Το βράδυ της 5ης Ιανουαρίου 1932, ο σωφέρ Χρήστος Σταυρακάκης, 20 ετών, με καταγωγή από την Κρήτη, ενημερώνει τους σταθερούς πελάτες του και μουσικούς στο καμπαρέ «Χόλυγουντ» στην Αθήνα, ότι θα έφευγε για μια κούρσα που του έτυχε προς Ελευσίνα και έτσι το βράδυ εκείνο δεν θα μπορούσε να τους μεταφέρει μετά το τέλος του προγράμματος σπίτια τους.

Λίγες ημέρες αργότερα ένα μικρός βόσκος, στη Νέα Πέραμο, είδε το πτώμα ενός άνδρα «παρά την παραλίαν, κείμενον κατά το ήμισυ εντός της θαλάσσης».

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 11.1.1932, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Τη Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 1932, γράφει το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ»:

«Παρά την Νέαν Πέραμον και την θέσιν Γλύχοβατων Μεγάρων εξεβράσθη υπό της θαλάσσης πτώμα, φέρον βρόχον διά σχοινιού εις τον λαιμόν και ανήκον, ως εξηκριβώθη, εις τον προ ημερών εξαφανισθέντα σωφέρ Χρ. Σταυρακάκην, 20 ετών, εκ Κρήτης».

Ο Σταυρακάκης έμενε με τη μητέρα του, την αδελφή του και τον γαμπρό του στην Αθήνα, και εργαζόταν ως οδηγός ταξί. Ήταν αρραβωνιασμένος και είχε σκοπό να παντρευτεί, όταν θα κατόρθωνε να αγοράσει το δικό του ταξί.

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 11.1.1932, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Στις 14 Ιανουαρίου 1932, το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» ανακοινώνει ότι οι αρχές έφτασαν στα ίχνη δύο βασικών υπόπτων στους οποίους και απαγγέλθηκαν κατηγορίες.

Πρώτος, συνελήφθη ο 22χρονος μηχανικός Παύλος ή Παρασκευάς Νιτενιόγλου από το Εσκή Σεχήρ.

«Την επομένην του εγκλήματος εθεάθη το αυτοκίνητον του θύματος εις το Μαρκόπουλον, Κορωπί και Καλύβια οδηγούμενον υπό του Παρασκευά ή Παύλου Νιτενιόγλου ή Νικολάου εξ Εσκή Σεχήρ, 20 ετών σωφέρ το επάγγελμα».

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 11.1.1932, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Λίγο αργότερα συνελήφθη και ο Γεώργιος Νικολόπουλος, 23 ετών, ναυτικός μηχανικός.

Ο Σταυρακάκης είχε αναλάβει να μεταφέρει, επί πληρωμή, με το ταξί του τον Νιτενιόγλου και τον Νικολόπουλο στην Ελευσίνα. Στη διαδρομή εκείνη θα άφηνε τελικά την τελευταία του πνοή, στραγγαλισμένος.

Από τις πρώτες τους καταθέσεις, οι δύο κατηγορούμενοι έριχναν ο ένας στον άλλο την ευθύνη της δολοφονίας του Σταυρακάκη, που όπως προέκυπτε από τα λεγόμενά τους δολοφονήθηκε για λίγες δεκάδες δραχμές.

Γράφει το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της 14ης Ιανουαρίου, έχοντας ως πηγή την κατάθεση του Νικολόπουλου:

«Όταν το αυτοκίνητον έφθασεν εις τα διόδια, ο Σταυρακάκης αποτεινόμενος προς τους επιβάτες είπε:

–       Πληρώστε τον φόρον, κύριοι.

–       Δώστα συ και τα κάνουμε καλά, είπεν ο Νιτενιόγλου.

»Ο Σταυρακάκης έδωκε εν εκατοντάδραχμον εις τον υπάλληλον του φορού και έλαβε 82 δραχμάς υπόλοιπον, προμηθευθείς και εν κυτίον σιγαρέττων αντί 10 δραχμών. (…)

»Καθ’ οδόν ο Νιτενιόγλου είπε αλβανιστί προς τον Νικολόπουλον.

