Στις 23 Μαΐου του 1934, η θρυλική δράση του διάσημου ζευγαριού ληστών, Μπόνι και Κλάιντ λαμβάνει τέλος, όταν οι δυο τους πέφτουν νεκροί από δεκάδες σφαίρες της αμερικανικής αστυνομίας.

Πρόκειται για την Μπόνι Ελίζαμπεθ Πάρκερ και τον Κλάιντ Μπάροου που κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, και πιο συγκεκριμένα από το 1931 ως τον θάνατό τους διέπραξαν, στις ΗΠΑ, σωρεία ληστειών και ενίοτε δολοφονιών.

Το περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», στο τεύχος της 2ας Φεβρουαρίου 1968 δημοσιεύει σπάνια συνέντευξη της ίδιας της αδερφής της Μπόνι, στον δημοσιογράφο Duilio Pallottelli, μέσα από την οποία μαθαίνουμε ποιοι πραγματικά ήταν η Μπόνι και ο Κλάιντ.

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 2.2.1968, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Το πέρασμα στην παρανομία

–       Πώς η αδελφή σας και ο Κλάιντ έγιναν λησταί;

–       Ήταν τότε η εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσεως. Το δολλάριο έβγαινε δύσκολα. Κανείς δεν σε βοηθούσε και κανείς δεν σε προστάτευε. Λίγο αργότερα ο Κλάιντ, για να επιζήση, αναγκάστηκε να κλέψη.

–       Θέλετε να πήτε ότι ξανάρχισε.

–       Εν τάξει, συνέχισε. Πάντως, σε κάποια στιγμή ο Κλάιντ είπε: “Άει στο καλό! Δεν αξίζει τον κόπο να είμαστε τίμιοι. Θέλω να ζήσω την ζωή  μου όπως θέλω και να χρησιμοποιώ την ελευθερία  μου όπως προτιμώ”. Όσο για την αδελφή μου, αυτή δεν έκανε τίποτ’ άλλο παρά να ακολουθή μέχρι το τέλος τον άντρα που αγαπούσε.

Η γλυκύτατη Μπόνι

–       Τι είδους άνθρωπος ήταν η αδελφή σας;

–       Γλυκύτατη. Είχε μεγάλη κλίσι για τη μουσική, είχε κάνει αρκετά χρόνια πιάνο. Και δεν το λέω επειδή ήταν αδελφή μου. Αρκεί να διαβάσετε τα ποιήματα που έγραψε για να καταλάβετε πως ήταν μια ευαίσθητη ύπαρξι.

–       Και τότε πώς διασκέδαζε να πυροβολή τον κόσμο; Ήταν βέβαια πολύ ερωτευμένη με τον Κλάϊντ, αλλά αυτό δεν την υποχρέωνε οπωσδήποτε να τον μιμήται σε όλα, έτσι δεν είναι;

–       Η αδελφή μου δεν έκανε ποτέ κακό κανενός. Δεν έχει αποδειχτή πώς σκότωσε κανέναν. Στους εννιά μήνες που έζησα μαζί τους σχεδόν αδιάκοπα, δεν είδα την Μποννι ποτέ να πιάση πιστόλι στο χέρι της. Ήταν φορές που η Μπόννι δεν το ήξερε καν ότι ο Κλαίντ λήστευε κάποιον. (…) Διασχίζαμε ένα χωριουδάκι κι αποτόμως ο Κλάιντ σταμάτησε σ’ ένα πλαϊνό δρόμο. Κατέβηκε χωρίς να πη λέξι και άφησε τη μηχανή αναμμένη.

»Η αδελφή μου κι εγώ δεν υποψιαστήκαμε τίποτα και αρχίσαμε να φλυαρούμε. Ο θόρυβος του μοτέρ με ενοχλούσε, γι’ αυτό γύρισα το κλειδί και το έσβησα.

»Ύστερα από μερικά λεπτά ξεπρόλαβε ο Κλάιντ τρεχάτος απ’ τη γωνία, με το πιστόλι στο ένα χέρι και στο άλλο ένα σακκουλάκι.

»Πήδηξε στο αμάξι, νομίζοντας πως θα εύρισκε τη μηχανή αναμμένη. Βλέποντας πώς την είχα σβήσει, βλαστήμησε, μα και πάλι κατάφερε να μας γλυτώση από εκεί. Όταν απομακρυνθήκαμε και καθόμαστε και τρώγαμε ένα θαυμάσιο κολατσιό, ο Κλάιντ μού είπε:

“Κοριτσάκι μου, δεν το ξέρεις πως όταν ληστεύονται οι τράπεζες, το μοτέρ πρέπει να μένει αναμμένο;”

H δράση τους

Όπως γράφει ο Pallottelli: «Δύο χρόνια και πάρα πάνω η Μπόννι και ο Κλάιντ σάρωναν σαν σίφουνας τους δρόμους του Τέξας και των όμορρων πολιτειών. Λήστευαν τράπεζες και πρατήρια βενζίνης.

