις αυταπάτες, για να ακριβολογώ, όσο και όλες τις αδιάλλακτες εμμονές του, μηδέ και των συζητήσεων περί των περιπετειών και των θεωριών τους που ανέδειξε ή προκάλεσε ο Διαφωτισμός: τον μαρξισμό, την ψυχανάλυση, τον δομισμό στην ανθρωπολογία, την αποδόμηση στην οντολογία και εκείνη την κρίσιμη θεωρία που τον ανασκευάζει με τη λογική του νοήματός του αλλά και του μη-νοήματος.
Μιλώ για την κοινή ταπητουργία του Ζιλ Ντελέζ και του Φελίξ Γκουαταρί.(*)
Μιλώ επίσης και για τις θεωρίες του Ζαν Μποντριγιάρ περί των «ομοιωμάτων» και της «προσομοίωσης» που ενδημούν στην πάλαι ποτέ κυβερνώσα Αριστερά – στο βαθμό μηδέν της πολιτικής της , των αξιών και της ηθικής της δικαιοδοσίας , όπως δείχνουν τα πρόσφατα
α-στόχαστα, και γελοία καμώματά της.
«Ελεύθερο στοχασμό» εγώ θεωρώ μόνο «το ποίημα του νου στην πράξη της εύρεσης», όπως γράφει ο Γουάλας Στίβενς.
«Πηγαίνει από την ασυναρτησία του ποιητή στην ασυναρτησία της κοινής γλώσσας» και «ανανεώνει τη ζωή ώστε να διαμοιραζόμαστε». Το ποίημα που λογοδοτεί μόνο στον εαυτό του, με δικές του προϋποθέσεις ελευθερίας και στοχασμού.
Διότι τον ελεύθερο στοχασμό εν γένει που θα ενέπνεε ένα ωφέλιμο άρθρο, δεν τον έχω ακόμα συναντήσει εξ αιτίας της φύσης και της μορφής κάθε κειμένου που αυτοπροσδιορίζεται ως ένα άρθρο «ελεύθερου στοχασμού».
Και εάν αντιπαρέλθω τις συνθήκες γραφής του, τη λειτουργική φερειπείν αυτολογοκρισία που προϋποθέτει για να γραφτεί «στοχαστικά», τις εκπτώσεις που του επιβάλλει ο υστερικός δικαιωματισμός , ή την επαγγελματική- φοβική εξάρτηση του συντάκτη ώστε να γράφει ελεύθερα μεν αλλά προσεκτικά και επιτέλους, να βλέπει το κείμενό του εμφανώς δημοσιευμένο εις πείσμα των ενύπαρκτων σε κάθε κείμενο ναρκισσιστικών αποκλίσεων, δεν απομένει τίποτα άλλο παρά η «συνθήκη» του ίδιου του γραπτού ως διαρρύθμισης του «Εγώ» υπό την προϋπόθεση ότι έχει προηγουμένως το ίδιο ρυθμίσει και ρυθμιστεί από το ασυνείδητο.
Του τραβάει, εκεί που δεν το περιμένει ,το χαλί από τα πόδια, όταν νομίζει πως πετάει πάνω στο περσικό χαλί της μεγάλης του αναγνωσιμότητας.
Από το σημείο αυτό και μετά, όταν ο αρθρογράφος δεν ταυτίζεται ούτε με τον εαυτό του αλλά ούτε και με το γραπτό του, αρχίζει το διάβημα της δημοσίευσης να γίνεται ανα-στοχαστικό – χωρίς τις παρενθέσεις στο ‘«ανα» του τίτλου.
Και πάλι όμως, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις που δεν αφορούν το ευανάγνωστο – ευπώλητο αλλά την επάρκεια της παιδείας του, το χιούμορ του, τον βαθμό της κόπωσής του στη σκηνή της γραφής και των λογοπαιγνίων.
Αναμφίβολα κανένα άρθρο, δηλαδή καμία «διαρρύθμιση γραφής» δεν έχει αναγνωστικό ενδιαφέρον -άρα προς τι να δημοσιευτεί;- αν δεν προέρχεται από ένα εσωτερικό διαφέρον: τον διακανονισμό του συντάκτη με τον εαυτό του και την κόλαση. Τις «πολιτικές» δηλαδή υποχώρησης ή αντίστασης απέναντι στη «γραμμή» της.
Τις περισσότερες φορές και τα δύο συγχρόνως.
Έχει την επίγνωση ότι η όποια παιδευτική αξία του κειμένου του -όταν είναι προσχηματική ενός «άλλη σου έδειξα, άλλη σου έβαλα»- επιβάλλει τη γραφή ως «παράγγελμα» σε μια σχέση πλεονασμού γραπτού και ενεργήματος, επειδή δεν υπάρχει σημαινότητα ανεξάρτητη από την άρχουσα ιδεολογία που συνεχώς εγκαλεί τον γράφοντα για να τον μαλώσει.