–       Θα τον καθαρίσωμε το σωφέρ και θα του πάρωμε τα ψιλά. Εγώ είμαι απένταρος».

Η δολοφονία του Σταυρακάκη απασχόλησε έντονα την ελληνική κοινή γνώμη. Οι διαδικασίες επισπεύθηκαν και η δίκη των δύο κατηγορουμένων άρχισε εντός λίγων ημερών.

«ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ», 4.2.1932, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Γράφουν τα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ» της 4ης Φεβρουαρίου 1932:

«Πλήθος κόσμου από πολύ ενωρίς είχε κατακλύσει τας δύο θύρας του πρωτοδικείου. Η αίθουσα (…) ήτο επίσης από πολύ ενωρίς κατάμεστος κόσμου.

»Εις την πρώτην γραμμήν των καθισμάτων φαίνεται η μήτηρ του ατυχούς σωφέρ με μαύρον πέπλον εις την κεφαλήν, εν μέσω των δύο θυγατέρων της.

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 5.2.1932, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

»Φθάνει το αυτοκίνητον των φυλακών με τους δύο φρικτούς κακούργους. Ο κόσμος ο οποίος αναμένει έξω την άφιξίν των πολιορκεί το αυτοκίνητον και εκφράζεται μετ’ αποτροπιασμού κατ’ αυτών.

–       Να τους κόψετε…

–       Να τα πληρώσουν με τον ίδιο τρόπο.

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 5.2.1932, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ανακριτικής διαδικασίας Νιτενιόγλου και Νικολόπουλος έριχναν ο ένας την ευθύνη στον άλλο.

Το ίδιο έκαναν και κατά την απολογία τους ενώπιον του δικαστηρίου.

Συνθέσαμε, τις απολογίες τους σε παράλληλη πλοκή  προκειμένου να γίνουν πιο εύληπτες οι μεταξύ τους αντιθέσεις.

Η απολογία των δύο κατηγορουμένων

Νικολόπουλος: «Την Τρίτη το βράδυ εκαθόμουν στο σπίτι του Νούτσου, όπου μένουμε, όταν με ειδοποίησαν κάτα τας 5 μ. μ. οι οικείοι μου ότι με ζήτει ο Νιτενιόγλου. Εβγήκα έξω και τον ερώτησα τι με ήθελε».

Νιτενιόγλου: «Την ημέραν του εγκλήματος (σ.σ. Τρίτη) το πρωί πήγα στο σπίτι του Νικολόπουλου, τον οποίο ευρήκα εις το καφενείον του Μουλά. Εκεί αυτός μου είπε πως το βράδυ θα πηγαίναμε στην Ελευσίνα και πως έπρεπε να περάσω από το σπίτι του». 

Νικολόπουλος: «Αυτός μου είπε ότι θα πηγαίναμε στην Ελευσίνα να πιούμε κανένα κρασί. Εγώ του είπα ότι εις την τσέπη μου δεν είχα παρά μόνον 3 δραχμές, αυτός μού είπε ότι θα τα κανονίσουμε με το Σταυρακάκη και ότι είχε και αυτός 40 δραχμές. Έτσι πίστεψα και μπήκα στο αυτοκίνητο».

Νιτενιόγλου: «Το βράδυ πράγματι πήγα και ύστερα από ώρες πολλές κατώρθωσα να τον συναντήσω μπρος σ’ ένα καφενείο έξω από το σπίτι του. Ο Νικολόπουλος ήταν μέσα στο αυτοκίνητο του Σταυρακάκη, μόλις με είδε μου είπε να μπω κι εγώ.

»Εγώ στην αρχή δεν ήθελα να μπω, γιατί δεν είχα λεπτά, αυτός όμως με καθησύχασε λέγοντας πως τα έχει αυτός κανονισμένα με τον σωφέρ. Ύστερα από τη δηλωση αυτή του Νικολόπουλου πίστεψα και μπήκα στο αυτοκίνητο».