»Είχαν στην διάθεσί τους ένα σωστό οπλοστάσιο, που το είχαν προμηθευτή κλέβοντας την αποθήκη πυρομαχικών μιας μικρής φρουράς, σε κάποια απομακρυσμένη πόλιν.

»Όταν ζητήθηκαν εξηγήσεις απ’ τους στρατιώτες πώς επέτρεψαν να τους κατακλέψουν δύο μόνο γκάγκστερς, απ’ τους οποίους μάλιστα ο ένας ήταν γυναίκα, εκείνοι απάντησαν ότι ελυπούντο πολύ αλλά είχαν παραλύσει απ’ την έκπληξί τους!

Οικογενειακή θαλπωρή

»Σ’ όλη τη διάρκεια των ανδραγαθημάτων τους, οι δύο νεαροί διατηρούσαν στενές σχέσεις με τα σπίτια τους. Λάτρευαν την οικογενειακή ατμόσφαιρα. Η αδελφή της Μπόννι, η Μπίλλι Τζην, πηγαινοερχόταν στα διάφορα κρησφύγετά τους και τους φρόντιζε την πλύσι τους.

»Πήγαινε και έπαιρνε τα βρώμικα ρούχα τους και τους πήγαινε καθαρά. Πολλές φορές τούς έφερνε και τρόφιμα, λιχουδιές όπως παραδείγματος χάριν την μηλόπιτα που ο Κλάϊντ δεν την εύρισκε πουθενά τόσο νόστιμη όσο του την ετοίμαζαν σπίτι του.

»Κανένας αστυνομικός δεν κατάφερνε να παρακολουθήση σοβαρά αυτούς τους ανθρώπους και να ξεμπερδεύη μια και καλή με την Μπόννι και τον Κλάιντ.

»Και η αλήθεια είναι πως ήταν πολύ επικίνδυνοι. Πυροβολούσαν χωρίς δισταγμό και προσπαθούσαν να εξοντώσουν όσους επιχειρούσαν να τους κυνηγήσουν.

»Φυσικά, αυτός ο κίνδυνος περιλαμβάνεται στα καθήκοντα του αστυνομικού. Μα ο μόνος που βρήκε το θάρρος να παή να μιλήση μόνος του με την μητέρα της Μπόννι ήταν ο σημερινός σερίφης του Ντάλλας, που τότε ήταν απλός υπαστυνόμος.

(…)

»Μα ο Κλάιντ Μπάρροου και η Μπόννι Πάρκερ είχαν περάσει πια – ή νόμιζαν ότι είχαν ξεπεράσει – το κρίσιμο σημείο απ’ όπου δεν μπορείς πλέον να έρθης σε συμβιβασμό με την Δικαιοσύνη.

»Και σίγουροι πλέον ότι θα πέθαιναν από βίαιο θάνατο, αποφάσισαν να ζήσουν την περιπέτειά τους μέχρι το τέλος της και να παίξουν όλα τα χαρτιά της απελπισμένης τους πατρίδας. (…)

»Όλοι οι συγγενείς της Μπόννι είχαν πλέον παραδεχτή την τραγική της μοίρας. Είχαν συνειδητοποιήσει πως η κοπέλλα ήταν τρελλά ερωτευμένη με τον Κλάιντ και πώς θα ακολουθούσε τον άντρα της μέχρι το τελευταίο πιστολίδι.

Το τέλος

»Όταν τον Μάιο του 1934 ο Ντέκερ έμαθε ακριβώς που είχε καταφύγει το ζευγάρι, έστειλε δυο ανθρώπους του στην Λουιζιάνα για να πάρουν μέρος στο ανθρωποκυνηγητό που οργάνωναν οι τοπικές αρχές.

»Η παγίδα στήθηκε λίγο – πολύ όπως περιγράφεται στην ταινία, μόνο που όταν η Μπόννι κι ο Κλάιντ σταμάτησαν το αυτοκίνητό τους κοντά στο χαλασμένο καμιόνι, νομίζοντας πως θα εύρισκαν κάποιο φίλο τους, οι ριπές τους έζωσαν από παντού.

»Δεν πρόφτασαν ούτε καν ν’ ανοίξουν καλά – καλά τις πόρτες, πολύ λιγώτερο να πιάσουν το οπλοπολυβόλο. Χίλιες σφαίρες έριξαν οι έξη άνθρωποι του Τόμπσον που ήταν κρυμμένοι στους θάμνους.

»Συνέχιζαν να πυροβολούν ασταμάτητα μερικά λεπτά ακόμη. Μόνο όταν πια ήταν μαθηματικά σίγουροι πως οι δυο ληστές θάπρεπε να είναι παραγεμισμένοι φίσκα στις σφαίρες, μόνο τότε βγήκαν απ’ τις κρυψώνες τους και πλησίασαν.

»Αργότερα, απ’ το σώμα της Μπόννι και μόνο, έβγαλαν πέντε κιλά μολύβι».