Που θα πεί ότι ούτε κι αυτό το ίδιο το ελεύθερο και στοχαστικό κατά παραγγελίαν άρθρο μπορεί να γράφεται ελεύθερα εκεί όπου ο κοινωνικός και οικονομικός χαρακτήρας της δημοσιογραφίας παραπέμπει σε απρόσωπες, συλλογικές διαρρυθμίσεις μέσα στις οποίες ούτε η υποκειμενική γραφή ούτε η αντικειμενοποίησή της συνιστούν «γραφή», όσο η εξουσία και τα διαγράμματά της στις οθόνες των υπουργείων Οικονομίας και Ανάπτυξηςή τα «χορηγούμενα» άρθρα από κάποιο αόρατο paysroll.
Αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να τυπώνει κανείς τις σκέψεις του σε νεκρόσημα στις κολόνες της ΔΕΗ ή στους τοίχους και να πληροφορείται για τις τιμές της αποτέφρωσης.
Πρέπει όμως να ξέρει πως και αυτές οι ελάσσονες , μαύρες γραφές υπάρχουν σε σχέση μόνο με μία μείζονα γραφή. Ας την αναζητήσει στα φωτεινά ποιήματα του Στίβενς, αντιπαραβάλλοντάς τα με ελεύθερα, στοχαστικα άρθρα στα κυριακάτικα.
Μέσα στη δική του ιδιωματική γραφή γίνεται κανείς πολύγλωσσος και κερδίζει το υποτιθέμενο μείζον .
Δεν θα τολμούσα να ισχυριστεί ότι η απόσυρση και η σιωπή είναι μια υγιής αντίδραση στα «παραγγέλματα» και τις «σκοπιμότητες» ενός άρθρου. Αντίθετα, εμπεριέχονται σ’ αυτό αρκεί να μην συνεχίζει να παραγγέλνει κανείς και να αποσκοπεί στην Ακαδημία Αθηνών. Αρκεί να γράφεται άπαξ, όπως τα αριστουργήματα κατά τον Προυστ: σε μια γλώσσα ξένη.
Το ρεζουμέ;
Αντιλαμβάνομαι όσο περνά ο χαμένος, ούτως ή άλλως χρόνος, πως οι ελεύθεροι συνειρμοί της ποίησης έναν και μόνον κίνδυνο διατρέχουν: να καταπραϋνθούν από τους ελεύθερους στοχασμούς της δημοσιογραφίας. Και τότε, ακόμα και «η πολιτική του συναισθήματος θα όφειλε να εμφανίζεται ως μια διανοητική δομή».
«Σκοπός της», προσθέτει σοφά ο Γουάλας Στίβενς, «να δημιουργεί μια λογική που δεν διακρίνεται από την τρέλα». (**)
Εν πάση περιπτώσει, από την συνήθη, αγοραία όσο και άγονη νεύρωση.
Γραφική ως φανερή, επικίνδυνη ως καλυμμένη.
(*) Δεν με βρίσκουν σύμφωνο όσοι υποστηρίζουν ότι ο Διαφωτισμός είναι ένα «πτώμα». Ο Ντελέζ για παράδειγμα δεν θα ήταν «φωτεινός»- παρά την «σκοτεινιά» που του αποδίδει ο Άντριου Καλπ («Σκοτεινός Ντελέζ», εκδόσεις Επέκεινα) όταν ο Γάλλος, αυτόχειρας φιλόσοφος -το όνομα του οποίου χαρακτηρίζει κατά τον Φουκώ τον αιώνα μας – επίμονα μας ζητάει «να εμπιστευθούμε κάτι ακόμα κι αν είναι τόσο ασταθές».
Δεν συμφωνώ επίσης στο να συνδέουμε την «ηθική» με αφηρημένες κατηγορίες (π.χ. το Δίκαιο) αντί να την αναγάγουμε σε «καταστάσεις» αποφεύγοντας έτσι τη λεγόμενη ηθικότητα που κυριαρχεί στις αντιλήψεις μας.
Καί επειδή ο καλύτερος τρόποςνα ξεπεράσεις κατι (τον Διαφωτισμό) είναι να δραπετεύσεις, η «αστάθεια» που μας προτείνει ο Ντελέζ
(η «φυγή») μου φαίνεται ως ο μόνος «τόπος» όπου μπορείς να σταθείς για να
α-θετείς ,έχοντας ωστόσο επίγνωση ότι δεν πας πουθενά.
Στο μεταξύ, σ’ αυτό το πήγαινε- έλα στον Διαφωτισμό, έχεις κερδίσει το ταξίδι. Έχεις καταλάβει τι σημαίνουν οι «αρχές» του: μπορούν να επαναπροσδιορισθούν μόνον από όσους ξέρουν οι Ιθάκες τι σημαίνουν .
(**) βλ. «Esthétique du Mal». XV.