«Ξεκινήσαμε»

Νικολόπουλος: «Όταν διηρχόμεθα προ του “Χόλλυγουντ” ο Σταυρακάκης κατέβηκε για πέντε λεπτά και συννενοήθηκε με τους οργανοπαίκτας του καμπαρέ. Ακολούθως ξεκινήσαμε για την Ελευσίνα».

Νιτενιόγλου: «Ξεκινήσαμε τότε για την Ελευσίνα. Προτού φθάσουμε [ο Νικολόπουλος] μού είπε αλβανικά πώς θα τον ξεμπέρδευε. Εγώ εξεπλάγην και εφοβήθηκα όταν άκουσα τα λόγια αυτά του Γιώργου, αλλά δεν πίστεψα».

Νικολόπουλος: «Εις το φόρο ο Σταυρακάκης  επλήρωσε τα διόδια. Όταν περάσαμε το φόρο και προχωρήσαμε ο Νιτενιόγλου μου λέγει αλβανιστί:

–       Θα τον καθαρίσω.

Εγώ του είπα ό,τι θελεις κάνε. Εμένα μόνον μη με μπλέκης».

«ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ», 5.2.1932, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

«Φτάσαμε»

Νιτενιόγλου: «Όταν φθάσαμε στην Ελευσίνα ο σωφέρ από το αυτοκίνητο αγόρασε ένα κουτί τσιγάρα και κατόπιν τραβήξαμε στο σπίτι της μνηστής του (σ.σ. του Νικολόπουλου), αναγκαστήκαμε να φύγουμε από την Ελευσίνα. Προτού ξεκινήσουμε ο Νικολόπουλος μού είπε και κάθησα με τον σωφέρ».

»Έτσι φύγαμε, ακολουθήσαντες, κατά την επάνοδον, άλλον δρόμον. Όταν φθάσαμε και περάσαμε τη διασταύρωσι των δρόμων στο Πεύκο, τότε αντελήφθην ότι ο Νικολόπουλος έρριξε τη θηλειά ενώ το αυτοκίνητο έτρεχε 40 -50 χιλιόμετρα. Εγώ για να μην ανατραπούμε έπιασα το τιμόνι.

»Σε λίγο ο Σταυρακάκης πέθανε, κατά παραγγελίαν δε του Νικολόπουλου έστριψα προς την παραλία, όπου ρίξαμε το πτώμα του.

»Ακολούθως ο Παύλος μού έδωσε το δίπλωμα και το δακτυλίδι του σωφέρ και μου είπε να τα εξαφανίσω και να φύγω μακρυά με το αυτοκίνητο, ενώ αυτός θα γύριζε στη μνηστή του.

»Πράγματι τράβηξα και πήγα στα Καλύβια, όπου με πιάσαν ενώ ο Νικολόπουλος πήγε στο σπίτι της μνηστής του. (…) Την παραμονήν της αναπαραστάσεως (σ.σ. Ο Νικολόπουλος) μού είπε να πω εγώ πώς έριξα τη θηλειά και πώς αυτός θα κανόνιζε τα παρακάτω».

Νικολόπουλος: «Όταν εφθάσαμε εις την Ελευσίνα ο Σταυρακάκης κατέβηκε να αγοράση τσιγάρα, ο δε Νιτενιόγλου μου υπενθύμησε και πάλι την αρχική του απόφασι. Εγώ περιωρίστικα να του πω:

–       Δεν φοβάσαι;

Αυτός στην ερώτησί μου περιωρίστηκε να γελάση.

»Στην Ελευσίνα εγώ κατέβηκα από το αυτοκίνητο και πήγα στο σπίτι της πεθεράς μου όπου και έμεινα όλη την νύκτα, το πρωί δεν σηκώθηκα και τράβηξα για την Αθήνα πεζός, γιατί δεν είχα λεπτά. Στον δρόμο βρήκα μια σούστα, η οποία με πήγε ως του Σκαραμαγκά.

