Ένταση και συνέπεια. Αρκούν μόνο δυο λέξεις για να σκιαγραφήσουν το προφίλ του Εβάν Φουρνιέ; Ο ίδιος τις έχει επιλέξει. Άρα αρκούν και περισσεύουν. Και τις κουβαλά και τις δυο από τα 18 του στους καρπούς των χεριών του, στον αριστερό και στον δεξιό.

«Τις έκανα τατουάζ για να μην τις ξεχάσω ποτέ». Είναι (η) κληρονομιά (του). Μια πατρική συμβουλή, από τον Γάλλο μπαμπά Φρανσουά, που τον συντροφεύει παιδιόθεν και εφαρμόζει κατά γράμμα ανεξαρτήτως περιβάλλοντος ή συνθηκών. Όχι ότι η Αλγερινή (από το Σουκ Αχράς) μαμά Μεριέμ δεν είχε ισόποση επίδραση στο μεγάλωμά του.

Πρωταθλητές στο τζούντο οι δυο τους, εμφύσησαν από νωρίς στον μονάκριβο γιο τους τη νοοτροπία του ασυμβίβαστου. «Πάντα μου έλεγαν να μην μπω απλά να παίξω, αλλά να μπω για να κερδίσω». Ενισχυμένο το πνεύμα νικητή εντός του, αλλά πασπαλισμένο με τον απαιτούμενο σεβασμό στον αντίπαλο – όπως κι αν αυτός λέγεται. «Είναι αξίες που με επηρέασαν. Με έμαθαν να εκτιμώ τους ανθρώπους και να μην τα παρατάω ποτέ». Είτε στους αθλητικούς χώρους είτε στην ίδια τη ζωή.

View this post on Instagram

A post shared by Evan Mehdi Fournier (@evanfournier10)

Ο κεραυνοβόλος έρωτας του Φουρνιέ με το μπάσκετ

Χιλιόμετρα ο Εβάν Φουρνιέ έχει διανύσει αρκετά και στα δύο σκέλη, εντός κι εκτός γηπέδων. Λίγες εβδομάδες πριν κλείσει τα 32 του, μετρά ήδη μια μπασκετική πορεία που ξεπερνά την 25ετία. Με το σπορ πρωτοασχολήθηκε στα 7 του, μέσα του 2000 ήταν.

Προηγουμένως ο μικρός Παριζιάνος από το Σεν-Μορίς είχε δοκιμάσει τη γυμναστική, τον στίβο και την υδατοσφαίριση (απλώς κολυμπώντας), αλλά δεν του ταίριαξαν. Έως ότου βρέθηκε σ’ ένα γήπεδο μπάσκετ και δεν άφησε ποτέ την πορτοκαλί μπάλα από τα χέρια του. «Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά» έχει ομολογήσει ο πατέρας του.

Οι τοίχοι του δωματίου του Εβάν γέμισαν γρήγορα με αφίσες σπουδαίων παικτών της εποχής, το γήπεδο έγινε το δεύτερο σπίτι του. Οι γονείς του δεν είχαν έγνοια για το πού βρίσκεται. Γνώριζαν εκ των προτέρων. Προκαλούσε διαρκώς μεγαλύτερα παιδιά να παίξουν αντίπαλοί του, δεν σταματούσε να εξασκεί τον εαυτό του, στον δρόμο για το σχολείο έσπαγε τον καρπό του στον αέρα προσποιούμενος ότι σουτάρει δίχως μπάλα.

«Ήμασταν προσεκτικοί με την υγεία του κι αυστηροί κάποιες φορές κυρίως με τα μαθήματα και την ώρα που πήγαινε για ύπνο. Δεν είναι όμως εφικτό να σταματήσεις ένα παθιασμένο παιδί» συμπλήρωνε ο Φρανσουά Φουρνιέ μην μπορώντας να συγκρατήσει την ορμή του γιου του.

Ο Φουρνιέ βιαζόταν να προχωρήσει

Όντως δεν ήταν εφικτό. Έφηβος πια, στα 14 του, θ’ άφηνε τα τμήματα υποδομής της Σαρεντόν για να βρει αθλητική στέγη στο INSEP, το φημισμένο εθνικό Ινστιτούτο Αθλητισμού, Εξειδίκευσης και Απόδοσης του Παρισιού που αποδέχεται και εξελίσσει μονάχα ελίτ αθλητές διάφορων σπορ (Πάρκερ, Ντιό κ.α).