Ο Τεντ Χίντον, ο μόνος επιζών (τη δεκαετία του ΄60) από τους αστυνομικούς που συμμετείχαν στην ενέδρα κατά των Μπόννι και Κλάιντ αφηγείται:

«Οι δύο νεαροί δεν είχαν απολύτως καμμία ευκαιρία να σωθούν. Προτού καν προφτάση να σταματήση το αυτοκίνητό τους, τους ρίξαμε.

»Και πολύ καλά κάναμε. Έξη η εφτά συνάδελφοί μας είχαν σκοτωθή  τους προηγούμενους μήνες σε αψιμαχίες με αυτούς τους δύο ληστές. Η παγίδα ήταν αναγκαία και θάπρεπε να τους την είχαμε στήσει πολύ νωρίτερα».

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 10.10.1969, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Οι Έλληνες Μπόνι και Κλάιντ

Περίπου την ίδια περίοδο, 1929 – 1930, αντίστοιχη δράση ανέπτυξε και ένα ελληνικό δίδυμο «Μπόνι και Κλάϊντ» με ιστορία ακόμα πιο περίπλοκη και δράση που σόκαρε ολόκληρη την Ελλάδα.

Πρόκειται για τα αδέρφια Ανδρέα και Κούλας Χριστοφιλέα.

Δεκαετίες αργότερα, το 1969, ο Νίκος Κακαουνάκης αφηγείται την ιστορία τους στον «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ».

«Γεννήθηκαν στον υπόκοσμο. Ο πατέρας του διατηρούσε το πιο κακόφημο κέντρο της εποχής. Δέκα χρονών ήταν ο Ανδρέας όταν ο πατέρας του τον έβαλε να πυροβολήση, λέγοντας στους φίλους του: “Παιδί που χειρίζεται καλά το πιστόλι, δεν χάνεται…”.

»Πολύ μικροί ο Ανδρέας και η Κούλα, σκορπίσανε. Αυτός γύριζε από φυλακή σε φυλακή. Εκείνη έμαθε μοδίστρα σε κάποιο οικοτροφείο.

»Είχαν χρόνια να συναντηθούν και είδαν ο ένας τον άλλον όταν η Κούλα ήταν 17 χρονών και ο Ανδρέας 19.

»Οι εφημερίδες της τους περιγράφουν σαν πολύ όμορφους. Τα δύο αδέλφια αλληλοθαυμάζονταν. Η σκληρότητα της Κούλας εγοήτευε τον Ανδρέα. Και η επιβολή του Ανδρέα στον υπόκοσμο άφηνε κατάπληκτη την Κούλα.

»Τα δύο αδέλφια παραμέρισαν τον αδελφικό δεσμό κι έγιναν εραστές. Και ο ακόμη ο ένας ανέλαβε την αρχηγία της συμμορίας “Ροκαμβάλ Β’” και η άλλη την υπαρχηγία».

Η δράση τους

»Η πρώτη…σοβαρή δουλειά της συμμορίας ήταν η ληστεία και ο φόνος ενός οδηγού ταξί, στη Βούλα, το 1929. Τον Τσάγκα (έτσι έλεγαν τον οδηγό), τον πυροβόλησε η Κούλα στο κεφάλι.

»Οι μάρτυρες τότε κατέθεσαν ότι στο αυτοκίνητο του Τσάγκα, λίγο πριν από το έγκλημα, επέβαινε μια “κυρία με γκρενά φόρεμα και κόκκινο μπερέ”.

»Λίγους μήνες αργότερα ένας άλλος οδηγός βρέθηκε βαριά τραυματισμένος στην Αγία Παρασκευή. Όταν συνήλθε είπε: “Είδα πάνω μου μια νέα γυναίκα με γκρενά φόρεμα και κόκκινο μπερέ να κρατάη περίστροφο. Έτριζε τα δόντια της με μανία γιατί, όπως φώναζε, είχε σπάσει η σκανδάλη του περιστρόφου και δεν μπόρεσε να με σκοτώση”.

»Όλη η Ελλάδα μιλούσε για την “κυρία με το γκρενά φόρεμα και το κόκκινο μπερέ”. O Ανδρέας ήταν περήφανος για τη… δόξα της υπαρχηγού του και η Κούλα πανηγύριζε τόσο, ώστε αισθανόταν την ανάγκη να περιγράφη τα κατορθώματά της στις φίλες της.

»Η φλυαρία της Κούλας ωδήγησε την αστυνομία στην ανακάλυψη και σύλληψή τους. Η δίκη έγινε το 1930 και απετέλεσε μέγα γεγονός. Καταδικάσθηκαν και οι δύο σε ισόβια δεσμά.

»Στη φυλακή η Κούλα έγραφε ποιήματα, ανορθόγραφα και ασύντακτα. Ένα από αυτά κατέληγε:

(Διατηρείται η ορθογραφία του):

“Tα μάτια μου τα ανθισμένα
  μεσ’ στο μπουντρούμι είναι θαμμένα.
Και δεν το ξέρω κι αυτό
είσως εδώ μια μέρα θα ταφώ…”

To ζεύγος Χριστοφιλέα το σκότωσε η φυματίωση στη φυλακή».