»Από κει πεζός ήλθα στην Αθήνα και πήγα στο σπίτι μου. Μετά 2-3 ημέρες από τις εφημερίδες έμαθα το έγκλημα.

»Από την αρχή υπωψιάσθηκα τον Νιτενιόγλου, αλλά δεν θέλησα να ειδοποιήσω την αστυνομία, γιατί δεν είχα πεποίθησι.

»Σε λίγες μέρες ήλθε ένας αστυφύλακας, με συνέλαβε και με πήγε στην ασφάλεια. Εκεί τους αφηγήθηκα πώς έγιναν τα πράγματα».

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 5.2.1932, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Αλλαγή ισχυρισμών

Ο Νικολόπουλος, πριν την έναρξη της δίκης, κατά την αναπαράσταση που είχε γίνει στον τόπο του εγκλήματος, είχε καταθέσει μια εντελώς διαφορετική εκδοχή των γεγονότων.

Είχε δηλώσει ότι ύστερα από εντολή του Νιτενιόγλου, το θύμα σταμάτησε το αυτοκίνητο και πως αφού ο Νικολόπουλος κατέβηκε από το αυτοκίνητο για σωματική του ανάγκη, άκουσε τον ρόγχο του οδηγού που εκείνη τη στιγμή στραγγαλιζόταν από τον Νιτενιόγλου με σχοινί.

Επιπλέον, ο Νικολόπουλος είχε περιγράψει πώς βοήθησε τον Νιτενιόγλου να ρίξει το πτώμα του Σταυρακάκη στη θάλασσα, στην περιοχή της Βλυχάδας.

Την ημέρα της απολογίας του στη δίκη, ο Νικολόπουλος ισχυρίστηκε ότι όσα είχε αρχικώς καταθέσει ήταν ψευδή λόγω άσκησης βίας.

«Εκακοποιήθην εκ μέρους των αστυνομικών για να μαρτυρήσω. (…)  Την παραμονή της αναπαραστάσεως (…) ο Παύλος με επίεζε να πω ότι εγώ έρριξα τη θηλειά και ότι εγώ είμαι ο κυριώτερος αυτουργός του εγκλήματος. Στην αναπαράστασι που πήγαμε, όλα όσα κατέθεσα και όλας τας πληροφορίας που έδωσα εβασίζοντο εις εκείνα τα οποία ήξερα από τας εφημερίδας».

Η πρόταση του εισαγγελέα

Μέσα από τις αντικρουόμενες καταθέσεις και απολογίες των δύο κατηγορουμένων η κοινή γνώμη της εποχής, που παρακολουθούσε με μεγάλο ενδιαφέρον την ύποθεση, αδυνατούσε να καταλήξει στο ποιος εκ των Νικολόπουλου και Νιτενιόγλου είχε τη μεγαλύτερη ευθύνη.

Ο εισαγγελέας εξέθεσε το σκεπτικό του:

«Ο Νικολόπουλος είνε εκείνος ο οποίος κατέστρωσε το σχέδιον της μεταβάσεώς των εις Ελευσίνα διότι υπελόγιζε να μεταβούν εις το σπίτι της μνηστής του και αφού έλθουν εις κατάστασιν ευθυμίας να μεθύσουν το ατυχές θύμα και να προχωρήσουν εις την εκτέλεσιν του εγκλήματος. (…)

»Ο πονηρότερος και κακουργότερος Νικολόπουλος, (…) ο οποιός εκάθητο εις το όπισθεν μέρος του αυτοκινήτου (…) έρριψε εις τον λαιμόν του θύματος [τον βρόχον].  (…) Ο Νιτενιόγλου εκάθητο μετά του θύματος διά να οδηγήση το αυτοκίνητον την στιγμήν κατά την οποίαν ο Νικολόπουλος θα προέβαινεν εις την πράξιν του.