Οι γονείς του είχαν προσβάσεις και γνωριμίες, ως απόφοιτοι που γνωρίστηκαν εκεί και μετέπειτα συνεργάτες, αλλά ο Εβάν Φουρνιέ που τον έπαιρναν μαζί τους για χρόνια χρειάστηκε (όπως τα υπόλοιπα παιδιά) να δώσει εξετάσεις προτού εξασφαλίσει την υποτροφία του. Τον «βάφτισαν» νέο Πάρκερ.

«Είναι το σπίτι μου. Εκεί πήγα νηπιαγωγείο, εκεί έμαθα να κάνω ποδήλατο, εκεί πέρασα δύο χρόνια προπόνησης» θα έλεγε έχοντας ήδη γίνει επαγγελματίας παίκτης.

Κανονικά η φοίτηση στο INSEP είναι τριετής, αλλά ο Φουρνιέ βιαζόταν. Πίστεψε ότι θα καθυστερούσε η εξέλιξή του αν έμενε άλλον ένα χρόνο και προτίμησε την άμεση ένταξη στη Ναντέρ. Ο Φανσουά και η Μεριέμ είχαν αντίθετη άποψη, ο ίδιος επέμεινε με θράσος.

«Είναι το ιδανικό για μένα» επαναλάμβανε στις μεταξύ τους οικογενειακές συζητήσεις για το μέλλον του, διότι οι εγκαταστάσεις της ομάδας δεν ήταν μακριά από το σπίτι και εντός της ημέρας θα έκανε ένα βήμα μπροστά. Τους έπεισε με την επιμονή του και σε συνδυασμό με τη συναίνεση που έλαβε από το Ινστιτούτο διέβη νωρίς νωρίς την πύλη του επαγγελματισμού.

Όφειλε βέβαια να ωριμάσει απότομα, διότι εγκαταστάθηκε μόνος σε διαμέρισμα. Άρα έπρεπε να φροντίζει τον εαυτό του, να ψωνίζει και να μαγειρεύει. Δεν πτοήθηκε στο ελάχιστο από τις αυξημένες υποχρεώσεις. Το πείσμα τον διέκρινε και τον καθοδηγούσε ανέκαθεν.

Τα συνδύασε όλα. Δεν ήταν ακόμη 18 ετών όταν αναδείχθηκε καλύτερος νέος της δεύτερης κατηγορίας.

Η εκτόξευση του Φουρνιέ και το NBA

Σ’ ένα χρόνο η φήμη του ταξίδεψε στην ενδοχώρα και η Πουατιέ της πρώτης κατηγορίας τον ζήτησε με μεταγραφή. Την ευκαιρία αυτή δεν την ξόδεψε. Η ενηλικίωσή του συνδυάστηκε με την αγωνιστική εκτόξευσή του (και τη συνύπαρξή του με τον Φαλ). Από τους 6.4 πόντους στη ρούκι σεζόν του έφτασε στους 14.0 με βελτιωμένα ποσοστά στο τρίποντο (από το 20% πήγε σχεδόν στο 30%) και γενικά καλύτερη ανταπόκριση στις απαιτήσεις του παιχνιδιού.

Δεν του έφτανε, διψούσε για κάτι ελκυστικότερο από μια ομάδα που πάλευε απλώς για την αποφυγή του υποβιβασμού. «Πάντα ήξερε πού ήθελε να πάει» έχει παραδεχθεί προπονητής του. Το επιβεβαίωσε ο ίδιος στην παρουσίασή του από τον Ολυμπιακό.

Ούτε 20 ακόμη κι επιλέχθηκε στο #20 του NBA Draft, πολύ πριν από τον Ντρέιμοντ Γκριν (#35), τον Κρις Μίντλετον (#39) και τον Γουίλ Μπάρτον (#40). Οι Νάγκετς τον είχαν σκανάρει από τη χρονιά του στη Ναντέρ και παρακολουθώντας διαρκώς την πρόοδό του δεν δίστασαν να ρισκάρουν με την «άγουρη» αλλά «ανόθευτη» περίπτωσή του.

Ο ίδιος επιβεβαίωνε τη σπουδή να πετύχει γρήγορα. «Ο κόσμος θα πει ότι πρέπει πρώτα να παίξω στην Euroleague, να παίξω σε μια μεγαλύτερη ομάδα πριν από το NBA. Αλλά δεν είμαι πεπεισμένος γι’ αυτό. Όταν νιώθω έτοιμος, όταν νιώθω ότι μπορώ να προχωρήσω, δεν μου αρέσει να περιμένω».

Όταν ο Φουρνιέ συνάντησε τον Σκάιλς

Από τα 10 του έλεγε ότι θα έρθει η στιγμή που θα καταλήξει εκεί. «Είναι το καλύτερο πρωτάθλημα με τους καλύτερους παίκτες και για να γίνει ο καλύτερος πρέπει να παίξεις με τους καλύτερους» έλεγε διαρκώς. Είχε ριζώσει στο μυαλό του η ιδέα και δεν το διαπραγματευόταν. «Έχει χαράξει ένα μονοπάτι για τον εαυτό του και μένει σε αυτό, δεν έχει αναθεωρήσει» εκμυστηρευόταν από την πλευρά του ο πρεσβύτερος της οικογένειας.

Το ότι ο Τζορτζ Καρλ δεν πίστευε πως είναι, σωματικά και πνευματικά, έτοιμος για το ανώτερο επίπεδο δεν έκαμψε την αυτοπεποίθησή του Φουρνιέ. Ούτε άλλαξε το αντίθετο συμπέρασμα του Μασάι Ουτζίρι, ο οποίος τού προσέφερε συμβόλαιο για τα επόμενα τρία χρόνια. Ως πρωτοεμφανιζόμενος δεν έπαιξε ούτε στα μισά παιχνίδια, ως δευτεροετής όμως άρχισε να αναπτύσσει τις δεξιότητες του στο παρκέ. Το μακρινό σουτ άρχισε να γίνεται θεμελιώδες κομμάτι του περιφερειακού παιχνιδιού του, όπως και και η εμπλοκή του στο αμυντικό ριμπάουντ.

Βέβαια ρόλο βασικού, αυτόν που επιζητούσε δηλαδή εξ αρχής, βρήκε μόνο μετά τη μετακίνησή του στους Μάτζικ. «Πήραμε έναν παίκτη που θα μας βοηθήσει να γίνουμε καλύτεροι» έλεγε ο GM, Ρομπ Χένιγκαν. Τα χιόνια του Κολοράντο έλιωσαν σταδιακά στο Ορλάντο της Φλόριντα και με τον Σκοτ Σκάιλς να του δείχνει απεριόριστη εμπιστοσύνη, ο Φουρνιέ άνθισε απότομα.

«Περίμενε κάποιον σαν αυτόν» έγραφε τότε το SB Nation. «Έναν σκληροτράχηλο, χωρίς φανφάρες προπονητή που νοιάζεται περισσότερο για την ποσότητα του ιδρώτα των παικτών παρά για τη θέση ή τη χώρα προέλευσής τους. Έναν αντισυμβατικό προπονητή που του αρέσει να καταρρίπτει τα στερεότυπα».

Η πληθωρικότητα του Φουρνιέ

Ο νεαρός Γάλλος τού ανταπέδωσε όλο αυτό και παίζοντας περισσότερο από 30 λεπτά σε καθεμιά από τις επόμενες έξι σεζόν εξελίχθηκε σ’ έναν βασικό πυλώνα λειτουργίας των Μάτζικ, με ή χωρίς τον Σκάιλς (που παρέδωσε τη σκυτάλη στον Φρανκ Βόγκελ κι αυτός με τη σειρά του στον Στιβ Κλίφορντ).

Καθόλου τυχαίο δεν είναι πως, στην πιο παραγωγική χρονιά του (2019-20), ο Φουρνιέ έφτασε να έχει 18.5 πόντους με 40% στο τρίποντο (2.6/6.6), 3.2 ασίστ και 2.3 ριμπάουντ κατά μέσο όρο, προσφέροντας ταυτόχρονα στις δυο πλευρές. Το %usage του σ’ αυτήν την περίπτωση άγγιζε το 24% όλη τη σεζόν!

Όντως στους Σέλτικς ή στους Νικς δεν ήταν ο ίδιος ακριβώς παίκτης. Αλλά στους πρώτους έμεινε λίγους μήνες, ενώ στους δεύτερους έπεσε πάνω σ’ έναν προπονητή (Τομ Θιμπόντο) που μετά τα πρώτα 13 ματς της δεύτερης σεζόν και το αρνητικό 6-7 επέλεξε να τον παραγκωνίσει.

Αν και το συμβόλαιο που του προσφέρθηκε ήταν τετραετές, έναντι 78 εκατ. δολαρίων, και στη διάρκεια της πρώτης χρονιάς του αφενός κατέρριψε το προσωπικό ρεκόρ σκοραρίσματος (41 πόντοι) αφετέρου πέτυχε τα περισσότερα τρίποντα παίκτη του οργανισμού σε μια σεζόν (239), εκτοπίστηκε απότομα από το ροτέισον.