(…)

»Μετά την δολοφονίαν οι κακούργοι δεν εσταμάτησαν. Εσκύλευσαν και το πτώμα, αφαιρέσαντες το ευτελές χρηματικόν ποσόν, το δαχτυλίδι και μερικά χαρτιά (…). Ακολούθως παραλαβόντες και το αυτοκίνητον απήλθον προς διαφόρους διευθύνσεις έκαστος προσπαθούντες να εξαφανίσουν τα ίχνη των και να μείνουν ασύλληπτοι».

Καταλήγοντας ο εισαγγελέας χαρακτήρισε τις πράξεις των δύο κατηγορουμένων ως «φόνον μετά ληστείας εκ συστάσεως» δηλώνοντας πως «εις τούτο ενέχονται εξ ίσου αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, ανεξαρτήτως του ρόλου τον οποίον έπαιξεν έκαστος.

»Αμφότεροι συνεφώνησαν, προεσχεδίασαν το έγκλημα και συνεργάσθησαν για την εκτέλεσιν αυτού, διά τούτο η ευθύνη η οποία πίπτει επ’ αυτών είνε η ίδια».

Μην αναγνωρίζοντάς τους, μάλιστα, στους κατηγορούμενους κανένα ελαφρυντικό, ο εισαγγελέας πρότεινε «ο νόμος να εφαρμοσθή αυστηρότατα».

Η απόφαση

Μετά την πρόταση του εισαγγελέα, ακολούθησαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης. Όταν ολοκληρώθηκαν και αυτές, οι ένορκοι αποσύρθηκαν για να αποφασίσουν. Μία ώρα περίπου αργότερα ήταν έτοιμοι να ανακοινώσουν την απόφασή τους.

Οι δύο κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι χωρίς ελαφρυντικά.

Όπως γράφει το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της  6ης Φεβρουαρίου 1932:

«Η τοιαύτη απάντησις (…) συνεπάγεται την ποινήν του θανάτου».

Στο άκουσμα της θανατικής καταδίκης ο Νικολόπουλος έδειξε «καταπληκτική απάθεια» ενώ «ο Νιτενιόγλου απώλεσε τελείως την ψυχραιμίαν του και έκλαυσε». Τότε ο Νικολόπουλος του είπε: Γιατί κλαις, βρε Παύλο; Τώρα φοβάσαι; Κουράγιο!»

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 22.2.1932, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Αναίρεση

Λίγες ημέρες αργότερα, ο Νιτελιόγλου, με επιστολή του, αναίρεσε όσα είχε καταθέσει υποστηρίζοντας ότι τελικά ο Νικολόπουλος δεν είχε καμία σχέση με τον φόνο και ότι ο ίδιος ήταν ο μόνος υπεύθυνος αφού σκότωσε τον Σταυρακάκη ύστερα από μεταξύ τους διαφωνία και πάλη και χωρίς να είναι παρόν στο συμβάν ο Νικολόπουλος.

Η εξέλιξη αυτή δεν οδήγησε σε αναψηλάφηση της υπόθεσης καθώς κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί του Νιτενιόγλου προσέκρουαν σε ήδη αποδειχθέντα γεγονότα.

Έτσι οι δύο καταδικασθέντες εκτελέστηκαν.

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 10.3.1932, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Η ακριβής ημέρα που ο Νικολόπουλος και ο Νιτενιόγλου στήθηκαν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα δεν είναι γνωστή.

Γράφει το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της 10ης Μαρτίου 1932:

«Οι δύο κατάδικοι εζήτησαν να εξέλθουν το πρωί εις το προαύλιον των φυλακών. Δεν τοις επετράπη όμως τούτο. Επίσης δεν τοις εδόθησαν εφημερίδες διά να μη πληροφορηθούν τα της απορρίψεως της αιτήσεώς των περί απονομής χάριτος.

»Δεν είνε γνωστόν ακόμη πότε ακριβώς θα γίνη η θανατική εκτέλεσις. Πάντως εάν δεν πραγματοποιηθή σήμερον μέχρι της δύσεως του ηλίου, θα γίνη εντός της αύριον».