«Όμηρος στο Μανχάταν»

Ο Θιμπόντο επικαλέστηκε τους αριθμούς, λέγοντας πως με τον Φουρνιέ παρόντα το +/- των Νικς ήταν διαρκώς αρνητικό. Του ζήτησε απλώς να ‘ναι έτοιμος για όποτε χρειαστεί. Ο Γάλλος όμως ένιωθε πια εγκλωβισμένος σε μια άβολη και επιζήμια για την ψυχοσύνθεσή του συνθήκη. Περιέγραφε μάλιστα τον εαυτό του ως «όμηρο στο Μανχάταν», διότι ο προπονητής δεν του εξηγεί το τι χρειάζεται.

«Αυτό που με απογοητεύει είναι πως δεν μπορώ να ελέγξω τα πράγματα. Αν ήξερα, επί παραδείγματι, πως ο προπονητής θα μού έδινε 10-15 λεπτά, θα μπορούσα να τα αξιοποιήσω στο έπακρο. Δεν ισχύει όμως», ισχυριζόταν ο Φουρνιέ αναζητώντας εναγωνίως λύση.

Εντός 1,5 χρόνου εμφανίστηκε ελάχιστα κι απλώς οι -άνευ στόχων- Ντιτρόιτ Πίστονς, τον Φλεβάρη του 2024, τού χάρισαν την ευκαιρία να αποδράσει από τη φυλακή του και να παίξει κάμποσο (σχεδόν 19 λεπτά ανά συμμετοχή σε 29 ματς) πριν βγει ξανά στην αγορά ως ελεύθερος.

Το καρμικό συναπάντημα του Φουρνιέ με τον Ολυμπιακό

Ότι δεν βρήκε αυτό που ήθελε στο NBA περισσότερο ενεργοποίησε τα ένστικτά του παρά τον κατέβαλε. Να είναι η τρίτη και τέταρτη λύση στην περιφερειακή γραμμή ενός συνόλου δεν θα τον ικανοποιούσε. Το απέρριπτε ασυζητητί αυτό το σενάριο, καθώς δεν ένιωθε τελειωμένος. «Μου αρέσει να βλέπω τα αρνητικά σχόλια που λένε οι άνθρωποι για μένα. Είναι μια μορφή κινήτρου» έχει πει κάποτε για τον εαυτό του.

Ούτε μέντορας μικρότερων σε ομάδα της τελευταίας βαθμίδας σκόπευε να γίνει. Του το πρότειναν οι Γουίζαρντς, αλλά δεν μπήκε στη διαδικασία να το συζητήσει.

Όταν κοίταξε στην Ευρώπη, ο Ολυμπιακός τού έδειξε, με κάθε τρόπο, πόσο πολύ τον ήθελε. Τόσο η εξαιρετική (για τα ευρωπαϊκά δεδομένα) πρόταση όσο και η υπεραξία που προσέδωσε στις κουβέντες τού επηρέασαν την αρχική σκέψη να περιμένει κάποιο νεύμα από την άλλη άκρη του Ατλαντικού.

Ζύγισε τα δεδομένα και χωρίς άλλη χρονοτριβή απάντησε καταφατικά προκειμένου να γίνει (ή τουλάχιστον να νιώσει) ένα «οπλοπολυβόλο» στα χέρια του Γιώργου Μπαρτζώκα. Είχε προβλέψει τις εξελίξεις μ’ εκείνο το προφητικό tweet προ διετίας επηρεασμένος από το «ερυθρόλευκο» κύμα ενθουσιασμού στο Βελιγράδι. Αποκάλυψε εκ των υστέρων πως από το 2010 είχε εκστασιαστεί με την ιδέα να ντυθεί κάποια στιγμή στα κόκκινα.

Αυτό ζητούσε κι αυτό ζητά ακόμα. Εμπιστοσύνη και πίστη. Το απέδειξε πρόσφατα στους Ολυμπιακούς Αγώνες με την εθνική Γαλλίας.

Παθιασμένος, εκδηλωτικός και παρεμβατικός, δεν είναι απ’ αυτούς που κρύβονται, ούτε μασά τα λόγια του. Ταυτόχρονα όμως είναι απαιτητικός με τον εαυτό του. Κυνηγά πια μανιωδώς τον τίτλο του πρωταθλητή που του λείπει. Διότι «μέχρι να γίνω αυτό που θέλω να γίνω, δεν θα είμαι ικανοποιημένος».